Τετάρτη 17 Ιούλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
Θέατρο
Αριστοφάνης και Σαίξπηρ
«Λυσιστράτη» από τη «Θεατρική Διαδρομή»

Από πρόβα στη «Λυσιστράτη» με τη «Θεατρική Διαδρομή»
Από πρόβα στη «Λυσιστράτη» με τη «Θεατρική Διαδρομή»
Οσο η ανθρωπότητα θα μαστίζεται από πολέμους - κατακτητικούς ή εμφύλιους - τόσο επίκαιρος θα παραμένει ο Αριστοφάνης. Κι όσο περισσότερο ολέθρια γίνονται τα τεχνικά μέσα του πολέμου, τόσο περισσότερο «ζωντανός» και «σύγχρονος» θα είναι ο αρχαίος σατιρικός ποιητής, τόσο «ανοιχτές» για ποικίλες σκηνικές ερμηνείες σε κάθε καιρό και τόπο θα είναι οι αντιπολεμικές κωμωδίες του.

Η ίδια ή παρόμοια άποψη αποτέλεσε και την ερμηνευτική «αφετηρία» της «Λυσιστράτης» που παρουσίασε η «Θεατρική Διαδρομή» στην Επίδαυρο, στην ξαναπαιγμένη, χυμώδη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη και σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Ο Γ. Μιχαλακόπουλος, ως ηθοποιός, έχει μια μακρόχρονη και κυρίως μια διαπρεπή ερμηνευτική «θητεία» στον Αριστοφάνη. Σκηνοθετικά, όμως, είναι σχετικά «νέος» στον Αριστοφάνη. Ακόμη «ψάχνεται», ως οφείλει, και στο αριστοφανικό είδος και στο δικό του υψηλό καλλιτεχνικό κύρος. Η σκηνοθετική του ανάγνωση αντιμετώπισε τη «Λυσιστράτη» σαν μια σύγχρονη αστική, αλλά και με επιθεωρησιακές «αποχρώσεις» κωμωδία, που διαδραματίζεται στα περίχωρα του Ιερού Βράχου, με φόντο τη σημερινή αθηναϊκή τσιμεντούπολη από το γυναικείο - μεσοαστικό και μικροαστικό - «στρατό» που συγκροτεί η Λυσιστράτη ενάντια στον αδελφοκτόνο πόλεμο του αποβλακωμένου και εξουθενωμένου, αντίστοιχων κοινωνικών τάξεων, ανδρικού στρατού. Η επιθεωρησιακή ροπή της - ευφρόσυνης, χορταστικά γελαστικής - παράστασης εκδηλώνεται λίγο - πολύ σε όλες τις συνισταμένες της. Με τα σύγχρονα κοστούμια (κυρίως με τα γυναικεία «μοντελάκια») του Απόστολου Βέττα. Με την επιθεωρησιακού ύφους χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη. Με τη μουσική του Βασίλη Δημητρίου (διακριτικότερα επιθεωρησιακή στα χωρικά, εντονότερα στο τραγούδι της Λυσιστράτης). Ερμηνευτικά τα πράγματα «μοιράστηκαν» μεταξύ επιθεωρησιακού και «αριστοφανίζοντος» ήθους. Το επιθεωρησιακό «στίγμα» κυριάρχησε στην ερμηνεία της πληθωρικής, χυμώδους, άμεσης, τεχνίτρας στο πλασάρισμα του κωμικού Μίρκας Παπακωνσταντίνου. Αυτό βάρυνε περισσότερο και στην ερμηνεία του παρόμοιου ταλέντου (αλλά και ευπροσάρμοστου σε άλλες αναγνώσεις) Τάσου Χαλκιά. Χαρισματικού και σπάνιου είδους κωμική ηθοποιός, η Ελένη Γερασιμίδου πρόσφερε μεγάλη απόλαυση με τη σκηνική ελαφράδα, χάρη και ευφυΐα της, τη λαϊκή της αμεσότητα, τους ρυθμούς και τα ηχοχρώματα του λόγου της, την ευθυβολία του χιούμορ της. Ο Γ. Μιχαλακόπουλος ερμήνευσε με αριστοφανικό μέτρο τον Κινησία. Η Ελένη Τζώρτζη ήταν μια ταιριαστή, πληθωρική και νευρώδης Λαμπιτώ. Ο Γιάννης Θωμάς ερμήνευσε λαϊκά τον Λάκωνα.

«Αχαρνής» με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας

«Δωδέκατη νύχτα» με το «Θεατρικό Σανίδι»
«Δωδέκατη νύχτα» με το «Θεατρικό Σανίδι»
Ο Γιώργος Αρμένης έχει επίσης μακρόχρονη αριστοφανική εμπειρία και μάλιστα μια ερμηνεία που θα μείνει αλησμόνητη ως Δικαιόπολις στους «Αχαρνής», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μια από τις παραστάσεις «σταθμούς» του αξέχαστου δημιουργού του «Θεάτρου Τέχνης». Ο Γ. Αρμένης είναι ένας καλλιτέχνης με λαϊκό αίσθημα και κοινωνική σκέψη και ευαισθησία. Πιστεύοντας στην επικαιρική δύναμη του Αριστοφάνη και ιδιαίτερα της πιο αντιπολεμικής κωμωδίας του, των «Αχαρνέων», συνεργαζόμενος με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Βέροιας, θέλησε μια σύγχρονη, επίκαιρων μηνυμάτων παράσταση. Μια παράσταση που να καυτηριάζει τη σημερινή πολεμοχαρή και αλλοπρόσαλλη κοινωνία μας. Από την καλή σκηνοθετική σύλληψη, όμως, έως το τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα, μεσολαβεί τεράστια απόσταση και άλλοι συντελεστικοί παράγοντες, συχνά αστάθμητοι, που μπορεί να έχουν αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Πρώτος, καθοριστικός, ακόμα και «οδηγητικός» παράγοντας είναι η μετάφραση. Το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, όμως, δεν ανέβασε τους «Αχαρνής» σε μια οποιαδήποτε από τις μεταφράσεις που διαθέτουμε. Παρότι στο πρόγραμμα της παράστασης δηλώνεται ως «μετάφραση» του Νίκου Αποστολόπουλου, δεν πρόκειται καν για απόδοση. Πρόκειται για μια κακώς εννοούμενη «εκσυγχρονιστική» παράφραση, παρασάγγας απέχουσα από το ποιητικό ήθος και τον κωμικού εύρους πλούτο, ειδικά αυτής της αριστοφανικής κωμωδίας, γεμάτη ελευθερόστομες σαχλαμάρες, που αλλοιώνουν το συμβολιστικό «χαρακτήρα» κάθε προσώπου και αποδυναμώνουν το αντιπολεμικό μήνυμα. Η παράφραση αυτή όρισε και το αισθητικό ύφος και των άλλων συντελεστών. Του «αφηρημένου» σκηνικού (Αριάδνη Βοζάνη), των εκσυγχρονιστικών κοστουμιών (Μπιάνκα Νικολαρέζη), της αμήχανης χορογραφίας (Βάλια Παπαχρήστου - Φώτης Νικολάου). Το μόνο τερπνό, αισθαντικό, καλαίσθητο στοιχείο ήταν η μουσική -αυτή καθ' αυτή - του Διονύση Τσακνή (τα Χορικά ήταν σε δική του ελεύθερη επίσης απόδοση), το τραγούδι του ίδιου επί σκηνής. Και το μόνο εύρημα που είχε συγκινητικό νόημα και μήνυμα ήταν η χορωδία των παιδιών. Σκηνοθετικά ο Γ. Αρμένης επί ματαίω πάλεψε να ισορροπήσει την παράφραση με τον Αριστοφάνη. Τελικώς από την παράσταση σώθηκαν - από μόνοι τους - μόνον λιγοστοί ηθοποιοί. Ο πολλάκις ασκημένος στον Αριστοφάνη Νίκος Μπουσδούκος (ο καλύτερος της παράστασης), ο πολύ προικισμένος - έτσι κι αλλιώς - Γιώργος Αρμένης, ο έμπειρος Ντίνος Καρύδης και οι ικανοί νεότεροι ηθοποιοί Βασίλης Χαλακατεβάκης και Δημήτρης Διακοσάββας.

«Δωδέκατη νύχτα» από το «Θεατρικό Σανίδι»

«Αχαρνής» με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας
«Αχαρνής» με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας
Μετά την «άσκησή» του με τον «Ψεύτη» του Γκολντόνι, τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου και το «Κορίτσι από την Ανδρο» του Τερέντιου, το «Θεατρικό Σανίδι» καταπιάστηκε με μια ακόμη κλασική κωμωδία. Την αριστουργηματική σαιξπηρική «Δωδέκατη νύχτα», της οποίας η παράσταση περιοδεύει σε φεστιβάλ και δήμους, στηριζόμενη από την «Πολιτιστική Παρέμβαση». Καθώς το θέατρο είναι μια «μεταμόρφωση» των δραματικών ή κωμικών καταστάσεων και φαινομένων της ζωής, μια «μεταμφίεση» του ανθρώπου, του βίου του, του χαρακτήρα, των ηθών, των πόθων, των παθών, των αρετών και ελαττωμάτων του, της αλήθειας και του ψεμάτων του, ο Σαίξπηρ για να υπογραμμίσει την τεράστια απόσταση μεταξύ του ανθρώπινου «είναι» και του «φαίνεσθαι» βάσισε κάποιες κωμωδίες του στο εύρημα της μεταμφίεσης. Στη «Δωδέκατη νύχτα» όλος ο μύθος στηρίζεται πάνω στη μεταμφίεση της Βιόλας σε άνδρα, και ουσιαστικά αλληγορεί για το χάος μεταξύ «είναι» και «φαίνεσθαι» σχεδόν όλων των προσώπων. Αλλα λένε και δείχνουν ότι είναι και άλλα τελικώς είναι και κάνουν η «ανδροφορεμένη» Βιόλα, ο «ερωτευμένος» Ορσίνο, η «πενθούσα» τον αδελφό της Ολίβια, ο «θαρραλέος ιππότης» σερ Αντριου, ο «σοβαρός» υπηρέτης Μαλβόλιο, ο «τρελός» Φέστε, ο «αχαλίνωτος γλεντζές» σερ Τόμπι. Πάνω στην αντίθεση «είναι» και «φαίνεσθαι» χτίζεται όλη η πλοκή της υπέροχης αυτής κωμωδίας, οι φαρσικές της καταστάσεις και το αίσιο για τα ερωτικά ζεύγη τέλος της.

Ο Κοραής Δαμάτης, έχοντας στη διάθεσή του τη γλαφυρή, ρέουσα μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, έστησε μια παράσταση σεμνή στη σκηνική όψη, με λιτό σκηνικό και αρμόζοντα κοστούμια του Γιάννη Ματαράγκα, με εύηχη μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη, επιτυγχάνοντας ένα αξιόλογο ερμηνευτικό αποτέλεσμα από τους ηθοποιούς. Ιδιαίτερα από τον Βασίλη Κολοβό (Μαλβόλιο), που αποτέλεσε έκπληξη ερμηνεύοντας με πολύ χιούμορ τον πρώτο κωμικό ρόλο στην καριέρα του. Τους στέρεους και μετρημένους καθ' όλα Μίνα Χειμώνα, Χάρη Σώζο, Γιώργο Ματαράγκα και Ανδρέα Βαρούχα. Τον εκφραστικότατο (εδώ πληθωριστικά) Κωστή Ζαχάρωφ. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι Μαρία Κάππα, Παναγιώτα Βλαντή, Μπάμπης Κλαλιώτης, Κώστας Πασπάλης, Πέτρος Νάος, Γιάννης Ματαράγκας.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ