Κυριακή 14 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΙΗΓΗΜΑ
Δύσκολη στροφή

Στον Γρηγόρη Λαμπράκη

Ηταν μια φθινοπωριάτικη Κυριακή πρωί. Τη χώρα σάρωνε ένας πρωτόγνωρος προεκλογικός άνεμος που μοσκοβολούσε άνοιξη. Στο μακεδονικό καμποχώρι επικρατούσε σπάνια ηρεμία. ο Στρατής Βερδαλής σηκώθηκε απ' τον ύπνο δίχως να ξυπνήσει τη γυναίκα του, φόρεσε το καινούριο κουστούμι του και τράβηξε για την πλατεία. Παρά τα σαράντα πέντε χρόνια του, που τα πρόδιναν οι πολλές άσπρες τρίχες των μαλλιών του και το ελαφρά βαϊσμένο του κορμί από τη σκληρή δουλιά, διατηρούσε λεβέντικη κορμοστασιά. Ωστόσο, προχωρούσε συλλογισμένος κι έδειχνε πως κάτι σοβαρό τον βασάνιζε.

Περνώντας το κατώφλι του καφενείου, χαμήλωσε κάπως ένοχα τα μάτια, αντικρίζοντας τη φαρμακωμένη ματιά του προέδρου της κοινότητας που τον κάρφωσε.

Το «κεφάλι» του χωριού τον προσκάλεσε στο τραπέζι, τον κέρασε καφέ κι ύστερα τον έλουσε μ' έναν οχετό από βλαστήμιες. Οι άλλοι χωριανοί αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν, σηκώθηκαν να υπερασπίσουν το Βερδαλή. Αλλά ο Στρατής αποποιήθηκε την προσφορά τους με τη ραγιάδικη στάση του.

- Ψηλά το κεφάλι, μωρέ Βερδαλή. Τον σκιάζεσαι ακόμα; Πάει, πέρασε η μπογιά του πια. Φώναξε ένας γέρος απ' τους πιο θερμόαιμους.

Ο πρόεδρος σάρκασε. Ο Στρατής ούτε μίλησε. Κρέμασε το κεφάλι. Αποξέχασε να στραγγίσει το φλιτζάνι του. Σηκώθηκε και γύρισε μουτρωμένος στο σπίτι. Τραβάει ίσα στο κατώι, λύνει τ' άλογο, το βγάζει έξω και το ζεύει στη σούστα.

*

Ενα χλιμίντρισμα π' ακούστηκε κάτω έκανε τη Λεμονιά να πεταχτεί απ' το κρεβάτι σα νευρόσπαστο.

- Στρατή! Τι πα να κάνεις. Στρατή; Στρίγκλισε. Δίχως χασομέρι χύθηκε κάτω, σαρώνοντας τα ξύλινα σκαλιά με την ξεθωριασμένη νυχτικιά της, βρέθηκε στην αυλή, έφραξε τ' ανέβασμά του στη σούστα και τον χαστούκισε με το αγριεμένο βλέμμα της.

Ο άντρας τα 'χασε και κοκάλωσε. Απάνω στη σαστιμάρα του, έσκασε ένα άνοστο χαμόγελο και κόλλησε στα χείλια του ένα τσιγάρο.

Η γυναίκα του για να τον καλοπιάσει έριξε τα χέρια της στις πλάτες του κι άρχισε τα γλυκόλογα. Παρακάλια και συμβουλές, στοργικό μάλωμα, χιλιοειπωμένα λόγια. Πάσκιζε να τον μεταπείσει να μην πάει στη Σαλονίκη, στην αντιδραστική προεκλογική συγκέντρωση.

- Ασε τα λιμά Λεμονιά! μουρμούρισε. Δε θέλω δασκάλεμα.

Τ' άλογο τσίλωσε τ' αυτιά και κρυφάκουε, λες με φανερή ευχαρίστηση, τα λόγια της κυράς του, σα να μάντευε το ξεθέωμα που του επιφύλασσε κυριακάτικα ο αφέντης του.

Απ' το φράχτη του κήπου της η πλαδαρή αστυνόμαινα, που δε χώνευε τη Στρατήνα, παρακολουθούσε τη σκηνή και ξέρναγε τη χολή της, κουβεντιάζοντας με μια γειτόνισσα αντιδραστικά.

- Τον σέρνει απ' τη βρακοζώνα της η Σαλονικιά. Κι αυτός ο χαζούλιακας... ψώνισε από σόι.

Η Λεμονιά πατούσε ποδάρι.

- Μη, μη, μη πας Στρατή!... Με τη σάρα και τη μάρα. Εσύ δεν είπες πως μπούχτισες; Σκέψου σαν άντρας. Κυβέρνα το κεφάλι σου. Μέχρι πότε θα σ' έχει του χεριού του ο ΤΕΑτζής ο πρόεδρος; Φτάνουν οι ντροπές.

- Δεν μπορώ, απάντησε ο Στρατής. Θες να 'χω τραβήγματα; Θες να πάω φυλακή; Θα πάω ν' ακούσω και φεύγω...

Η Λιλίκα, η τρίχρονη κορούλα τους, κατέβηκε κι αυτή αγουροξυπνημένη στην αυλή, μπλέχτηκε στα πόδια του πατέρα της και νιαούριζε.

- Πάρε με και μένα μπαμπάκα στην πόλη, πάρε με...

Ο Στρατής δεν έδωσε σημασία. Βιαζότανε. Η άργητα τον ενοχλούσε. Στράφηκε απότομα στη γυναίκα του και είπε αυστηρά:

- Λεμονιά ανάμερα.

Εκείνη αντιστάθηκε. Κι αυτός με δύναμη την αποσπά απ' τη σούστα και την κάνει πέρα. Το κοριτσάκι έμπηξε τα κλάματα. Η αστυνόμαινα έμπηξε τα γέλια. Η σούστα όρμησε ασυγκράτητη στο δρόμο και τράβηξε προς την έξοδο του χωριού. Η Λεμονιά μαρμάρωσε στη μέση της αυλής ολότελα εξουθενωμένη. Οι ρόδες στ' οργισμένο τους ξεκίνημα τσαλαπάτησαν τις τελευταίες αναλαμπές των ελπίδων της. Κρύα ανατριχίλα δάγκασε το πετσί της, καθώς άστραφταν στα θολά μάτια της οι σβουριχτές καμουτσικιές που πέφταν με μανία στη ράχη του ντορή.

Γύρισε τις πλάτες κατά κει που 'χε φύγει ο άντρας της. Εκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. Ανέβηκε ύστερα τη σκάλα τρικλίζοντας. Μπήκε στην κάμαρα. Σωριάστηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι. Κι έκλαιγε με λυγμούς. Ολα ήταν μαύρα γύρω της. Και πότε - πότε μέσα στην απελπισία της ξεφώνιζε:

- Θα μας πνίξει του Λαμπράκη το αίμα.

*

Εφιαλτική νύχτα είχε περάσει την περασμένη βραδιά. Φίδια έζωναν το σπίτι της. Σα γύρισε απ' το κτήμα ο Στρατής δεν τον άφησε να ξεστρατίσει. Αν πήγαινε στην αγορά, νόμιζε, χανότανε. Τον κατάφερε να μην βγει απ' το σπίτι. Ηταν και κουρασμένος. Πλάγιασαν. Τον πήρε ο ύπνος γρήγορα. Αυτή δεν κοιμήθηκε. Εμεινε άγρυπνη στο πλάι του. Φοβούνταν μην έρθουν και της τον πάρουν.

Τον αγαπούσε το Στρατή. Καλός άνθρωπος ήταν. Ζούσαν αρμονικά. Στις αντιλήψεις όμως δεν ταίριαζαν. Αλλιώς αυτή σκεφτότανε. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε προσφυγικό περιβάλλον. Μεγάλο τον παντρεύτηκε. Τον ήβρε κολλημένον στη δεξιά. Τον βοήθησε όσο μπορούσε. Δύσκολο ήταν να τον στρέψει αριστερά. Ομως όλο τον επηρέαζε. Και τελευταία μέσα του κάτι άρχισε να αλλάζει. Η δολοφονία του Λαμπράκη τον συγκλόνισε. Το έγκλημα το καταδίκασε. Οι τύψεις που ένιωθε κι ο ίδιος δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Κι αποφάσισε να ξεκόψει απ' την παράταξη που ψήφιζε. Φοβότανε όμως κι ήταν τρομερά ασταθής. Αυτή η αστάθεια κι η ταλάντευση έκαναν τη Λεμονιά να τρομάζει.

- Αχ απόψε να μην μου τον πάρουν, σκεφτότανε. Να περάσει η νύχτα η κακιά.

Τα χαράματα το μαύρο τ' ασκέρι συνάχτηκε στην άκρη στο χωριό και ξεκίνησε για τη Σαλονίκη. Ξεκίνησε με κάρα, με σούστες, με άλογα και με τρία αγκαζαρισμένα λεωφορεία καργαριστά. Εκανε κι αρκετό σαματά. Υστερα το χωριό ησύχασε.

Ο Στρατής κοιμούνταν, χαμπάρι δεν πήρε. Η Λεμονιά έτρεμε. Την έτρωγε η αγωνία. Τ' αυτί της έπιανε τον παραμικρό θόρυβο. Τρόμαξε σαν άκουγε στο σοκάκι κουβέντες και πατήματα. Κάθε τόσο, της φαινόταν πως κάποιος έρχεται να ξυπνήσει το Στρατή. Κολλούσε τότε σα στρείδι πάνω του και μήτε ανάσανε. Ακουγε όμως τους χτύπους της καρδιάς της, φοβούνταν μην τον ξυπνήσει κι αποτραβιότανε.

Σαν πέρασε ο κίνδυνος μόνο τότε ησύχασε. Γύρισε αποκαμωμένη απ' τ' άλλο πλευρό και αποκοιμήθηκε. Ηταν σε λήθαργο όταν σηκώθηκε ο Στρατής. Κι όταν την ξύπνησε τ' αλόγου το χλιμίντρισμα το κακό είχε γίνει.

*

Ο καρόδρομος ήταν μακρύς και γεμάτος βροχόνερα και γλιτσασμένη λάσπη. Μια παλιά υπόσχεση για σκυρόστρωση που ανανεωνόταν σε κάθε εκλογές έμενε χρόνια απραγματοποίητη. Η σούστα κυλούσε αργά κάτω απ' τις μουριές και τις ακακίες της δεντροστοιχίας που φυλλορρόησαν με τις πρώτες δυνατές ανεμούρες του Οχτώβρη. Οι ρόδες και τα πλευρά της καρότσας απ' το πιτσίλισμα είχαν γίνει αγνώριστα. Τ' άλογο βαριεστημένο μόλις έσερνε τα πόδια του, λες και ήταν δασκαλεμένο να μην φτάσει στο τέρμα ποτέ.

Ο Στρατής πάνω στη σούστα έδινε την εντύπωση άβουλου πλάσματος. Το καμουτσίκι στεκόταν αργό στη θήκη του σαν να είχε μπει σε αποστρατεία. Τα γκέμια του αλόγου ήταν εγκαταλειμμένα. Το πρόσωπο του Στρατή είχε πάρει το μολυβένιο χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού και πνιγότανε στους καπνούς των τσιγάρων που τ' άναβε απανωτά. Το μυαλό του είχε θολώσει. Οι αντίθετες σκέψεις μέσα του συγκρούονταν άγρια και τον αδρανοποιούσαν. Εμοιαζε σαν έρμαιο της τύχης.

Στιγμές στιγμές σκεφτόταν λογικά. Εβλεπε πως τραβάει στον κακό δρόμο. Εδινε δίκιο στους χωριανούς που τον συμβούλεψαν και του συμπαραστάθηκαν το πρωί στο καφενείο. Εβρισκε αξιέπαινη τη στάση της γυναίκας του και βλαστήμαγε τον εαυτό του, που δεν την άκουσε και της φέρθηκε άπρεπα. Τα 'βαζε με το «κουμάσι» τον πρόεδρο. Δεν μπορούσε να τον χωνέψει. Κι ένιωθε να τον μισεί θανάσιμα. Αναζητούσε διέξοδο απ' την κατάσταση που βρέθηκε και πότε - πότε έλεγε:

- Θα γυρίσω πίσω.

Σε κάτι τέτοιες στιγμές δε χρειαζόταν παρά να κρατήσει τα γκέμια γερά. Να τα τεζάρει. Να σταματήσει. Να πάρει τη στροφή. Τ' άλογο αφορμή γύρευε.

Αλλοτε όμως έπεφτε στον πιο έξαλλο παραλογισμό. Η φάτσα του προέδρου πρόβαλε μπροστά του πιο άγρια. Θυμούνταν τις προσβολές και τις απειλές του που είχε δεχτεί. Εφερνε στο νου του τους άλλους που θα γύριζαν την άλλη μέρα απ' την πόλη και θα τον περιφρονούσαν σα χολεριασμένο. Εβρισκε το κουράγιο του αδύνατο ν' αντισταθεί και να συγκρουστεί μαζί τους. Φοβότανε. Τότε βιαζότανε μια ώρα αρχύτερα να φτάσει στην πόλη. Να βρεθεί στη συγκέντρωση. Κι επειδή ήξερε πόσο είχε καθυστερήσει τον έπιανε αμόκ.

- Ντίμι ντορή! ούρλιαζε. Αρπαζε το καμουτσίκι. Το πλατάγιζε στον αέρα. Πλήγιαζε του αλόγου τα καπούλια. Εκανε τη σούστα όχι να τρέχει, αλλά να πετάει.

Σε μια τέτοια έξαλλη κίνηση βρισκόταν η σούστα στη μεγάλη κατηφοριά, καθώς ο καρόδρομος πλησίαζε στο ποτάμι που φιδοσέρνονταν δίπλα στη δημοσιά.

*

Το τρένο έφτανε στον κοντινό σταθμό εκείνη την ώρα. Τρέχοντας η Λεμονιά μόλις το είχε προλάβει κρατώντας την κορούλα της στην αγκαλιά. Οι χωριανοί που είχαν μάθει τι έγινε, καθώς τη βλέπαν να τρέχει, άλλοι την επαινούσαν, κι άλλοι έλεγαν πως παλάβωσε. Αυτή όμως ένιωθε περήφανη που έκανε τη μεγάλη απόπειρα ν' ανταμώσει τον άντρα της και να τον γυρίσει πίσω. Αφού χτυπήθηκε κάμποσο πάνω στο κρεβάτι κι έκλαψε πολύ χωρίς να βρίσκει ανακούφιση, πήρε την απόφαση να σηκωθεί και να τρέξει. Πάτησε με δύναμη το ποδάρι στο πάτωμα και ξεφώνισε:

- Οχι. Δε θα γίνει το δικό του! Θα τον προφτάσω. Δε θα τον αφήσω να πατήσει την άσφαλτο όπου αχνίζει ακόμα το αδικοχαμένο αίμα... Δεν αντέχω μια τέτοια ντροπή. Αν δεν τον γυρίσω, θα τον χωρίσω.

Η φωνή της ήταν βραχνή μα αποφασιστική. Ντύθηκε γρήγορα. Κλείδωσε το σπίτι. Κι έγινε καπνός.

Στο βαγόνι, προσπάθησε να 'βρει την ηρεμία της. Η μικρή την πιπίλιζε με τις απορίες της.

- Πού θα πάμε μαμάκα;

- Στο μπαμπά.

- Και τι θα μου αγοράσεις στην πόλη;

- Πολλά καλούδια.

- Και κούκλα;

- Και κούκλα.

- Γιατί δε μας πήρες και μας ο μπαμπάς με τη σούστα;

- Ο δρόμος έχει λάσπες πολλές.

- Και γιατί μαλώσατε με το μπαμπά;

- Σκάσε, με ζάλισες... Να είναι φρόνιμη γιατί θα στη βγάλω την κοτσίδα.

Καθώς το τρένο πλησίαζε το σταθμό, τα μάτια της είδαν απέναντι, στη στροφή του καρόδρομου μια παράξενη σκηνή: Μια σούστα αναποδογυρισμένη μέσα στο χαντάκι. Ενα άλογο ξαπλωμένο στη λάσπη. Κι ένας άντρας το τραβούσε να σηκωθεί.

- Ο Στρατής!

Στην αρχή δεν πίστευε στα μάτια της. Αλλά δεν άργησε να το πιστέψει. Πετάχτηκε απάνω. Κόλλησε στο παράθυρο. Ταράχτηκε. Μέσα της ένιωσε πόνο, αλλά και χαρά. Η Λιλίκα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Το τρένο σφύριξε. Εκοψε ταχύτητα. Σταμάτησε.

Η Λεμονιά αρπάζει τη μικρή και πάει να κατεβεί.

- Εδώ θα κατεβούμε μαμά;

- Εδώ.

- Γιατί;

- Για να βρούμε το μπαμπά.

- Ελα. Εκεί πιο πέρα μας περιμένει. Να τον βοηθήσουμε. Και να γυρίσουμε με τη σούστα στο σπίτι.

(Φυλακές Αίγινας 1963.

Από το βιβλίο «Πίσω από τα σίδερα»)


Του
Γιώργη ΜΩΡΑΪΤΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Λαϊκή παράδοση σε μέλλοντες διαρκείας...(2011-09-15 00:00:00.0)
ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΟ(2007-10-21 00:00:00.0)
Οι διακοπές που δε χαρήκαμε(2007-07-29 00:00:00.0)
Εις υγείαν(2001-12-02 00:00:00.0)
Ο άνθρωπος που μιλούσε με τα πουλιά(2001-02-11 00:00:00.0)
Στην Αθήνα ο Σάμαρανκ(1996-04-04 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ