Associated Press |
Σε συλλήψεις ενός «αριθμού υπόπτων» - που επισήμως δε διευκρινίζεται, αλλά κατά ΜΜΕ φθάνει τους επτά - προχώρησαν χτες οι τουρκικές αρχές, μία ημέρα μετά το νέο διπλό μακελειό στην Ισταμπούλ με 27 νεκρούς, που προστέθηκαν στους 25 του περασμένου Σαββάτου και, καθόλου τυχαία, βαπτίστηκαν ως «η Τουρκική 11η Σεπτεμβρίου». Την ίδια ώρα, οι κυβερνήσεις ΗΠΑ, Βρετανίας, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας καλλιεργούσαν περαιτέρω το κλίμα του τρόμου, προειδοποιώντας για τον «κίνδυνο νέων επιθέσεων» στην Πόλη, που μετρούσε τις πληγές της υπό εκτεταμένη αστυνομοκρατία. Ενώ τα ΜΜΕ ανέλυαν, υπεραπλουστεύοντας (πολύ βολικά) τα πράγματα, το «γιατί η αλ-Κάιντα έβαλε στο στόχαστρό της την Τουρκία», τα ερωτήματα για τα αίτια και τον τρόπο που έγιναν οι τέσσερις επιθέσεις πλήθαιναν. Ο Αμπντουλά Γκιουλ, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, επιφυλάχτηκε να δώσει οποιαδήποτε απάντηση. «Είναι πολύ νωρίς», σχολίασε.
Την ίδια «γραμμή» ακολούθησε ο κυβερνήτης της Ισταμπούλ, των κάπου 16 εκατομμυρίων κατοίκων, Μουαμέρ Γκιουλέρ, λέγοντας σε δημοσιογράφους ότι αν και η αστυνομία «πιστεύει ότι ταυτοποίησε» τους βομβιστές αυτοκτονίας στο Πέρα και στο Λεβέντ, δηλαδή αντίστοιχα στο Βρετανικό Προξενείο και τα κεντρικά της τράπεζας HSBC - που χτες επαναλειτούργησε, με τον αξιοθαύμαστο κυνισμό του πολυεθνικού κεφαλαίου να μετονομάζεται εκτάκτως σε «θάρρος» - δεν πρόκειται να δοθούν προς το παρόν άλλες λεπτομέρειες, «για το καλό των ερευνών». Επίσης για «το καλό των ερευνών», στην Ισταμπούλ συνέρρεαν Βρετανοί και Αμερικανοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. Πάντως, ο τουρκικός Τύπος και ειδικά η «Χουριέτ», που μάλλον δε συμμερίζεται τις θέσεις των Γκιουλ και Γκιουλέρ, ανέφερε ότι οι δύο βομβιστές αυτοκτονίας είναι ο 27χρονος Αζάντ Εκιντζί και ο Φεριντούν Ουρουγλού, «συμμαθητής» του ενός βομβιστή του Σαββάτου. Οι δύο, «στενά συνδεδεμένοι» με τις επιθέσεις στις συναγωγές, είχαν «ταξιδέψει στο Ντουμπάι, στα ΗΑΕ, στο Ιράν» και πάει λέγοντας. Η προσπάθεια συνταυτισμού τους με την αλ Κάιντα είναι εμφανής, αλλά ενδεχομένως όχι βάσιμη.
Associated Press |
Για τις προχτεσινές επιθέσεις έχουν αναλάβει την ευθύνη με e-mail ή τηλεφωνήματα τουλάχιστον τρεις οργανώσεις: (α) Οι Ταξιαρχίες Αμπού Χαφς αλ-Μασρί, που έχουν πάρει το όνομά τους από τον πρώην στρατιωτικό διοικητή της αλ Κάιντα και την ύπαρξη της οποίας αμφισβητούν ακόμη και οι ΗΠΑ, (β) το Μέτωπο Μαχητών για την Ισλαμική Μεγάλη Μέση Ανατολή ή IBDA/C, «από κοινού» με την αλ Κάιντα, και (γ) ο υποτιθέμενος πράκτορας της αλ Κάιντα Αμπού Μοχάμεντ αλ Αμπλάτζ, με δήλωσή του προς την αραβόφωνη εβδομαδιαία εφημερίδα του Λονδίνου «αλ-Ματζάλα».
Από την Ουάσιγκτον, ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Τζον Ασκροφτ προστέθηκε σε εκείνους που εκφέρουν τη γνώμη ότι «οι επιθέσεις φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αλ Κάιντα», ενώ ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Αυστραλία εξέδιδαν κατεπείγουσες «ταξιδιωτικές οδηγίες».
Ωστόσο, όπως σχολίασε ο αναλυτής του BBC Ταρίκ Καφάλα, «ειδικοί σε θέματα τρομοκρατίας και ασφάλειας ισχυρίζονται πιο σθεναρά ότι η αλ Κάιντα δεν είναι μια μοναδική οργάνωση που διοικείται από μια κεντρική ηγεσία γύρω από τον Οσάμα μπιν Λάντεν (... αλλά) μπορεί να περιγραφεί με περισσότερη ακρίβεια ως ιδεολογία ενός πολύ χαλαρά διασυνδεμένου κινήματος».
Πάντως, και πριν αναχωρήσει από τη Βρετανία, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Ουόκερ Μπους φρόντισε να δηλώσει ότι η Τουρκία αποτελεί «σημαντικό μέτωπο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και πρόσφερε «τη βοήθεια των ΗΠΑ στην καταδίωξη των διαπράξαντων τις επιθέσεις αυτοκτονίας» στην Ισταμπούλ. Κατόπιν, πάνω από τον Ατλαντικό, από το «Air Force One», o Μπους τηλεφώνησε στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να μεταφέρει στον Τούρκο πρωθυπουργό το μήνυμα ότι «οι προσευχές μας» και «η συνεργασία μας» είναι μαζί του.