Τετάρτη 18 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
Θέατρο
Ακροτελεύτια πάθη των Λαβδακιδών
«Φοίνισσες» από τον ΘΟΚ

«Οιδίποδας επί Κολωνώ»
«Οιδίποδας επί Κολωνώ»
Ο Νίκος Χαραλάμπους ανήκει στους σκηνοθέτες με υψηλών απαιτήσεων θεατρικό όραμα, με καλλιέργεια πνεύματος, αισθητικό γούστο, αισθαντικότητα, ευρηματικότητα και ερμηνευτική τόλμη. Ο Ν. Χαραλάμπους, ουδέποτε, ούτε από τα πρώτα σκηνοθετικά βήματά του, βάδισε στα σίγουρα, παραδοσιακά χνάρια της ελληνικής ερμηνευτικής αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Απορρίπτοντας κάθε στοιχείο ακαδημαϊσμού, με κάθε τραγωδία που ανέβαζε, τολμούσε να προτείνει μια δική του ερμηνευτική «ανάγνωση», ριψοκινδυνεύοντας και την αποτυχία. Μια «ανάγνωση», με την οποία μπορούσε να διαφωνεί κάποιος, αλλά δεν μπορούσε να παραγνωρίσει ότι πάντα διέθετε ενδιαφέρουσα και συγκροτημένη άποψη και ελκυστική (ακόμα και με τις υπερβολές της, καθώς η πληθωρική ευρηματικότητα του Χαραλάμπους χάνει κάποτε το μέτρο) αισθητική φόρμα.

Ακρως ενδιαφέρουσα, αλλά και ακραία στη φόρμα και στην όψη της ήταν η φετινή σκηνοθεσία του στις ευριπιδικές «Φοίνισσες», που παρουσίασε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) στην Επίδαυρο. Στις «Φοίνισσες» ο Ευριπίδης αφηγείται συμπυκνωτικά, με μια άλλη εκδοχή, πιο ρεαλιστική, πιο πιθανή, την τραγική πορεία του οίκου των Λαβδακιδών. Τη «μοίρα» που τους όρισαν οι «χρησμολόγοι» των «θεών», δηλαδή τα αλλεπάλληλα, ακούσια και εκούσια, λάθη και πάθη τους. Λάθη και πάθη, ουσιαστικά ορμώμενα από τον ακατανίκητο, ανομολόγητο ή ομολογημένο πόθο τους για την εξουσία. Στο δράμα αυτό όλα σχεδόν είναι τετελεσμένα. Απομένει να τελεστεί, μπροστά στα μάτια της μάνας τους Ιοκάστης και αδελφής τους Αντιγόνης, η προτελευταία πράξη, η έσχατη σύγκρουση των γιων του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη, για το ποιος θα εξουσιάζει τη Θήβα, σύγκρουση που - κατά το μύθο - ολοκληρώνεται με την αλληλοσφαγή τους και τη θανατική καταδίκη της Αντιγόνης για την ταφή του Πολυνείκη. Η γριά Ιοκάστη, «ζωντανό» μνημείο των αλλεπάλληλων παθών του οίκου της, καθώς είναι ανήμπορη, όπως και ο τυφλός Οιδίποδας, να αντιπαλέψει την εξουσιαστική μανία των γιων τους, προβλέπει κάλλιο από μάντεις την επερχόμενη τελευταία πράξη του δράματος. Πάσχει για το αναπόφευκτο τέλος μιας εκτροχιασμένης, παραλογισμένης, βαριά νοσούσας, ακινητοποιημένης και σήπουσας Θήβας.

«Φοίνισσες»
«Φοίνισσες»
Αυτή την άποψη - η οποία λειτουργούσε σαν υπονοούμενο σχόλιο για τον εκτροχιασμό του σύγχρονου κόσμου - υπογράμμισε η σκηνοθεσία, με κύριο εκφραστή της την καθηλωμένη σε ένα «θρόνο»-αναπηρικό καρότσι και παραμορφωμένη από τα πάθη και τα γηρατειά Ιοκάστη, την οποία ερμήνευσε συνταρακτικά, με φωνητική και υποκριτική τόλμη και με μια «μάσκα» μεταξύ ζωής και θανάτου, η Τζάνη Γαϊτανοπούλου. Η σκηνοθετική άποψη στηρίχτηκε, επίσης καθοριστικά, με την ενδιαφέρουσα ερμηνεία - και την όψη - του Αντώνη Κατσαρή στο ρόλο του Τειρεσία, της ελπιδοφόρας ηθοποιού Στέλλας Φυρογένη, του έμπειρου Στέλιου Καυκαρίδη. Αν και αδύνατες οι ερμηνείες των Αχιλλέα Γραμματικόπουλου και Νεοκλή Νεοκλέους, με την όψη τους, συνέδραμαν τη σκηνοθετική ανάγνωση. Η παράσταση, πάντως, ελέγχεται για κάποιες εντυπωσιοθηρικές απερισκεψίες και ακρότητες. Λ.χ., προς τι το μισό έργο ακούστηκε στο αρχαίο πρωτότυπο και όχι στην πολύ καλή μετάφραση του Μιχάλη Πιερρή; Προς τι ο Χορός, οι σκλάβες από τη Φοινίκη ντύθηκαν με κόκκινα σι-θου κοστούμια, κινήθηκαν και μίλησαν σαν μαινάδες ή Ερινύες; Πόσο βοήθησαν τη σκηνοθετική άποψη η υπερβολή του ογκωδέστατου, ευρηματικού, εντυπωσιακού ως όψη και εικαστικά καλαίσθητου βέβαια, σκηνικού (παρέπεμπε στις πολιτικές σφαίρες επιρροής και συγκρούσεων στον πλανήτη μας) του Αντη Παρτζίλη και η «παραξενίζουσα», σκληρών ήχων μουσική του Χρήστου Πήττα, η οποία καθόρισε την καλοδουλεμένη χορογραφία του Ισίδωρου Σιδέρη;

«Οιδίπους επί Κολωνώ» από το «Θέατρο Τέχνης»

Το «Θέατρο Τέχνης», γιορτάζοντας τα εξηντάχρονά του, επέλεξε να ανεβάσει στην Επίδαυρο το τελευταίο δημιούργημα του Σοφοκλή, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», στην έξοχη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Μετάφραση, που καταυγάζει τη συσσωρευμένη σοφία, την τετελειωμένη ποίηση, τη μακρόχρονη εμπειρία ζωής, την ψυχογραφική του δεινότητα, αλλά και τη μελαγχολία και την πίκρα που σημάδευε τα δικά του γηρατειά. Μετάφραση, που με τη στοχαστικότητα, το ρεαλισμό, τα καθάρια, εύληπτα νοήματά της, την «αιχμηρή», απλή, άμεση αλλά κάθε άλλο παρά άμουση γλώσσα της ανέδειξε τον ανθρωπολογικό και πολιτειολογικό κυρίως (ύμνος στην Αθηναϊκή Δημοκρατία) και ελάχιστα μυθολογικό χαρακτήρα της τραγωδίας αυτής, της «πνευματικής και ποιητικής διαθήκης» του ποιητή, όπως τη χαρακτηρίζει ο μεταφραστής.

Στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» ο Σοφοκλής, όπως και ο Ευριπίδης στις «Φοίνισσες», συνοψίζει την αλληλουχία παθών των Λαβδακιδών, επικεντρώνοντας τη δραματουργική πλοκή στα προτελευταία επεισόδια του Θηβαϊκού Κύκλου: Στην άφιξη του τυφλού (και εξόριστου ή αυτοεξόριστου από τη Θήβα) Οιδίποδα, με οδηγό την Αντιγόνη, στην Αθήνα. Στην έκκλησή του να του δώσει ο Θησέας άσυλο και τάφο στην Αθήνα. Στις «θεοσεβούμενες» απειλές του νέου εξουσιαστή της Θήβας, Κρέοντα, για επίθεση κατά της Αθήνας αν δοθεί άσυλο στον Οιδίποδα και στην εκβιαστική απαγωγή των θυγατέρων του Οιδίποδα, Αντιγόνης και Ισμήνης. Στην απόφαση του Πολυνείκη να επιτεθεί στην πατρίδα του διεκδικώντας την εξουσία, έστω κι αν σκοτώσει ή σκοτωθεί από τον Ετεοκλή. Και, τέλος, στην παραχώρηση ασύλου στον Οιδίποδα, στο θάνατο και στην ταφή του στον Κολωνό. Αν αυτά δεν είναι ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δράματα, και μάλιστα συνήθη και αέναα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τότε ποια είναι;

Η μετάφραση πρόσφερε το «έδαφος» για να μιληθεί αυτό το οικουμενικό, διαχρονικό ανθρώπινο και πολιτικό δράμα απλά, ανθρώπινα, αληθινά. Αυτή την ερμηνευτική «ανάγνωση» ακολούθησε η απέριττη, από κάθε άποψη (σκηνογραφική, ενδυματολογική, μουσική, χορογραφική, υποκριτική) σκηνοθεσία του Μίμη Κουγιουμτζή. Ο σκηνοθέτης ευφυώς εμπιστεύτηκε και αφέθηκε σε μεγάλο βαθμό να «οδηγηθεί» από το έμπειρο υποκριτικό «ένστικτο» άξιων ηθοποιών. Ο Γιάννης Βόγλης (αντικατέστησε τον Γιώργο Λαζάνη, ο οποίος, δυστυχώς, για λόγους υγείας, μας στέρησε την αναμενόμενη υπεραισθαντική και στοχαστική ερμηνεία του στο ρόλο του γέροντα Οιδίποδα), έπλασε, λιτά αλλά και δυναμικά, έναν πικραμένο, μελαγχολικό, περήφανο, αξιοπρεπή αλλά και γεροντικά πεισμωμένο Οιδίποδα. Ο Θόδωρος Γράμψας έναν πολιτικά νηφάλιο, συνετό, ανθρώπινο Θησέα. Η Κάτια Γέρου μια απλή, τρυφερή, θερμή Ισμήνη. Ο Γιάννης Φέρτης έναν πνευματικά σκεπτόμενο, «αγγελικά» πλασμένο Αγγελιοφόρο. Η Μαριάννα Κάλμπαρη (αντικαταστάτρια της Ρένης Πιττακή) άντεξε το βάρος της Αντιγόνης, όπως και ο Γιάννης Καρατζογιάννης στου Πολυνείκη. Η πιο ενδιαφέρουσα, πνευματώδης, σύνθετη και παρακινδυνευμένη καθότι και η πιο «αιρετική», ήταν η ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος έπλασε τον Κρέοντα σαν ένα γλοιώδες, θρασύδειλο, κυνικό, ραδιούργο ανθρωποειδές της εξουσίας.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ