Το ξεχασμένο, «καλοχτισμένο» δράμα ενός από τους μεγάλους μαστόρους του ελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα, τη «Φλαντρώ» (1925) του Παντελή Χορν ξανάφερε στην επιφάνεια το «Θέατρο τση Ζάκυθος». Εξαιρετική σύνθεση ψυχολογικού ρεαλισμού και κοινωνικής ηθογραφίας, αυτή η «τραγωδία του πόθου», όπως χαρακτηρίστηκε (την πρωτόπαιξε η Μαρίκα Κοτοπούλη), θεματολογικά είναι τόσο τολμηρή για την εποχή της, όσο και η δραματικής κατάληξης κωμωδία του «Ο Σέντσας», με την οποία έθιγε το δράμα της ανδρικής σεξουαλικής ανικανότητας. Στη «Φλαντρώ», που διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό νησί, δηλαδή σε μια μικρή, κλειστή, αυστηρών αρχών επαρχιακή κοινωνία και μάλιστα στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Χορν τολμά να μιλήσει για τον γυναικείο σεξουαλικό πόθο. Και μάλιστα σε μια ακραία εκδοχή του, όπως είναι ο ανομολόγητος, μηχανορραφικά ανταγωνιστικός, έως και δολοφονικός, έρωτας μιας πλούσιας, μεσήλικης και χήρας μάνας για τον νεαρό άντρα που αγαπά τη μια κόρη της και τον αγαπά κι εκείνη. Ο Χορν δε διστάζει να καταδείξει τη σκληρότητα, την αγριότητα του ερωτικού πόθου, που μπορεί να κυριεύσει και να εξαφανίσει ακόμα και το μητρικό αίσθημα. Τολμά, επιπλέον, να αποδείξει ότι ακόμα και ο έρωτας φέρει τα ταξικά χαρακτηριστικά του κάθε ερωτευμένου. Η Φλαντρώ, η όμορφη και πλούσια αρχόντισσα του νησιού, χήρα από δυο άντρες, με τους οποίους γέννησε από μια κόρη, με τη δύναμη του πλούτου της θέλει να «εξαγοράσει» τον έρωτα τού άλλοτε γαιοκτήμονα, φτωχού πια και διωκόμενου και για παλιά χρέη του νεκρού πατέρα του, ωραίου νέου του νησιού, Νότη Σερδάρη. Μηχανεύεται να τον παντρέψει με την κόρη της από τον πρώτο άντρα της, η οποία έχει και πλούσια προίκα, προκειμένου να τον έχει μέσα στο σπίτι της και να τον ρίχνει στο δικό της κρεβάτι. Οταν διαπιστώνει ότι ο νέος αγαπά και θέλει να παντρευτεί τη μικρή, χωρίς προίκα, κόρη που απέκτησε με το δεύτερο, ερωτύλο άντρα της, θα προσπαθήσει να τον εξαγοράσει, αναλαμβάνοντας όλα τα χρέη του. Κι όταν κάθε προσπάθεια και εκβιασμός της αποτυγχάνουν, προτιμά να ρίξει τον νέο στα χέρια φονιάδων διωκτών του παρά να τον παντρευτεί και να τον χαρεί ερωτικά η μικρή κόρη της.
Η μετρημένη, σεμνή, ρεαλιστική σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη ανέδειξε και το ψυχολογικό και το κοινωνικό και το ηθογραφικό υπόβαθρο του έργου, με τη συμβολή του λιτού ρεαλιστικού σκηνικού του και των κοστουμιών της Αφροδίτης Κουτσουδάκη και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Δήμου Αβδελιώδη. Σεμνές και μετρημένες ήταν και οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών: Τζένης Ρουσσέα, Καλλιρρόης Μυριαγκού, Αννας Κουτσαφτίκη, Μαρίας Καλλιμάνη, Λεωνίδα Κακούρη και Κυριάκου Βελισσάρη.