Τετάρτη 3 Ιούλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σύγχρονη σάτιρα, αρχαίο δράμα
«Μια κωμωδία»
από το «Ανοιχτό Θέατρο»

«Βάκχες» κατά Π. Χολ
«Βάκχες» κατά Π. Χολ
Υπάρχουν έργα που, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο επίκαιρα γίνονται. Αυτό συμβαίνει με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μια κωμωδία» (1997), το οποίο ο συγγραφέας το κατατάσσει πέμπτο σε μια σειρά έργων του που «κινούνται στη σφαίρα του υπερ-πραγματικού» («Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Οδυσσέα γύρνα σπίτι», «Γορίλας και Ορτανσία», «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού». Πρόκειται για πολιτικοκοινωνικές σάτιρες, απολύτως ρεαλιστικές, που αλληγορικά αποκαλύπτουν την πολιτικοκοινωνική ελληνική πραγματικότητα. Το υπερ - πραγματικό βρίσκεται απλώς και μόνο στα μυθολογικής καταγωγής ή φανταστικά πρόσωπα και στο σουρεαλιστικό τόπο της πλοκής τους. Αλληγορικός είναι και ο τίτλος «Μια κωμωδία», αφού ουσιαστικά καυτηριάζει «μια τραγωδία» της σύγχρονης Ελλάδας. Την πολιτική που εκτρέφει τη ρεμούλα, τη λοβιτούρα, την εξαγορά συνειδήσεων, τη διαφθορά των ηθών, την εμπορευματοποίηση των πάντων, ακόμα και του φυσικού περιβάλλοντος, την εξαθλίωση θεσμών, αξιών, εννοιών, τον αχαλίνωτο ευδαιμονισμό της αστικής τάξης.

Ολα αυτά τα πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα σαρκάζει ο Καμπανέλλης στο «Μια κωμωδία», μεταφέροντας τον τόπο της πλοκής στον Αδη. Στον τόπο το χλοερό, όπου κυβερνά ο Πλούτων, ο Καμπανέλλης εμπλέκει μυθολογικά πρόσωπα (λ.χ. Κέρβερος, Χάρων, Περσεφόνη, Ηρακλής, Ερμής, Αιακός), αρχαίους φιλοσόφους και πολιτικούς και πολλά πρόσωπα - σύμβολα της σύγχρονης κοινωνίας μας (λ.χ. τραπεζίτη, επιχειρηματία, εφοπλιστή, εργολάβο, μεγαλοαστούς, αρχαιοκάπηλο, καλλιτέχνιδα, στριπτιζέζ, πόρνες). Τα σκύβαλα της αστικής τάξης, για να καλοπερνούν και στην άλλη ζωή, θέτουν σε κίνδυνο και τον κάτω κόσμο, επιχειρώντας να επιβάλουν και εκεί όλες τις επί γης μπίζνες και «αμαρτίες» της, μέχρι ο Πλούτων να το συνειδητοποιήσει και να τους εκδιώξει από τη «χώρα» του.

«Μια κωμωδία» του Ι. Καμπανέλλη
«Μια κωμωδία» του Ι. Καμπανέλλη
Θεματολογικά ακανθώδες, πικρό και πολυπρόσωπο, το έργο αυτό αποζητούσε μια σκηνοθεσία που να του δίνει περισσότερη κωμική ελαφράδα, να διασαφηνίζει τη συμβολικότητα των προσώπων, να ρυθμοποιεί την πολυεπίπεδη και πολυπρόσωπη πλοκή του. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης έστησε μια θεαματική, νοικοκυρεμένη παράσταση, αλλά διάσπαρτη σε όλο το μήκος της σκηνής του Ηρωδείου, βαριά και κυρίως αγέλαστη. Μερίδιο ευθύνης για το αγέλαστο «κλίμα» της έχει και η διαφορετικού από την κωμωδία ήθους μουσική του Θόδωρου Αντωνίου και η επίσης βαριά κίνηση -χορογραφία της Δόνης Μιχαηλίδου. Από το βαρύ κλίμα κατάφερε να διασωθεί υποκριτικά, λόγω της μεγάλης εμπειρίας και ταλέντου, η πρωταγωνιστική τετράδα: Χρυσούλα Διαβάτη, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Μίμης Χρυσομάλλης και Ιάκωβος Ψαρράς.

Ισπανόφωνη «Μήδεια»

Στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας φιλοξενήθηκε στο Ηρώδειο και η παράσταση της διασκευασμένης «Μήδειας» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και πρωταγωνίστρια την Νούρια Εσπερτ. (Αλήθεια, μεγάλες δόσεις Ισπανίας έχει το φετινό φεστιβάλ, προφανώς λόγω ισπανικής προεδρίας). Η παράσταση του Μ. Κακογιάννη, σεμνά, λιτά, παλιομοδίτικα νοικοκυρεμένη, έμοιαζε σαν να ήθελε (ή μήπως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς;) να προσαρμοστεί στους ανίδεους για τις απαιτήσεις του αρχαίου δράματος Ισπανούς ηθοποιούς και προπαντός στην υποκριτική μανιέρα της βεντέτας του ισπανικού θεάτρου. Ο,τι και να συνέβη, το αποτέλεσμα είναι ότι οι Ισπανοί ηθοποιοί σχηματικά υποδύθηκαν τα πρόσωπα, ο στατικός, μη ορχούμενος Χορός τυπικά διεκπεραίωσε το ρόλο του, ενώ η τραγική, απελπισμένη, παραλογισμένη Μήδεια της Ν. Εσπερτ ήταν μια ήπια, άνευρη, ψύχραιμη, ελαφρώς κλαψιάρα αλλά ασυγκίνητη, ευπρεπούς συμπεριφοράς, χαμηλόφωνη, ναρκισσιστικά καλλιεπής στη στάση και την κίνηση μεγαλοκυρία, η οποία απείχε παρασάγγας από το ανεξέλεγκτο και εκδικητικό ερωτικό πάθος της Μήδειας.

«Βάκχες» με το Εθνικό Θέατρο της Μ. Βρετανίας

«Μήδεια» με την Ν. Εσπερτ
«Μήδεια» με την Ν. Εσπερτ
Τα επίσημα Επιδαύρια εγκαινιάστηκαν με τις ευριπιδικές «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ. Κατά της γνώμης της υπογράφουσας, πρόκειται για κορυφαίο καλλιτεχνικό γεγονός, για μεγάλη προσφορά στη σύγχρονη ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Για μια ολότελα πρωτότυπη, ουσιαστικά σύγχρονη και βαθύτατα προοδευτική ερμηνευτική «ανάγνωση» αυτής της δυσανάγνωστα αλληγορικής τραγωδίας του Ευριπίδη. Και μάλιστα σύγχρονη, μέσα από την τήρηση βασικών συστατικών του αρχαίου δράματος, όπως είναι η χρήση της μάσκας, την υπόδηση των ρόλων από τρεις υποκριτές, η όρχηση του Χορού, η τελειοθηρική ρυθμική εκφορά του λόγου (εκφορά που μετατρέπει τη μάσκα σε θαυμαστό ηχείο), η αναπαράσταση του έργου υπό το φως της ημέρας. Συστατικά, τα οποία ο Π. Χολ έχει μελετήσει επισταμένως. Ο Π. Χολ όχι μόνο συνέλαβε, αλλά και καθοδήγησε επακριβώς τους συντελεστές του σκηνοθετικού του οράματος. Θέλησε, χωρίς να προδώσει τον Ευριπίδη, μια μετάφραση στη σύγχρονη καθημερινή αγγλική γλώσσα (Κόλιν Τίβαν), που να καθιστά εύληπτους τους συμβολισμούς του μύθου. Αντί σκηνικών θέλησε να παράγουν τη σκηνική όψη οι εξαίσιοι αισθητικά, ευρηματικοί φωτισμοί (Peter Mumford). Δε θέλησε μια μουσική με την κλασική έννοια, αλλά ήχους και ρυθμούς, που να αντανακλούν τη σύγχρονη ηχητική -και «μουσική» λεγόμενη- αγριότητα που μας περιβάλλει (Harrison Birtwistle). Αρχισε την παράστασή του σε άπλετο φως, αποστασιοποιητικά, εισάγοντας τον πρώτο υποκριτή, χωρίς προσωπείο στην ορχήστρα, ο οποίος προετοιμάστηκε να υποδυθεί τον Διόνυσο, φορώντας ένα κερασφόρο προσωπείο. Με αυτό το προσωπείο άρχισε η συμβολιστικά πολιτικο-κοινωνική «ανάγνωση» του Χολ. Ο Διόνυσος, αναδείχτηκε σε σύμβολο του σύγχρονου, αδυσώπητου «θεού» του χρήματος. Ενας «θεός» άπατρις, κυνικός, έκφυλος, εκμαυλιστής, σατανικός, πανταχού παρών, που ανάβει «φωτιές» όπου θέλει να επιβάλει τη «θρησκεία» του. «Θρησκεία», η οποία υποτάσσει ακόμα και μια στρατοκρατική εξουσία, όπως συμβολίστηκε η εξουσία του Πενθέα, έχει υποχείριό της τους θεσμούς της ξεκουτιασμένης μεγαλοαστικής τάξης (Τειρεσίας, Κάδμος). Ενας «θεός» που βακχεύει όλη την κοινωνία. Η εκσυγχρονιστική «ανάγνωση» του Χολ, χωρίς ακρότητες, περιττά ευρήματα, με υψηλό αισθητικό γούστο, αλλά και με τόλμη καταγγέλλει τη «βακχεία» της καπιταλιστικής κοινωνίας: Τον πολύμορφο εκφυλισμό ανδρών και γυναικών, τη βαρβαρότητα, τη βία, την ανθρωποθυσία που επιβάλλει το κεφάλαιο, τη συνενοχή της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά και την παραφρόνηση όσων αποδέχονται το «θεό» του χρήματος, των Βακχών. Οταν η Αγαύη (σκόπιμα ο σκηνοθέτης ανέμειξε γυναίκες και άνδρες στο Χορό, λευκούς και μαύρους, για να συμβολίσει την παγκοσμιοποίηση της «θρησκείας» του χρήματος), συνειδητοποιεί μπροστά στο τραγικό έγκλημά της την παγίδευσή της από το Διόνυσο, εκείνος αναδύεται μέσα από το κατασπαραγμένο σώμα του Πενθέα, σαν πανίσχυρος, χρυσοφόρος δαίμονας.

Το σκηνοθετικό όραμά του ο Χολ στήριξε όμως και σε τρεις σπουδαίους, εύπλαστους ηθοποιούς που ερμήνευσαν τα οκτώ πρόσωπα. Τον Greg Hicks, εξαιρετικός Διόνυσος, αλλά και Τειρεσίας και Υπηρέτης. Τον David Ryall (Κάδμος, Στρατιώτης, Βοσκός) και τον William Houston (Πενθέας και εκπληκτικός φωνητικά στην Αγαύη).


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ