- «Ο,τι ήταν για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα ομηρικά έπη το ίδιο στάθηκαν, ανεξάρτητα από κάθε αξιολόγηση, τα δημοτικά τραγούδια για το νέο Ελληνισμό», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην «Επανάσταση του... - 2000-03-25 00:00:00.0"/> - «Ο,τι ήταν για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα ομηρικά έπη το ίδιο στάθηκαν, ανεξάρτητα από κάθε αξιολόγηση, τα δημοτικά τραγούδια για το νέο Ελληνισμό», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην «Επανάσταση του... - 2000-03-25 00:00:00.0" /> «Χρονικό» λεβεντιάς | ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Μάρτη 2000 - Κυριακή 26 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Χρονικό» λεβεντιάς

«Για τον υπόδουλο λαό, τον αγράμματο μα μεγαλόψυχο και γενναίο, το δημοτικό τραγούδι είναι το "βιβλίο", το "περιοδικό", το "χρονικό" του καιρού του. Μ' αυτό, με το δικό του τρόπο, "γνωστοποιούσε" όχι μονάχα τα σημαντικά παρά και τα καθημερινά περιστατικά της ζωής του»

«Ο Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Κιουταχή», έργο του Θεόφιλου
«Ο Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Κιουταχή», έργο του Θεόφιλου
«Ο,τι ήταν για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα ομηρικά έπη το ίδιο στάθηκαν, ανεξάρτητα από κάθε αξιολόγηση, τα δημοτικά τραγούδια για το νέο Ελληνισμό», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην «Επανάσταση του '21». «Βρυσομάνα», όπου σ' αυτή ο λαός μας ξεδίψαγε συναισθηματικά, στις πολυκύμαντες ώρες της ιστορίας της ιστορίας του, τα δημοτικά τραγούδια, βγαλμένα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών μίλαγαν με μοναδικό τρόπο στην καρδιά της «ολότητας». Και όπως σημειώνει ο Δ. Φωτιάδης «για τον υπόδουλο λαό, τον αγράμματο μα μεγαλόψυχο και γενναίο, το δημοτικό τραγούδι είναι το "βιβλίο", το "περιοδικό", το "χρονικό" του καιρού του. Μ' αυτό, με το δικό του τρόπο, "γνωστοποιούσε" όχι μονάχα τα σημαντικά παρά και τα καθημερινά περιστατικά της ζωής του».

Ενα έξοχο είδος δημοτικού τραγουδιού, που αναπτύχθηκε κυρίως τον 18ο αιώνα είναι το κλέφτικο τραγούδι, που απλώθηκε σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ηπειρο και Δυτική Μακεδονία. Δημιουργημένο σε μια εποχή προετοιμασίας για την απελευθέρωση, επικεντρώνεται στην «εξαιρετική ψυχή του ήρωα» και αποτελεί «το αδρό σχεδίασμα της καινούριας μορφής του Ελληνα» (Γ. Αποστολάκης), αυτής που θα δημιουργήσει το 1821. Κατ' εξοχήν λυρικό στη γνησιότερή του μορφή, όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκφράζει «το αδρό και πολεμικό πνεύμα των βουνίσιων κατοίκων της Ηπείρου και της Στερεάς, που ως "κλέφτες" ή "αρματολοί" είχαν κάνει συνήθεια της ζωής τους τ' άρματα»... Οι τραχείς αυτοί κι εμπειροπόλεμοι βουνίσιοι», που κράτησαν το βάρος του πολέμου της απελευθέρωσης ήταν «αυτοί που τραγουδούσαν και αυτούς που τραγουδούσε το κλέφτικο τραγούδι: ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης. Ο τελευταίος, κλεισμένος στην Ακρόπολη, θα δώσει έκφραση στη λύπη του αυτοσχεδιάζοντας ένα κλέφτικο τραγούδι: "Ο ήλιος εβασίλεψε - Ελληνά μου, βασίλεψε -/ και το φεγγάρι εχάθη,/ κι ο καθαρός αυγερινός που πάει κοντά στην πούλια..."»

Οι πιο ξακουστοί «κλέφτες» γίνονταν τραγούδι στα χείλη του λαού. Και πώς άλλωστε, αφού όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης «το κλέφτης βγήκε από την εξουσία» και το να γίνει κανείς κλέφτης ήταν καύχημα για τον ίδιο και τους δικούς του. Οταν ο τουρκικός κατατρεγμός ή η αδικία των κοτζαμπάσηδων γίνονταν αβάσταχτα, ένα φοβέρισμα απόμενε στους ραγιάδες: «Σηκώνομαι κλέφτης!». Η ζωή τους δύσκολη, τυραννισμένη. «Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι», λέει στη διήγησή του ο Κολοκοτρώνης, «αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, αϊσκιωτοι, άγριοι εις τες σπηλιές, τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε».

«Οταν οικονομάγανε», γράφει ο Δ. Φωτιάδης, κανένα αρνί ή κατσίκι και το σούβλιζαν, πίνοντας από τις πλόσκες το κρασί δίνανε ο ένας στον άλλο την ευχή να βρει «καλό μολύβι». Να πεθάνει πολεμώντας παρά να λαβωθεί, να τον πιάσουν και να μαρτυρήσει. Και όπως δεν έλειπε από τα μπουλούκια κάποιος που έπαιζε λογκάρι, μερακλώνονταν, χόρευαν και τραγουδούσαν. Προτίμαγαν όχι μονάχα τα τραγούδια της λεβεντιάς και του θανάτου, παρά κι εκείνα που τους φέρνανε τη θύμηση των δικών τους - του παιδιού, της μάνας, της αγαπητικιάς».

Οι τρανοί αρματολοί και κλέφτες και οι ξακουστοί ήρωες του Εικοσιένα (Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Νικηταράς, Μπότσαρης, Διάκος κ.ά.) έχουν τα δικά τους τραγούδια. Τις μάχες για τη λευτεριά τις ξαναζούμε μέσα σ' αυτά. Τα Δερβενάκια αντικρίζουν το Μανιάκι, το Μεσολόγγι την Αράχοβα... «Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου/ να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα/ Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες/ στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι...».

Βαθιά συγκίνηση θεμελιώνει τη σύλληψη του κλέφτικου τραγουδιού, ενώ η μουσική του χαρακτηρίζεται από ρυθμό εντελώς ελεύθερο. Τα κλέφτικα τραγούδια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σ' εκείνα που αναφέρονται ειδικά σε ένα πρόσωπο (του Ζίδρου, του Στουρνάρη, του Γυφτάκη) ή σε ένα περιστατικό και σ' εκείνα που μιλούν γενικά για τη ζωή των κλεφτών, τις δυσκολίες ή τα καλά της.

Τίποτα άλλο πέρα από τα κλέφτικα τραγούδια, σημειώνει ο Δ. Φωτιάδης, «δεν μπορεί να μας δώσει την ατμόσφαιρα που ζούσαν, τα συναισθήματά τους, τον πόθο τους για λευτεριά, την αντρίκεια ανάσα τους, τις νοσταλγίες τους, την αγάπη τους στη ζωή μα και την περιφρόνησή τους στο θάνατο - μ' ένα λόγο τον κόσμο τους. Αυτά τα τραγούδια, που φτιάχτηκαν από ανώνυμους λαϊκούς ποιητές και που τραγουδήθηκαν στα χρόνια της σκλαβιάς, στέκονται μια από τις πολύτιμες κληρονομιές του λαού μας - πηγή που πάντα θα σκύβουμε σ' αυτή για να χορτάσουμε τη δίψα μας για λεβεντιά και λευτεριά».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ