Τετάρτη 30 Απρίλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Προπομπός ακόμα σκληρότερων επιλογών

Η ετήσια έκθεση του Ν. Γκαργκάνα υιοθετεί το σύνολο των απαιτήσεων της οικονομικής ολιγαρχίας και αξιώνει την κλιμάκωση των αντιλαϊκών πολιτικών στο όνομα της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου

Τα «πρέπει» που διατύπωσε τη Μεγάλη Τρίτη ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας δεν είναι μόνο πεντακάθαρα, για τις στοχεύσεις της οικονομικής ολιγαρχίας. Είναι εξίσου δηλωτικά των σχεδιασμών, που γίνονται στα κυβερνητικά επιτελεία και της νέας καταιγίδας, που μέλλεται να ξεσπάσει σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Τι είναι αυτό που «πρέπει», σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας Ελλάδας;

  • Πρέπει να δουλεύουμε περισσότερα χρόνια.
  • Πρέπει να παίρνουμε μικρότερες συντάξεις.
  • Πρέπει να δίνονται αυξήσεις στους μισθούς μικρότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας.
  • Πρέπει να διευρυνθεί η μερική απασχόληση.
  • Πρέπει να ενταθεί η εισαγωγή των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
  • Πρέπει η μερική απασχόληση να εισαχθεί άμεσα στο Δημόσιο.
  • Πρέπει να επιταχυνθεί το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων.
  • Πρέπει να ενισχύσουμε τα κέρδη του κεφαλαίου.
  • Πρέπει να χρηματοδοτήσουμε τις επιχειρηματικές επενδύσεις.

Τα «πρέπει» του Ν.Γκαργκάνα δεν είναι εγκεφαλικό κατασκεύασμα, ούτε ήρθαν από το πουθενά. Είναι μέτρα και πολιτικές που πάντα είχαν τη θέση τους στην ατζέντα της οικονομικής πολιτικής κυβέρνησης και ΕΕ. Αποτελούν συστατικό μέρος της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων που ξεκίνησαν από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της δημιουργίας της ΕΕ και βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη στις μέρες μας, με το συνεχώς εντεινόμενο και διευρυνόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αναδιαρθρώσεις που κύριο στόχο έχουν τη ριζική αμφισβήτηση των λαϊκών δικαιωμάτων και καταχτήσεων σε εθνικό, διεθνικό και διεθνές επίπεδο, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια του κεφαλαίου και διαφόρων τμημάτων του, να εδραιώσουν την κυριαρχία τους και τον έλεγχο επί των αγορών. Με αυτή την έννοια τα «πρέπει» του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας ήταν αναμενόμενα, αφού υπαγορεύονται από τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, όπως, μάλιστα, αυτές διαμορφώνονται στο φόντο των κρισιακών φαινομένων των οικονομιών στην ΕΕ και της εξελισσόμενης «κόντρας» με τις ΗΠΑ.

Αντιλαϊκή εξίσωση

Η εξίσωση που χρησιμοποιείται, για να παρουσιαστεί ο νέος κύκλος της αντιλαϊκής επίθεσης, μπορεί να κινείται μέσα στην πολυπλοκότητα των αντιφατικών και αδιέξοδων σχέσεων που δημιουργεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και το κυνήγι του υπερκέρδους, στη λογική της όμως είναι απλή: Ζούμε, λέει αυτή η εξίσωση, σε μια εποχή ανοιχτών αγορών, όπου ο ανταγωνισμός είναι όλο και πιο σκληρός και ως εκ τούτου θα πρέπει, ως ΕΕ και ως Ελλάδα, να προσπαθήσουμε να είμαστε όσο γίνεται πιο ανταγωνιστικοί. Η ανταγωνιστικότητα εξασφαλίζεται κύρια με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η μείωση του κόστους παραγωγής. Ο άλλος οι σύγχρονες επενδύσεις που κάνουν οι επιχειρηματίες. Αρα οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προωθούν συνδυασμένες πολιτικές, ώστε αφ' ενός να μειώνεται το κόστος παραγωγής και αφετέρου να ενθαρρύνονται οι επενδύσεις. Δηλαδή, πολιτικές που κοινός τους παρονομαστής είναι ρυθμίσεις, που αποβλέπουν στην αύξηση των επιχειρηματικών κερδών. Και μέσω της εξασφάλισης φτηνότερου εργατικού δυναμικού με ό,τι αυτό σημαίνει για τη θέση των εργαζομένων στο σύστημα της παραγωγής, και μέσω χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων για κερδοφόρες επενδύσεις.

Αυτός είναι ο απώτερος στόχος τής μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενης πολιτικής. Πανομοιότυπες είναι και οι κατευθυντήριες οδηγίες της διοίκησης της Τράπεζας Ελλάδας. Εκείνο που αλλάζει είναι ο βαθμός απαιτητικότητας που προβάλλεται για τους ρυθμούς εφαρμογής νέων μέτρων και -βεβαίως- το περιτύλιγμα με το οποίο σερβίρονται. Ενα περιτύλιγμα απόλυτα ταυτισμένο με την πλέον χυδαία και εκβιαστική προπαγάνδα, που και πάλι είναι ταυτισμένη με ύποπτους, για το λαό και τις προοπτικές των εργαζομένων, «μονόδρομους». Βέβαια, επειδή οι εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας και το πολιτικό τους προσωπικό γνωρίζουν ότι δεν έχουν περιθώρια να αφήσουν να καλλιεργούνται νέες ψευδαισθήσεις και προσδοκίες στα λαϊκά νοικοκυριά, φροντίζουν να το ψελλίσουν με έναν τρόπο. Ετσι, ενώ μέχρι σήμερα επιχειρούσαν, κόντρα στη σκληρή πραγματικότητα, να μας πείσουν ότι «ΟΝΕ», «ευρώ» και «σύγκλιση» είναι κάτι περίπου σαν το μάννα εξ ουρανού, τώρα, αλλάζουν το τροπάρι και κάνουν λόγο για μακροχρόνιες προσπάθειες και άλλα παρόμοια. Εδώ που τα λέμε, δε θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, μια και οι ταχύτητες ...απόδοσης των αντιλαϊκών μέτρων είναι ιδιαίτερα μεγάλες και άρα ο κίνδυνος να διαψευστούν οι όποιες προσδοκίες πολύ άμεσος.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιχειρηματολογήσει γύρω από τα «οικονομικά οφέλη» που έχει η χώρα και ο ελληνικός λαός από την ένταξή της στην ΟΝΕ. Ωστόσο, το μόνο που καταφέρνει να κωδικοποιήσει ως «οφέλη», είναι ότι «έχει εκλείψει το κόστος μετατροπής των νομισμάτων» και ότι «οι αγορές θεωρούν τη ζώνη του ευρώ ως περιοχή οικονομικής σταθερότητας». Πρόκειται για ζητήματα σχεδόν παντελώς αδιάφορα για το σύνολο των εργαζομένων, αφού κανένα εργατικό και λαϊκό πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί απλά επειδή καταργήθηκαν οι τραπεζικές προμήθειες για τη μετατροπή των εθνικών νομισμάτων ή λόγω των εκτιμήσεων που κάνουν οι αγορές. Αντίθετα, εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι ο Ν.Γκαργκάνας ομολογεί ότι όλα όσα λέγονταν μέχρι σήμερα περί της ανταμοιβής των εργαζομένων για τις θυσίες που έκαναν στο όνομα της ΟΝΕ, ήταν μια ακόμα προπαγανδιστική φούσκα. Τα όποια οφέλη, λένε σήμερα στην κυβέρνηση και στην Τράπεζα Ελλάδας, «δε θα προκύψουν αυτομάτως», ούτε -πολύ περισσότερο- θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. «Θα εξαρτηθούν -σημειώνεται- από την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, το δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα από την ικανότητα προσαρμογής της στις νέες ανταγωνιστικές συνθήκες στο πλαίσιο της ΟΝΕ». Με δυο λόγια, δηλαδή, η ένταξη στην ΟΝΕ δεν έγινε για να αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις διάφορες χώρες - μέλη της ΕΕ, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Δημιουργεί νέες, ακόμα πιο σκληρές, συνθήκες ανταγωνισμού, ενώ το ποιος θα βγει ωφελημένος από αυτόν, είναι -στα λόγια- προς διερεύνηση. Η πράξη, βέβαια, και η εμπειρία πολλών δεκαετιών, έχει αποδείξει ότι η, από καταβολής, καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ανισόμετρη ανάπτυξη, πάντα οδηγεί στη διεύρυνση του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα σε διάφορες οικονομίες και ποτέ σε σύγκλιση. Τις αποδείξεις, άλλωστε, που από τις αρχές της δεκαετίας του '80 τις βλέπουμε σε επίπεδο ΕΟΚ, οι Ελληνες εργαζόμενοι τις βλέπουν ακόμα και στα πολύ στενά όρια των διαφόρων περιοχών της χώρας. Ετσι, παρά τους όποιους ρυθμούς ανάπτυξης και την όποια εξέλιξη μπορεί να υπήρξε όλη αυτή την εικοσιπενταετία, η Ηπειρος που ήταν από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας εξακολουθεί να είναι φτωχότερη και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ συνολικά. Το ίδιο ισχύει και για τις ισχυρές οικονομίες άλλων χωρών της Ενωσης που συγκριτικά με την ισχύ της ελληνικής οικονομίας -όπως αυτή μετράται με βάση τους διάφορους στατιστικούς δείκτες- ήταν τότε ισχυρές και τώρα είναι ακόμα ισχυρότερες...

Οι διαρθρωτικές αλλαγές που σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη πρέπει να γίνουν εξυπηρετούν την ανταγωνιστικότητα των ντόπιων εκπροσώπων του κεφαλαίου. Και ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει στο εξής να παίρνουν ακόμα μικρότερο μέρος από την πίτα του πλούτου που οι ίδιοι παράγουν. Αρα μικρότερους μισθούς, μικρότερες και για μικρότερο χρονικό διάστημα συντάξεις, συρρίκνωση των απολαβών σε δημόσια και δωρεάν Υγεία και Παιδεία κ.ο.κ. Αυτό γινόταν μέχρι σήμερα, αυτό επιδιώκεται να γίνει και στο αμέσως επόμενο διάστημα. Και από αυτή την άποψη, ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας, ο Ν. Γκαργκάνας δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο που απρόσμενα και αιφνιδιαστικά ανοίγει θέματα. Ο παλαιόθεν επιστήθιος φίλος του πρωθυπουργού, πάντα λειτουργούσε ως προπομπός των κυβερνητικών μεθοδεύσεων. Στο παρελθόν ως σύμβουλός του, σήμερα ως η επιλογή του στην κεντρική τράπεζα της χώρας και εκπρόσωπός του στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το κατά πόσο θα προχωρήσουν σ' αυτή την κλιμάκωση, κατά πόσο θα ξεκινήσουν τη νέα επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, είναι ένα ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνο από αυτούς και από τις επίμονες αξιώσεις που προβάλλει το μεγάλο κεφαλαίο. Η υλοποίηση τέτοιων σχεδιασμών βρίσκεται πάντα σε άμεση σχέση και από τη λαϊκή αντίδραση που θα συναντήσουν. Από την αποφασιστικότητα, την ετοιμότητα των εργαζομένων να αντιπαρατάξουν τα δικά τους «πρέπει» και «θέλω». Από την ικανότητά τους να βάλουν φραγμό στη λεηλασία των καταχτήσεών τους και να διεκδικήσουν ό,τι τους αναλογεί. Και τους αναλογούν τα πάντα!


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ