Κυριακή 9 Ιούνη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το αφεντικό

Γρηγοριάδης Κώστας

Βρε μανία που την είχε! Κάθε τόσο μάζωνε τους εργάτες στη μεγάλη αίθουσα του εργαστηρίου κι άρχιζε τις παρλάτες. Τι έλεγε; Ολο βρίσκονταν αφορμή και θέμα. Πρώτα - πρώτα άρχιζε την κλάψα.

- Η δουλιά δεν πάει καλά έλεγε, πολλές οι δυσκολίες, με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα, όλοι πρέπει να ανασκουμπωθούμε, να βάζουμε τα δυνατά μας, να την κρατήσουμε στα πόδια πρέπει, το ψωμί μας βλέπετε και γι' αυτό να δουλεύουμε με κέφι κι άλλα κι άλλα χωρίς σωσμό. Πενήντα κεφάλια, άλλα να τον κοιτάν κι άλλα σκυφτά, συλλογισμένα. Το ξέρανε το τροπάρι. Ενα μούδιασμα και μια ακεφιά σκόρπαγε σ' όλους. Τους χτύπαγε σ' ό,τι πιο πολύ φοβόντουσαν. Μη χάσουνε τη δουλιά. Εχ, όποιος δεν έχει δοκιμάσει την αναδουλιά. Ρέβει απελπισμένος.

- Κοίτα με πόση μαστοριά ο άθλιος δουλεύει τη μηχανή. Βλέπεις, έχουμε την ανάγκη του. Το ξέρει κι αυτό που κάνει είναι το αγαπημένο του χωρατό πάνω στην πλάτη μας. Τη δουλιά του κάνει, όμως. Εχει το σκοπό του. Το σπουδαίο είναι πως ήθελε και συζήτηση. Α, όλα κι όλα ήταν δημοκράτης!

- Τι έχουμε να χωρίσουμε, ξαναέλεγε. Η δουλιά είναι ολωνών μας. Σήμερα το θέμα ήταν πολύ σπουδαίο. Ετσι το ονομάτισε. Μπροστά από δυο μέρες είχε διώξει δυο εργάτες. Το πρόσωπό του σαν το είπε άστραψε κι αγρίεψε.

- Το χειρότερο να σπέρνεις ζιζάνια. Δεν τους άρεσε η μονιασμένη οικογένεια, η ήσυχη δουλιά, και να την έχουμε. Ζητάνε, έλεγαν, σοσιαλισμό, να διαφεντεύουν αυτοί, χωρίς αφεντικά. Κούνια που τους κούναγε. Πού το είδανε το αφεντικό εδώ; Κι έπειτα τι σοσιαλισμό λένε και πράσινα άλογα; Τόσα ξέρουνε, τόσα λένε. Τι ξέρουν; Τίποτα. Μήπως πήγαν να δουν τα χάλια; Με ψέματα ξεσηκώνουν τα μυαλά, ανακατεύουν τις δουλιές. Και να 'ξεραν τι δυστυχία υπάρχει εκεί! Τα 'λεγε με γρήγορες λέξεις κι άφριζε.

- Βρε τον άτιμο τι μας τσαμπουνάει, σιγοψιθύρισε ο Νικόλας στον Θύμιο δίπλα του και δαγκώθηκε. Κάπου το πάει. Να δούμε τι θα ξεφουρνίσει άλλο. Σκέτος μαέστρος, σου λέω. Ομως, που δε χορταίνουμε ψωμί δε μας το λέει, ούτε που χάσανε τη δουλιά τους οι δυο φουκαράδες.

- Νίκο κάτι ψιθυρίζεις, του πέταξε. Ο Νικόλας στο άκουσμα της φωνής τα 'χασε στην αρχή, μα γρήγορα συνήρθε και του είπε σταθερά:

- Τίποτε το σπουδαίο, κύριε - Κώστα. Να, κάτι πάνω σ' αυτά που μας λέτε. Εχουμε, βέβαια, ακουστά πολλά, κάτι έχουμε διαβάσει, σε ταινίες έχουμε δει, πώς πασχίζουν, πώς δημιουργούν, πώς ζουν. Δεν έχουν αφεντικά, λέει, κι ό,τι βγάζει η δουλιά τους το μοιράζονται δίκαια.

Χα, χα, χα, ξέσπασε σε γέλιο δυνατό ο κυρ - Κώστας και τον έκοψε απότομα. Γέλιο φαρμακερό.

- Στάσου να δεις. Τα έξοδα δικά μου, του φωνάζει σαν να πήρε ξάφνου απόφαση μεγάλη. Λέω δυο από σας, να ο μαστρο - Μήτσος και η κυρα - Λένη και οι τρεις μαζί να πάμε μια εκδρομή σε κείνες τις χώρες, Βουλγαρία - Ρουμανία και ερχόμενοι τα ξαναλέμε. Αυτούς θα τους πιστέψετε, είναι δικοί σας, εργάτες. Μη πείτε ότι εγώ σας ξεγελάω. Και τότε θα δείτε τι ωραίος παράδεισος είναι εκεί, τέλειωσε με περίσσια περιφρόνηση και κοροϊδία.

Πετυχημένη η εκλογή; Η εκλογή, βέβαια, δική του. Χρόνια στη δουλιά, αρχιμαστόροι και οι δύο, φρόνιμοι και υπάκουοι. Οχι πως είχαν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους, μα, πώς να το κάνουμε, καλούτσικο μεροκάματο, υψωμένο, από φασαρίες τι θα βγει; Ούτε συζήτηση να πιάσεις πάλι από την αρχή. Ετσι, δεν είχαν άλλη γνώμη. Για τους άλλους δεν πολυνοιάζονταν. Φυσικό να αρχίζουν από χαμηλά. Πώς να το κάνουμε; Είχαν κιόλας πολυσυνηθίσει τη δουλιά κι αυτά που 'λεγαν κάτι για βαριόν αέρα, μολυσμένο και τα τέτοια. Ούτε και βάζανε στο νου για το μεροκάματο, που δε φτάνει, για τη σκληρή δουλιά, τις πολλές ώρες, για...

Δεν ήταν, λοιπόν, κόλπο. Πήγαν στ' αλήθεια. Μας κάτεχε όλους μία μεγάλη απορία. Ποιος να το πιστέψει! Αυτός ο σφιχτόσπαγγος, που για να δώσει μια δεκάρα έπρεπε να σε δει να σούρνεσαι κι αν στη δώσει, αυτός τώρα να ξοδέψει τόσα πολλά χοντρά λεφτά, να πάνε δύο άνθρωποι, βάνε κι αυτόν στο έξοδο τρεις, τόσο μακριά, δέκα ολόκληρες μέρες, ταξίδι, φαΐ, ύπνο κι ό,τι άλλο. Τι στο δαίμονα συμβαίνει; Χμ! έλεγε ο ένας στον άλλον, κάτι μας μαγειρεύει. Κουμπώσου φίλε για καλό δεν είναι, του απαντούσαν. Μετά δέκα μέρες, αριβάρανε. Με το πρώτο, μάζωξη. Συλλογή και σφίξιμο είχαν όλοι. Του αφεντικού το πρόσωπο όμως έλαμπε, ένα πρόσωπο που το πλατύ γέλιο του ήταν γιομάτο κακία. Μου 'μοιασε, όπως τον κοίταζα, τη γάτα, που, όντας έχει κατοχή το ποντίκι, πατάει στο κατόπι στο σώμα του το πόδι της, μπηγμένα στη σάρκα του τα γυριστά σουβλερά νύχια της, να υψώνεται θριαμβεύτρια. Του Νικόλα το πρόσωπο σκοτείνιασε.

- Εγινε κι αυτό, άρχισε να λέει, με φωνή καμπανιστή και να κοιτάει ταυτοχρόνως έναν, έναν κατάματα. Ματιές μαχαιριές. Και να μην νομίσετε ότι εγώ τα παραλέω κι ότι τα κακοβάνω. Εδώ δύο άνθρωποι εργάτες, ο μαστρο - Μήτσος και η κυρα - Λένη, τα είδανε με τα μάτια τους και τα ομολογάνε. Τεμπελιά εκεί και τσούρμο οι μπαγαπόντηδες. Σε τριγυρνάνε μόλις και ξεμυτίσεις απ' το αεροπλάνο, για κατέβεις απ' το λεωφορείο. Σου ξετρυπώνουν στο άψε - σβήσε τα ντόλαρς και στα αλλάζουν συμφερτικά. Καμιά εμπιστοσύνη στη δική τους μονέδα. Για κάλπικη την έχουν. Σε κοιτάνε με ζήλια από κορφή ως κάτω για ό,τι φοράς, για ό,τι έχεις και είναι έτοιμοι κάτι να σου πάρουνε, κάτι να σου αρπάξουνε. Αν τους ήταν μπορετό, να σε γδύσουν. Στέρηση μια φορά. Πες, Μήτσο, τα δικά σου. Κόμπιασε λίγο αυτός, μα μ' ένα κοκκίνισμα και λίγο ένοχο χαμόγελο ξεφούρνισε:

- Οχι πως το 'θελα, εκείνη μου 'γινε κολτσίδα, η καμαριέρα του ξενοδοχείου. Την κολόνια ήθελε και ξάπλωσε μαζί μου. Μ' ένα πραματάκι. Τέτοια ξεφτίλα! Κι όλες έτσι ήταν.

- Πήγαμε και στη Βάρνα, η κυρα - Λένη το μερτικό της. Ωραία πόλη, θάλασσα καθαρή, λιμπισμένη, όμως κόσμος λίγος, όχι ντόπιος, να, ξένοι τουρίστες σαν και του λόγου μας. Οι ντόπιοι δε φαίνονται πουθενά. Δουλιά νύχτα - μέρα, χωρίς να σταματάνε. Δεν έχουν χαρά στη ζωή, ξαλάφρωση. Σταμάτησε. Των περισσότερων το κεφάλι ήταν άδειο και τα λόγια π' άκουγαν βρόνταγαν μέσα τους κούφια και χανόντουσαν. Αυτό το 'δειχναν στο αθέλητο ανακάτωμα των χεριών τους, στο συχνό στρίψιμο του κεφαλιού. Μερικοί είχαν αναβρασμό και λίγοι φούντωμα μεγάλο.

- Οι κανάγες, τόση καλοστημένη φτιάξη, μουρμούρισε με λύσσα ανάμεσα στα δόντια του ο Νικόλας.

- Αυτά 'ναι και μη σας ξεγελάνε, αποτέλειωσε ο κύριος Κώστας. Τέτοιος εργατικός παράδεισος να μου λείπει. Φτου στον κόρφο μου, να λες.

Ο Νικόλας κάθονταν σ' αναμμένα κάρβουνα. Το πρόσωπό του πλημμύρισε αίμα. Ηξερε σε τι κίνδυνο έμπαινε, μα δεν μπόραγε, δεν του ήταν πρεπούμενο να αφήσει το ψέμα τους να τον προσβάλει έτσι και να θολώνει τόσες ψυχές αγαπημένων συναδέλφων. Αϊ στο διάβολο, φίδι κολοβό. Σηκώθηκε, στάθηκε ολόρθος, τον κοίταξε κατάματα και του είπε κοφτά:

- Καλά μας τα 'πες όσα μας είπε κι όσα ξεφούρνισαν οι διαλεγμένοι άνθρωποί σου, ο μαστρο - Μήτσος ο καλός και η κυρα - Λένη η προκομμένη. Ομως, αφεντικό, για λόγου σου καλά έπραξες, για μας, όμως, έκανες ένα σοβαρό λάθος. Δεν πήρες, με το δίκιο σου γιατί δεν το μπορούσες, για κει μαζί σου εργατικό μάτι να δεις τα πράγματα μ' αυτά, μα κουβάλησες από κοντά το χρηματοκιβώτιό σου. Τι ήθελες, λοιπόν, να δεις; Τα όμοιά σου; Τους σπεκουλάντες και τις πουτανίτσες. Γιατί και κει βρίσκονται αποφλοιάδια. Ομως, εκεί που βράζει η δουλιά, εκεί που χτίζουν και φτιάχνουν τον πολιτισμό τους, εκεί που πλάθουν τις ψυχές τους, εκεί που δημιουργούν τη νέα ζωή, εκεί δεν πήγατε. Επεσε σιωπή. Το αφεντικό έχασε το χρώμα του, πάγωσε το γέλιο, βλοσυρός έφυγε βιαστικά, με βήμα βροντερό δίχως να κοιτάει κανένα. Οι εργάτες αλληλοκοιτάχτηκαν κι ένα χαμόγελο χάραξε στα χείλια τους.


Απόστολος ΤΣΙΛΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ