Και σίγουρα το κυρίαρχο θέμα, από το οποίο σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και το ζήτημα της μαζικοποίησης, δεν μπορεί, παρά να είναι τι είδους συνδικάτα είναι αναγκαία στην εργατική τάξη. Ποια συνδικάτα, πραγματικά, μπορούν να εκφράσουν τα συμφέροντα, τους καημούς και τους πόθους των εργαζομένων. Ποια συνδικάτα, ντε φάκτο, αναδεικνύονται σε υπερασπιστές των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Τελικά, τι συνδικάτα χρειάζεται η εργατική τάξη, για να αντιπαρατεθεί σθεναρά και αποφασιστικά στην επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο στο μέτωπο των εργασιακών σχέσεων, στους μισθούς και στα μεροκάματα, στην Κοινωνική Ασφάλιση και στην Υγεία, συνολικά στο βιοτικό της επίπεδο.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι γύρω απ' αυτό το κεντρικό ερώτημα και στο 31ο οργανωτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, που θα γίνει στις 23-24 Νοέμβρη και την απάντηση που δίνεται, αντιπαρατίθενται δύο αντιλήψεις, δύο πολιτικές «γραμμές», όπως, άλλωστε, γίνεται και μέσα στη ζωή των συνδικάτων. Οσο και αν η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ επιδιώκει να περιορίσει την ανάγκη των παρεμβάσεων σε κάποια οργανωτικά μέτρα, δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι και αυτά εξυπηρετούν μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη και πρακτική.
Καρπός αυτού του αμαρτωλού προσανατολισμού είναι και μια σειρά μέτρα, όπως αυτό που προτείνεται για τη δημιουργία Περιφερειακής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης, που θα αντιστοιχεί στη διοικητική διαίρεση της χώρας, ενός ακόμα, δηλαδή, επιπέδου οργάνωσης ανάμεσα στους εργαζόμενους και την «κορυφή» του συνδικαλιστικού κινήματος. Ενα τέτοιο κατασκεύασμα θα προσθέσει ακόμα ένα φίλτρο στη θέληση και στη δράση των εργαζομένων, ενώ δεν αποκλείεται στην προοπτική της να εξελιχτεί σε αυτοτελή συνδικαλιστική οργάνωση, ενισχύοντας έτσι την πολυδιάσπαση. Το επιχείρημα του συντονισμού των εργατικών κέντρων της κάθε διοικητικής περιφέρειας δεν ευσταθεί, αφού η άρνηση από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ προτάσεων για συντονισμό, έχει πολιτική και όχι οργανωτική βάση.