Αλλά ένας ακόμη βασικός δείκτης σχετικά με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την ωριμότητα των υλικών όρων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, είναι η έκταση της μισθωτής εργασίας.
«Αυτό δε σημαίνει ότι βλέπουμε με στενά ποσοτικό τρόπο το ποσοστό που αυτή αντιπροσωπεύει στον εργαζόμενο πληθυσμό. Δε σημαίνει ότι θεωρούμε πως δεν έχει κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αν δεν πλειοψηφεί ποσοστιαία η μισθωτή εργασία. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κυριάρχησε ιστορικά με μειοψηφικές τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας. Αυτή η πορεία άρχισε στην ανοδική φάση του καπιταλισμού, στην εποχή της μανιφακτούρας, με την τυπική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ολοκληρώθηκε μετά τη βιομηχανική επανάσταση το 19ο αιώνα με την πραγματική της υποταγή, υποτάσσοντας και εκτοπίζοντας σταδιακά τον ατομικό εμπορευματοπαραγωγό». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, σελ. 91).
Το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε στα 1897-1899. Τα στοιχεία που δίνει σ' αυτό ο Λένιν για την αυξανόμενη συγκέντρωση της παραγωγής στη βιομηχανία, είναι χαρακτηριστικά. Από το 1890, το 71% όλων των εργοστασιακών εργατών δούλευαν σε μεγάλα εργοστάσια με πάνω από 100 εργάτες. Στα 1894-1895 οι μεγάλες επιχειρήσεις αποτελούσαν το 10,1% όλων των εργοστασίων και συγκέντρωναν το 74% όλων των εργοστασιακών εργατών και πάνω από το 70% του όγκου της παραγωγής. Ενα ζήτημα που τονίζει ιδιαίτερα ο Λένιν για εκείνη την εποχή είναι ότι τα μεγάλα ρωσικά εργοστάσια ήταν μεγαλύτερα από τα γερμανικά. Και το γεγονός ότι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων εργατών σε μεγάλα εργοστάσια, σε μεγάλες πόλεις - βιομηχανικά κέντρα, συντελούσε στη συσπείρωση και οργάνωση της εργατικής τάξης, μεγάλωνε τη δύναμή της και τον πολιτικό της ρόλο στη ζωή της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, ο Λένιν απέδειξε και την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στη γεωργία εκείνη την εποχή. Τονίζοντας δε τον πολιτικό ρόλο της και τη δύναμη της εργατικής τάξης τότε απαντούσε, από μαρξιστική σκοπιά, στο δόγμα των οπορτουνιστών του διεθνούς εργατικού κινήματος, σύμφωνα με το οποίο η εργατική τάξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να παλεύει για την εξουσία και το σοσιαλισμό, εφόσον δεν αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού μιας χώρας. (Τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις, από τον πρόλογο του Ινστιτούτου Μαρξισμού - Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ, στον 3ο τόμο των «Απάντων» του Λένιν). Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Τότε η εργατική τάξη της Ρωσίας ήταν περίπου το 25% του πληθυσμού.
Ο Λένιν, στα 1889, στο «Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος», διατύπωνε την εξής θέση για τον καπιταλισμό στη Ρωσία: «Από τον καιρό της κατάργησης της δουλοπαροικίας, ο καπιταλισμός σημείωσε στη Ρωσία τεράστιες επιτυχίες. Το παλιό σύστημα της φυσικής οικονομίας παραχωρεί τη θέση του στην εμπορευματική παραγωγή... η βασική τάση του καπιταλισμού: Ο χωρισμός του λαού σε αστική τάξη και προλεταριάτο...».(«Απαντα» τ. 4, σελ. 223).
Από τη συγκεκριμένη περίοδο ακόμη διέγραφε την τάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά και το πέρασμα της Ρωσίας στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, όταν ακόμη την πολιτική εξουσία ασκούσε ο τσαρισμός. «Η πολιτική της τσαρικής κυβέρνησης στην Κίνα είναι εγκληματική πολιτική... όχι μόνο κρατάει το λαό μας στη σκλαβιά, αλλά και τον στέλνει να υποτάσσει άλλους λαούς... Η κυβέρνηση όχι μόνο βοηθάει τους Ρώσους κεφαλαιοκράτες να εκμεταλλεύονται τους δικούς τους εργάτες... αλλά και στέλνει στρατιώτες να ληστεύουν άλλους λαούς...».(«Απαντα» τ.4, σελ. 388). Ηταν τότε που ο τσαρισμός έκανε κατακτητικό πόλεμο στην Κίνα.
Αλλωστε, έως την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, την πολιτική εξουσία στη Ρωσία ασκούσε ο Τσάρος. Ο Λένιν είχε ήδη κατατάξει τη Ρωσία στις ιμπεριαλιστικές χώρες πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και όπως ήδη έχουμε αναφέρει, στην Οχτωβριανή Επανάσταση η εργατική τάξη ήταν μειοψηφία στον πληθυσμό.
«Ορισμένοι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως μαρξιστές και δηλωμένοι αντιλενινιστές, οι πρώην που πέρασαν στο Συνασπισμό, μιλούν για ανωριμότητα του καπιταλισμού προς το σοσιαλισμό, και φέρνουν ως απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός δεν κατάφερε να επιβιώσει.
Συνήθως, επιστρατεύουν ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ιστορικού υλισμού, τον Πρόλογο του Κ. Μαρξ στην "Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας" συγκεκριμένα τη φράση: "Ενας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες, παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας". Φροντίζουν να την ξεκόψουν από την αμέσως επόμενη: "Γι' αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεκτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι". Η θέση αυτή θέτει ως κριτήριο ωριμότητας τον ίδιο τον άνθρωπο ή καλύτερα την καταπιεζόμενη τάξη, την κυριότερη παραγωγική δύναμη. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να ξεσπάσει η επανάσταση σε ανώριμες συνθήκες, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επικρατήσει. Το ξέσπασμα της επανάστασης σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος έχουν ωριμάσει. Αυτή η θέση, επίσης, δίνει και τη μεθοδολογία που επιτρέπει να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία του επιστημονικού σοσιαλισμού και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων, ως σημεία συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα, αποδείχνουν την ωρίμανση των αντιφάσεων του καπιταλισμού από ιστορική άποψη. Η θέση του ιστορικού υλισμού δεν είναι βολονταριστική, όπως κριτικάρεται από διάφορες μικροαστικές αντιλήψεις. Παίρνει υπόψη τη διαλεκτική σχέση του αντικειμενικού - υποκειμενικού στην ιστορική κίνηση». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002, σελ. 93).
Ο ίδιος ο Μαρξ, μελετώντας την πείρα από την επανάσταση στα 1871 με την Κομμούνα του Παρισιού, σχετικά με το ζήτημα της ωριμότητας των συνθηκών για το ξέσπασμα της επανάστασης και το ρόλο της εργατικής τάξης έγραφε: «Κι όμως ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμη ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία. Αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης του Παρισιού - από τους μαγαζάτορες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους - εκτός μόνο από τους πλούσιους κεφαλαιοκράτες».(«Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1ος, σελ. 627).