- Μίλησέ μου για το τοπίο της παιδικής σου ηλικίας.
- Από τη μια μεριά το Πασαλιμάνι, η Φρεαττύδα, η Πειραϊκή κι από την άλλη η Τρούμπα, το λιμάνι και η Δραπετσώνα. Πρώτο πλάνο θάλασσα και κότερα, μαούνες και έκτος αμερικάνικος στόλος, δολάρια και μπουρδέλα και μια μυρωδιά από Κάμελ και Τσέστερφιλ και Λάκι Στράικ πάνω από όλο τον Πειραιά. Υπαίθριες ασπρόμαυρες προβολές από το σχέδιο Μάρσαλ, να μας δείχνουν πόσο καλά περνούσαν εκεί πέρα στην Αμερική και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» με αναμμένες τις μηχανές, έτοιμο να μας μεταφέρει επιτόπου να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές. Λίγα χρόνια πριν, παιχνίδια και ποδόσφαιρο μέσα στους δρόμους, σκασιαρχεία και βουτιές στην Πειραϊκή. Η αθωότητα στο βάθος, σαν παιδικό χαμόγελο ή κλάμα που δεν πρόφτασε ν' αρχίσει.
- Πότε άρχισε το περιβάλλον γύρω σου να γίνεται κόσμος στα γραφτά σου;
- Το θυμάμαι καλά, γιατί είχα φάει πολύ ξύλο από τον πατέρα μου. Ητανε στο χωριό μου στη Μάνη. Θα ήμουνα περίπου οχτώ χρονών, μεσημέρι στο σχόλασμα, άκουσα φωνές και φασαρία στο χωματόδρομο στο έμπα του χωριού. Είδα κόσμο πολύ και μπροστά ένας πολύ αδύνατος και ψηλός με τα χέρια δεμένα πίσω. Δίπλα του κάποιοι με όπλα στους ώμους κι ο κόσμος τον χτύπαγε, τον έφτυνε και του τραβούσε τα μαλλιά κάθε τόσο. Ο άνθρωπος δεν έβγαζε άχνα, σαν να ήτανε ο ίδιος αλλού. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοια αγριότητα, τέτοιο θέαμα. Το βράδυ έμαθα ότι ήτανε, λέει, Αριστερός, που τον έκρυβε η αδελφή του εφτά χρόνια μέσα σε ένα πηγάδι. Εφτιαξα μια ζωγραφιά, έβαλα φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι εκείνου του άντρα, έγραψα από πάνω «Χριστός», στους άλλους έβαλα «Εβραίοι» και πήγα να το δείξω με καμάρι στον πατέρα μου.
- Εζησες έξω, μίλησέ μου για τη νοσταλγία.
- Η ξενιτιά είναι πολύ σκληρή υπόθεση. Στις αρχές αισθανόμουν σαν ένα παιδί που έχει χάσει τη μάνα του κι ας είχε η μάνα μου πεθάνει. Προσπάθησα να προσαρμοστώ, μα δεν μπόρεσα. Δεν έχει σχέση με τη νοσταλγία που μπορεί να νιώσει ένας μετανάστης. Δεν έχει σχέση ούτε καν με την ίδια τη νοσταλγία. Εκείνο που σε εξουθενώνει στην ξενιτιά είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Οι ξένοι δε σε δέχονται σαν δικό τους και οι δικοί σου για να σε δεχτούν, πρέπει να επιστρατεύσεις ό,τι ήξερες το '64, φαντάρος στην Κομοτηνή. Μόνιμα στην ξενιτιά, δε νοσταλγείς αυτό που έχασες, αλλά αυτό που χάνεις μέρα με τη μέρα.
- Ποια είναι η πρώτη ύλη για τις ιστορίες σου;
- Ο έρωτας, η μοναξιά, οι μνήμες, δικές μου ή των άλλων. Μου αρέσει να γράφω σε πρώτο πρόσωπο, έτσι που πολλοί νομίζουν ότι αυτοβιογραφούμαι. Στις «ιστορίες του πριν και του μετά» όλες οι ιστορίες είναι αληθινές, αλλά αφορούν διαφορετικούς ανθρώπους. Μου αρέσουν όλα τα είδη γραφής, από θέατρο και πεζογραφία, μέχρι στιχάκια για τραγούδια, αλλά εκεί που το διασκεδάζω κι εγώ είναι όταν γράφω ό,τι έχει σχέση με παιδιά (θέατρο, παραμύθι ή διήγημα).