Κυριακή 14 Ιούλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΔΙΕΘΝΗ
Το προκατασκευασμένο κατηγορητήριο

Τη στιγμή της σύλληψης, το ένταλμα που παρουσιάστηκε από το FBI στις 15 του Σεπτέμβρη 1998, κατηγορούσε αυτούς τους ανθρώπους για συνωμοσία και ότι ήταν ξένοι πράκτορες. Στην απαγγελία των κατηγοριών ενώπιον της Δικαιοσύνης τον Οκτώβρη του 1998, η Εισαγγελία κατηγόρησε τους κρατούμενους για συνωμοσία, συνωμοσία για κατασκοπία, ως ξένους πράκτορες χωρίς άδεια και για κατοχή πλαστών εγγράφων. Περίπου οκτώ μήνες μετά, το Μάη του 1999, παρουσιάστηκε καινούριο κατηγορητήριο, στο οποίο συμπεριλήφθηκε για έναν από τους κρατούμενους η κατηγορία της συνωμοσίας για διάπραξη δολοφονίας, σχετίζοντάς την, αδέξια, με τα γεγονότα της 24ης του Φλεβάρη 1996, στα οποία καταρρίφθηκαν δύο ελαφρά αεροπλάνα της εγκληματικής αντικουβανικής οργάνωσης «Αδέλφια σε διάσωση», τα οποία παραβίασαν επανειλημμένα τον κουβανικό εναέριο χώρο. Γεγονός άξιο λόγου ότι οι νέες κατηγορίες έγιναν πρώτα γνωστές από τον Τύπο του Μαϊάμι πριν ακόμα επισημοποιηθούν από την Εισαγγελία. Στις 27 του Νοέμβρη 2000 με τη διαδικασία επιλογής ενόρκων άρχισε μια πλαστή και κυνική δίκη εναντίον των πέντε Κουβανών πατριωτών. Ηδη από τη διαδικασία της επιλογής των ενόρκων υφίσταντο συνεχώς πιέσεις και απειλές, οι οποίες φανερώνουν το εχθρικό περιβάλλον που επικρατεί σε μία πόλη όπου απουσιάζει η νομιμότητα. Στις 2 του Δεκέμβρη 2002, για παράδειγμα, η NEW HERALD σε άρθρο με τίτλο «Φοβάμαι να είμαι ένορκος στη δίκη των κατασκόπων», επιβεβαίωνε: «Ο φόβος για βίαιη αντίδραση εκ μέρους των Κουβανών εξορίστων, αν το σώμα των ενόρκων αποφασίσει να αθωώσει τους πέντε άνδρες, οι οποίοι κατηγορούνται για κατασκοπία υπέρ του σοσιαλιστικού καθεστώτος του νησιού, έχει οδηγήσει πολλούς πιθανούς υποψηφίους στο να ζητήσουν από το δικαστή να τους απαλλάξει από το πολιτικό τους καθήκον». Δήλωνε δε ένας από αυτούς τους πολίτες: «Ναι, φοβάμαι για την ασφάλειά μου, αν η ετυμηγορία δεν είναι της αρεσκείας της κουβανικής κοινότητας».

Το στήσιμο της δίκης

Στις 6 του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, άρχισε η προφορική συζήτηση της δίκης. Κατά τη διάρκεια των επτά μηνών, πραγματογνώμονες και μάρτυρες της Εισαγγελίας καθώς και μάρτυρες της υπεράσπισης κατέθεσαν στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Η παρουσίαση της Εισαγγελίας ήταν ασυνεπής και ελλιπής σε αποδείξεις, με καταθέσεις από τους πραγματογνώμονες ξεκάθαρα κατευθυνόμενες και μάρτυρες με χωρίς ηθικό βάρος, όπως ο Ροδόλφο Φρόμετα, βασικός αρχηγός της αντεπαναστατικής οργάνωσης «Κομάντος F-4», ο οποίος με τρομερό θράσος και μπροστά στο συγκαταβατικό βλέμμα των εισαγγελέων καυχήθηκε για τις πολλαπλές απόπειρές του να δολοφονήσει τον Φιντέλ Κάστρο. Οι φτωχοί εισαγγελικοί χειρισμοί, ταιριαστοί σε μια δίκη που «στήθηκε» με εμφανείς πολιτικούς σκοπούς, που ήταν τόσο εμφανείς ώστε μέχρι, στις 2 του Μάρτη 2001, ο Ερνέστο Μπετάν Κουρτ, πρώην διευθυντής του αντικουβανικού ραδιοφωνικού σταθμού, που εσκεμμένα ονομάζεται «RADIO MARTI», σε σχόλιό του δήλωσε: «Υπάρχει η αντίληψη ότι στην πράξη οι κατηγορούμενοι έχουν πάψει να είναι κατάσκοποι και έχει τεθεί η κουβανοαμερικανική κοινότητα, και συγκεκριμένα τα "Αδέλφια σε διάσωση", στο εδώλιο των κατηγορουμένων».

Αντίθετα, οι δικηγόροι της υπεράσπισης, οι οποίοι είχαν διοριστεί από το δικαστήριο, πέτυχαν να παρουσιάσουν μέσω των μαρτύρων τους συντριπτικές αποδείξεις για την ακεραιότητα καθενός από τους κατηγορουμένους, για την ανυπαρξία κινδύνου για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, για το πλούσιο εγκληματικό παρελθόν της αντικουβανικής μαφίας, για το παράνομο της κατηγορίας της συνωμοσίας, της διάπραξης ανθρωποκτονίας και για τη συνενοχή και συνεργασία ορισμένων αρχών των ΗΠΑ με αυτή τη μαφία. Η υπεράσπιση κάλεσε να καταθέσουν πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο πρώην σύμβουλος του Κλίντον για την Κούβα, Ρίτσαρντ Νούσιο, καθώς και ο στρατηγός Τσαρλς Βίλχελμ, πρώην αρχηγός της Νότιας Μεραρχίας, ο οποίος εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν αναζητήσει πληροφορίες που αφορούσαν στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Επίσης, ο στρατηγός Τζέιμς Κλάπερ, πρώην διευθυντής της DIA (Υπηρεσία Πληροφοριών του Πενταγώνου), ο οποίος κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας της Εισαγγελίας, αναγνώρισε ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διαπράξει κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ. Σε πολυάριθμες περιπτώσεις η υπεράσπιση υπέβαλε στην ομοσπονδιακή δικαστίνα, στην οποία είχε ανατεθεί η υπόθεση, το αίτημα και ζητούσε την αλλαγή του τόπου διεξαγωγής της δίκης και τη μεταφορά της σε άλλη πόλη εκτός Μαϊάμι, όπου το περιβάλλον είναι τόσο εχθρικό και μεροληπτικό, όπου η αντικουβανική μαφία εξαγοράζει δικαστές και εισαγγελείς, μέσα επικοινωνίας και αστυνομικούς, αρχές πολιτικές και του FBI, όπου μια μειοψηφία επιβάλλει σε μια σιωπηρή πλειοψηφία την επιθετική της τακτική. Ολα απορρίφθηκαν. Σε αυτό το περιβάλλον αποφάσισε το σώμα των ενόρκων. Με ομόφωνη ετυμηγορία οι πέντε κηρύχτηκαν ένοχοι για όλες και καθεμία από τις κατηγορίες.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ