Κυριακή 30 Νοέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΔΙΕΘΝΗ
ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ
Ποιος εποφθαλμιά τον «οίκο των Σαούντ»;

Associated Press

Κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο βασίλειο των Σαούντ. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό εδώ και χρόνια. Εκδηλώθηκε σαφώς μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη και την κρίση στις αμερικανο-σαουδαραβικές σχέσεις, και μοιάζει να εισέρχεται σε νέα φάση, με τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στο βασίλειο, το Μάη και το Νοέμβρη.

Στην πραγματικότητα, το κλίμα απόλυτης ηρεμίας, υπό τη «ράβδο» του δόγματος του γουαχαμπιτισμού, της συντηρητικότερης ερμηνείας του Ισλάμ, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ελέω Θεού εξουσία της πολυπληθέστατης βασιλικής οικογένειας, που αριθμούσε περί τους 7.000 πρίγκιπες πριν από 4 χρόνια και εκτιμάται ότι αυξάνεται κατά 40 ανδρικά μέλη μηνιαίως, πλέον αμφισβητείται και εσωτερικά.

Οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν απλώς η αιματηρότερη και ηχηρότερη απόδειξη. Οι, σχεδόν, καθημερινές διαδηλώσεις, έστω και μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, μέσα στο Νοέμβρη, είναι μια ακόμη ένδειξη. Η κατάθεση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών πολιτικών αιτημάτων από ομάδα κοσμικών διανοουμένων και πανεπιστημιακών, τον περασμένο Γενάρη, συμπληρώνει το τοπίο. Κατά πολλούς, η, αιφνιδιαστική, ανακοίνωση του πρίγκιπα Αμπντουλάχ περί διεξαγωγής περιφερειακών εκλογών (για πρώτη φορά στην ιστορία του βασιλείου), καθώς και η διοργάνωση και φιλοξενία από το Ριάντ συνόδου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι παρά οι πρώτες προσπάθειες της βασιλικής οικογένειας να διαφυλάξει, έστω με ελιγμούς, την εξουσία της. Ποιος, όμως, την απειλεί και γιατί;

«Χειμώνας» στις σχέσεις με Ουάσιγκτον

Πολλές οι ζημιές από τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις

Associated Press

Πολλές οι ζημιές από τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις
Οι προνομιακές σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία διατηρήθηκαν για περίπου μια τριακονταετία. Βασίστηκαν στο περίφημο «δόγμα Αϊζενχάουερ» (1957), που προβλέπει ότι οι ΗΠΑ «αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν τη Σ. Αραβία, δηλαδή την εξουσία της βασιλικής οικογένειας Σαούντ, σαν να ήταν αμερικανικό έδαφος», με αντάλλαγμα, φυσικά, χρηματικό και πετρελαϊκό. Το Ριάντ έγινε ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών οπλικών συστημάτων (40,2 δισ. δολάρια μόνο το 1998), ένας από τους βασικούς οικονομικούς εταίρους και εννοείται ο κύριος προμηθευτής πετρελαίου (1,4 βαρέλια αργού πετρελαίου καθημερινώς το 1999) με δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή ανάλογα με τις αμερικανικές απαιτήσεις, γι' αυτό, άλλωστε, οι σαουδαραβικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είναι, ίσως, οι πιο σύγχρονες στον κόσμο.

Η 11η Σεπτέμβρη 2001 και όσα την ακολούθησαν είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Οι προνομιακές σχέσεις είχαν, ήδη, αρχίσει να κλυδωνίζονται από τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Η απόφαση του βασιλιά Φαχντ, τότε, να καλέσει ισχυρές αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα, για να αντιμετωπίσει την «ιρακινή απειλή» (απορρίπτοντας τη στρατιωτική προσφορά του μπιν Λάντεν) σηματοδότησε την αρχή του τέλους των καλών σχέσεων με όλα τα ακραία ισλαμιστικά στοιχεία, που, μέχρι τότε, έθρεφε (κυριολεκτικά και συμβολικά) λειτουργώντας ως δίαυλος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τους μουτζαχεντίν, που «συνέθλιψαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο στο Αφγανιστάν».

Τα μέτρα ασφαλείας έχουν ενταθεί

Associated Press

Τα μέτρα ασφαλείας έχουν ενταθεί
Η Ουάσιγκτον, ήδη, από το 1994 αρχίζει να υποκλέπτει τις τηλεφωνικές συνομιλίες των «καλών» Σαουδαράβων συμμάχων, συνειδητοποιώντας ότι τα «κανάλια χρηματοδότησης» των μουτζαχεντίν (ισλαμικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, πολυεθνικές κλπ.) λειτουργούν αδιάκοπα, τείνοντας να τεθούν εκτός οποιουδήποτε κεντρικού ελέγχου. Παράλληλα, επιταχύνει τις πετρελαϊκές επενδύσεις της στην καταρρακωμένη Αφρική, σε μια προσπάθεια απεξάρτησης από τον σαουδαραβικό μαύρο χρυσό.

Μετά την κορύφωση του 2001, ξεκινά μια «ψυχροπολεμική» περίοδος με αλλεπάλληλες προτάσεις συμβούλων του Πενταγώνου για «ριζική αλλαγή των σχέσεων με τη Σ. Αραβία», μη διστάζοντας να μιλήσουν ακόμη και για «διχοτόμησή της». Στόχος των σεναρίων αυτών είναι η Ουάσιγκτον να υποστηρίξει ανεξαρτητοποίηση των Ανατολικών Επαρχιών του βασιλείου, όπου βρίσκονται οι πετρελαιοπηγές και η σιιτική μειονότητα, και να τις θέσει υπό τον έλεγχό της, αποτινάσσοντας οριστικά το βάρος της υποστήριξης μιας παραπαίουσας βασιλικής οικογένειας απέναντι στον «ισλαμιστικό» κίνδυνο τύπου μπιν Λάντεν.

Οι διαβεβαιώσεις Αμερικανών αξιωματούχων περί «σθεναρής συμμαχίας» δε βελτίωσαν το κλίμα. Την περασμένη άνοιξη, ανακοινώθηκε, μετά από έντονες σαουδαραβικές πιέσεις, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το ιερό έδαφος. Στα μέσα καλοκαιριού, σε νέο συμβούλιο του Πενταγώνου, η Σ. Αραβία χαρακτηρίστηκε «χώρα τρομοκρατών που πρέπει να παταχθεί», ενώ πριν από λίγες, μόλις, ημέρες, ο Πρόεδρος Μπους αρνήθηκε να παραδώσει στους Σαουδάραβες τις σελίδες εκείνες της έκθεσης για την 11η Σεπτέμβρη, που περιέχουν τα «ενοχοποιητικά», για τη σαουδαραβική ηγεσία, στοιχεία, τα οποία ουδείς έχει, μέχρι σήμερα, δει.

Διαμάχη εξουσίας

Αβίαστα, σχεδόν, πολλοί έσπευσαν να ενοχοποιήσουν την «αλ Κάιντα» για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Ριάντ. Η κατάσταση, όμως, είναι μάλλον πιο σύνθετη. Ανώτερος αξιωματικός των διαβόητων πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών, που εργάστηκε ως σύνδεσμος του Ριάντ με τους μουτζαχεντίν, επιμένει ότι οι εξτρεμιστικές οργανώσεις εντός βασιλείου καμία οργανωτική σχέση δεν έχουν με την «αλ Κάιντα». Την άποψη συμμερίζονται Βρετανοί και Γάλλοι αναλυτές, που εκτιμούν ότι κακώς η «αλ Κάιντα» παρουσιάζεται ως «δίκτυο», καθώς μάλλον τείνει να μετατραπεί σε «ιδεολογικό προκάλυμμα» ανεξάρτητων τρομοκρατικών πυρήνων με ποικίλα κίνητρα.

Το ότι το κήρυγμα μπιν Λάντεν περί «εκδίωξης των απίστων από τους Ιερούς Τόπους» και περί «τιμωρίας της φαύλης βασιλικής οικογένειας» έχει συμπαθούντες εντός Σ. Αραβίας είναι δεδομένο, κυρίως λόγω της βαθιάς λαϊκής δυσαρέσκειας για την, ελέω Θεού, διακυβέρνηση των Σαούντ. Το αν, όμως, είναι αυτοί οι συμπαθούντες πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις, και ιδιαίτερα αυτής του Νοέμβρη με στόχο μουσουλμάνους γουαχαμπίτες και σουνίτες (το δόγμα που επικαλείται η «αλ Κάιντα»), παραμένει ερωτηματικό.

Σαουδάραβες αναλυτές δε δίσταζαν να εκτιμήσουν ότι οι επιθέσεις αυτές λειτούργησαν «ευεργετικά» για ένα τμήμα της βασιλικής οικογένειας, που εκφράζεται από τον υπουργό Εσωτερικών, το οποίο αντιτίθεται στις «μεταρρυθμίσεις» που προωθεί ο πρίγκιπας Αμπντουλάχ, εκτιμώντας ότι είναι επικίνδυνες για την επιβίωση της βασιλείας, καθώς έδωσε αφορμή για περισσότερη καταστολή. Κατά ορισμένες πληροφορίες, η «σκούπα» των σαουδαραβικών αρχών συμπεριλαμβάνει κοσμικούς υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, προφανώς διόλου τυχαία, πολλά μέλη της σιιτικής μειονότητας, που ουδεμία σχέση με την «αλ Κάιντα» έχουν (λόγω και δόγματος), αλλά ξεχειλίζουν οργή.

Παράλληλα, «δικαιωμένα» ένιωσαν, μάλλον, και εκείνα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που δεν επιθυμούσαν τη χαλάρωση των δεσμών με την Ουάσιγκτον (π.χ. ο υπουργός Αμυνας), της οποίας η στρατιωτική παρουσία θεωρούνταν εγγύηση απέναντι στον ισλαμιστικό εξτρεμισμό, που πλέον στράφηκε κατά των μεντόρων του. Αναμφίβολα, οι επιθέσεις προβλημάτισαν και τη βρετανική «Shell», όπως και τη γαλλική «Total», οι οποίες διέρρηξαν το αμερικανικό μονοπώλιο και υπέγραψαν συμφωνία εκμετάλλευσης των αποθεμάτων φυσικού αερίου στις (και πάλι) ανατολικές περιοχές της χώρας, των 4 μεγαλύτερων στον κόσμο. Η σαουδαραβική ηγεσία ελπίζει να καλύψει, έτσι, τις απώλειες που αναμένεται να έχει από τα πετρελαϊκά της έσοδα, εξαιτίας των αμερικανικών πιέσεων για σταθερές τιμές (προκειμένου να μην κλιμακωθεί η κρίση που εγκυμονεί η κατάσταση στο Ιράκ), αλλά και λόγω της συμφωνίας με τη Ρωσία, στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ, για διατήρηση των επιπέδων πετρελαϊκής παραγωγής.

Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία, η ανίχνευση των ηθικών αυτουργών πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις καθίσταται αίνιγμα πολλαπλών απαντήσεων. Πρόκειται για «εκδίκηση» κατά των «φαύλων», όπως κηρύττει ο μπιν Λάντεν, με στόχο την εξουσία; Πρόκειται για εκδήλωση ενδο-οικογενειακής σύγκρουσης ισχύος; Μήπως αντανακλά κάποιου είδους αντικαθεστωτική δραστηριοποίηση της σιιτικής μειονότητας; Πώς επηρεάζεται η εσωτερική αυτή διαμάχη από τα, έστω ανεπίσημα, σχέδια της Ουάσιγκτον για «απογαλακτισμό» και πιθανότατα «διχοτόμηση», σε συνδυασμό, μάλιστα, με την είσοδο στο οικονομικό προσκήνιο μη αμερικανικών εταιριών και τη διστακτική στροφή του Ριάντ και προς άλλους «συνομιλητές»;

Τα ερωτήματα πολλά και οι απαντήσεις δύσκολα μπορούν να συμπυκνωθούν στη λύση «αλ Κάιντα». Η στήριξη που έσπευσε να δώσει στη βασιλική οικογένεια ο μεγάλος μουφτής της χώρας και το σύνολο, σχεδόν, της θρησκευτικής ηγεσίας (της οποίας η εξουσία αλληλοεξαρτάται από αυτήν της οικογένειας Σαούντ), συμπεριλαμβανομένων του μέντορα του μπιν Λάντεν, Σαφάρ αλ Χαουάλι, καθώς και ιμάμηδων, όπως ο Αλί αλ Κχουντάιρ, που είχε φυλακιστεί πριν από μήνες επειδή παρείχε «ηθική κάλυψη» στους δράστες της βομβιστικής επίθεσης του Μάη, επιβεβαιώνουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Δεν μπορούν, όμως, να προεξοφλήσουν την έξοδο από την κρίση, που μοιάζει, αντίθετα, να σείει συθέμελα τον οίκο των Σαούντ με απρόβλεπτες συνέπειες εντός και εκτός του βασιλείου.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ