Κυριακή 6 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Απέναντι

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Για τους φίλους μου Ελένη και Λάκη Γκόνη

Τι πρωινό! Και τι γαλάζιος ουρανός! Και κείνο το μικρό, στενό σαν άσπρο σεντόνι συννεφάκι πάνω στην κορυφή του Ποικίλου Ορους! Τι ωραία που φαντάζει!

Ολα άρεσαν τούτο το πρωινό στον Πέτρο. Ακόμα και το χαμόσπιτο απέναντι με τη μικρή αυλή, τη μαδημένη λεμονιά και τον πελώριο σκύλο με τα στραβά πόδια και το μεγάλο κεφάλι που γάβγιζε πάντα στις πιο ακατάλληλες ώρες.

Δεν τον ενοχλούσαν ακόμα και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, το μούγκρισμα των μοτοσικλετών, η στριγκλή φωνή του μανάβη που έκανε το γύρο της γειτονιάς.

Ωραία μέρα! Με ωραίο κόσμο!

Και πώς να μην είναι όλα υπέροχα! Αφού και σήμερα, όπως χτες και προχτές θα συναντήσει την Πηνελόπη! Την Πηνελόπη! Από την πρώτη Λυκείου είναι μαζί και μόλις προχτές τον χτύπησε κατάκαρδα το βλέμμα της, το γέλιο της που το ομόρφαιναν δυο σειρές λευκά δόντια, σαν αυτά που διαφημίζουν τις οδοντόπαστες. Τι ήταν αυτό που τράβηξε το βλέμμα του και έκανε την καρδιά του να χτυπά τόσο παράξενα; Ισως τα μάτια της; Γαλανά είναι. Ενα σκούρο γαλανό. Σαν τον σημερινό ουρανό. Ισως και τα χείλια της. Κόκκινα σαν τα αυγά που έβαψε η μάνα για το Πάσχα ή σαν τον σημερινό ήλιο. Τόσο κόκκινα!

Ο Πέτρος μπήκε από το μπαλκόνι στη μικρή κουζίνα, ήπιε ανόρεχτα το χλιαρό γάλα, δάγκωσε ακόμα πιο ανόρεχτα το ψωμί με τη μαρμελάδα, μάζεψε κάτι ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο κεντημένο με πολύχρωμα λουλούδια και πουλάκια που δεν υπήρχαν στη φύση, μα πετούσαν μόνο στη φαντασία της γιαγιάς στο χωριό.

Αρπαξε την τσάντα και την έριξε στον ώμο. Αλλά το κυριότερο, το σπουδαιότερο ήταν στην τσέπη του: Ενα ραβασάκι. Για την Πηνελόπη! Και με τα ωραιότερα γράμματα που είχε γράψει ποτέ. Λακωνικό ήταν. Με τρεις λέξεις: «Πηνελόπη, σ' αγαπώ!»

Μόλις έφτασε στην εξώπορτα της τετραώροφης πολυκατοικίας, θυμήθηκε πως δε χτενίστηκε. Ετρεξε τις σκάλες ως το δεύτερο όροφο, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, μπήκε γρήγορα μέσα, πήγε στο λουτρό, στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη.

Ο καθρέφτης δείχνει ένα στρογγυλό πρόσωπο, μελαχρινό με καστανά μάτια. Ομορφο αγόρι. Μόνο ένα ενοχλεί τον Πέτρο. Το μουστάκι. Αυτό δε μεγαλώνει. Μόνο χνούδι, χωρίς καμία σωστή τρίχα. Και τα μαλλιά δεν είναι όπως θα έπρεπε, θα ήταν ομορφότερα άμα ήταν ίσια και μακριά. Τα δικά του είναι σγουρά. Βασικά θα έπρεπε να πέφτει μια τούφα ελαφρά στο μέτωπο.

Ο Πέτρος μπορούσε να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και την εμφάνιση του. Δεν ήταν. Οπως κάθε έφηβος. Εριξε ένα βλέμμα στο ρολόι: «Πω, άργησα!»

Ετρεξε. Ετρεξε πολύ γρήγορα. Λαχάνιασε. Εκατό μέτρα πριν το σχολειό σταμάτησε, χαλάρωσε, πήρε βαθιές αναπνοές. Να μη φανεί πόσο αναστατωμένος είναι. Και όχι μόνο από το τρέξιμο.

Η αυλή, τσιμέντο και πλακάκια, καχεκτικά δεντράκια, ήταν γεμάτη παιδιά. Φωνές, πειράγματα, σπρωξίματα. Τα κορίτσια, πιο φρόνημα, χαιρετούν τις φιλενάδες τους, τις φιλάνε στο μάγουλο, μετά ρίχνουν μια γρήγορη, δισταχτική ματιά στ' αγόρια. Κάποιο απ' αυτά επιλέξανε ή θα επιλέξουν.

Καθηγήτριες, καθηγητές, σοβαροί, σοβαροί διασχίζουν τις παρέες, βιάζονται να μπουν στο χτίριο.

Ο Πέτρος έψαξε με το βλέμμα τον κοριτσόκοσμο. Μα μόλις διέκρινε την Πηνελόπη χτύπησε το κουδούνι.

Μπήκε από τους τελευταίους στην τάξη. Η Πηνελόπη καθόταν στο πρώτο μεσαίο θρανίο μαζί με την κολλητή της, την Ευτυχία, ένα άσημο, αδύνατο κοριτσάκι με μακριά χέρια και πόδια. Τη ζήλευε γιατί ήταν πάντα με την Πηνελόπη. Ακόμα και στο ίδιο φροντιστήριο πήγαιναν. Τα μάτια της να δω! σκέφτηκε, αλλά η κοπέλα είχε σκύψει κι έψαχνε κάτι στην τσάντα της. Φυσικά, άμα είχε το θάρρος θα έβγαζε το διπλωμένο ραβασάκι από την τσέπη και θα το έστρωνε μπροστά της. Μα πού να βρεις τέτοιο θάρρος! Και μπροστά, στα μάτια τριάντα συμμαθητών!

Ο Πέτρος, περνώντας δίπλα από τα θρανία χαιρετούσε τους φίλους, χτυπούσε κάποιον στον ώμο, άλλον στην πλάτη, τον τρίτο του έσφιγγε το χέρι. Και κάθε τόσο έστριβε το κεφάλι μήπως συναντήσει το βλέμμα της Πηνελόπης, να χαϊδέψει με το νου τα κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά της.

Και μετά οι ώρες. Μια, δυο, τρεις! Ο Πέτρος δε βλέπει, δεν ακούει, δε σκέφτεται. Είναι όλο αίσθημα για την Πηνελόπη. Α, διάλειμμα! Επιτέλους, μεγάλο διάλειμμα! Βγήκε από την τάξη από τους πρώτους, από τους πρώτους έφτασε στην αυλή. Μερικά από τα παιδιά στάθηκαν μαζί, του και περίμεναν να έρθουν οι συμμαθητές. Κάποιοι από την παρέα πήγαν στα αποχωρητήρια για να καπνίσουν στα γρήγορα ένα τσιγάρο και άμα έφτανε η ώρα και ένα δεύτερο.

Η Πηνελόπη ήρθε με τη φίλη της μαζί και άλλες κοπέλες. Κουβέντιαζαν για τα πιο ασήμαντα, γι' αυτές όμως πολύ σπουδαία.

Επιτελούς! Συνάντησε το βλέμμα της. Είδε το χαμόγελό της. Τι χείλια! θεέ μου! Να τα φιλήσω μια φορά!

Η Πηνελόπη κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, σα να ήθελε να τον χαιρετήσει ή και να του πει: Περιμένω το ραβασάκι σου. Αυτό κατάλαβε ο Πέτρος. Αυτό ήθελε να καταλάβει. Ηθελε να φωνάξει: Ζήτω η ζωή! Ζήτωωω!

Ετρεξε στην τάξη. Στάθηκε μπροστά στο θρανίο της Πηνελόπης, δίστασε για μια στιγμή, έβγαλε μετά αποφασιστικά το χαρτί και το τοποθέτησε έτσι που να το δει αμέσως. Μετά πήγε ξέλαφρος, κάθισε στην καρέκλα, άπλωσε τα πόδια και έκλεισε για λίγο τα μάτια. Οταν τα άνοιξε, έπεσε το βλέμμα του κάτω από το θρανίο. Ενα απόκομμα από εφημερίδα. Μια φωτογραφία. Ποιος την άφησε; Την πήρε για να την τσαλακώσει στη χούφτα του. Αλλά κάτι τον τράβηξε να τη δει. Τίποτα το ιδιαίτερο. Τέτοιες φωτογραφίες βλέπει κανείς συχνά: Ενας αστυνομικός σηκώνει ένα γκλομπ. Για μια στιγμή σάστισε! Το πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο! Τόσο γνωστό και αγαπητό! Ο πατέρας του! Ετσι δεν τον είδε ποτέ! Το πρόσωπο αγριεμένο, τα μαλλιά ανακατεμένα. Μια τούφα πέφτει στο μέτωπο. Μα μήπως δεν είναι ο πατέρας; Κάποια ομοιότητα υπάρχει φυσικά. Αλλά σίγουρα δεν είναι ο πατέρας. Αυτός δεν μπορεί να σηκώσει χέρι για να χτυπήσει άνθρωπο. Σίγουρα όχι. Δεν είναι ο πατέρας. Ο πατέρας είναι μάλαμα. Δεν τον αγαπούν όλοι στη γειτονιά; Δεν έρχεται πάντα στο σχολειό να μάθει πώς πάει ο γιος του στα μαθήματα; Βεβαίως και έρχεται, μιλάει με τους καθηγητές, μερικές φορές καλαμπουρίζει και με τους συμμαθητές του. Είναι σίγουρος πια, πως δεν είναι ο πατέρας του. Σηκώνει το κεφάλι και συναντά τα μάτια των συμμαθητών, μάτια γαλανά, καστανά, μαύρα. Ολα αυτά τα μάτια είναι στραμμένα στον Πέτρο. Ερευνητικά τον κοιτάνε. Ισως τα μάτια της Πηνελόπης να είναι λιγάκι λυπημένα. Ετσι νομίζει. Ναι λυπημένα. Δηλαδή, όλοι είναι πεισμένοι πως ο πατέρας του σηκώνει το γκλομπ. Ετσι θα 'ναι. Το λεν τα μάτια. Οταν μπήκε η καθηγήτρια φιλολογίας στην τάξη, πήρε ο Πέτρος την τσάντα του και με βαριά, ασήκωτα πόδια, και σέρνοντάς τα βγήκε από την τάξη. Ντρεπόταν να βλέπει τα μάτια των συμμαθητών. Μερικοί ίσως να σκεφτότανε και θα το έλεγαν και μεταξύ τους: «Ο πατέρας του Πέτρου είναι μπάτσος! Βαράει!»

Οταν έφτασε στο διαμέρισμα κλείστηκε στο δωμάτιό του. Ξάπλωσε. Να μπορούσε να κοιμηθεί! Να ξεχάσει τα βλέμματα των συμμαθητών. Μα αύριο πάλι θα τα συναντήσει. Δε θα πάει σχολειό. Αλλά, αν δεν πάει, δε θα δει την Πηνελόπη. Αυτή τον κοίταξε, του χαμογέλασε, τα μάτια της έδειχναν λύπη. Ισως και συμπάθεια. Σίγουρα συμπάθεια. Μάλλον και κάτι παραπάνω. Βέβαια! Κάτι παραπάνω. Αυτή η διαπίστωση αγαλλίασε κάπως την καρδιά του, αλλά όταν άκουσε τα σταθερά βήματα του πατέρα και την εύθυμη φωνή του να λέει: «Πέτρο, φτάνει το διάβασμα. Ελα να κάνεις παρέα στον μπαμπά, ώσπου να έρθει η μαμά μας!»

Αναστατώθηκε. Δεν κουνήθηκε από το κρεβάτι. Σα να ξύλιασε το κορμί του. Πώς να τον αντικρίσει; Και τι να του πει; Ολη η τάξη, μπαμπά και σε λίγο όλο το σχολειό θα γνωρίζει ότι υπήρχε η φωτογραφία σου στην εφημερίδα. Τι να πω στους συμμαθητές; Οτι αυτή είναι η δουλιά σου; Γι' αυτήν πληρώνεσαι; Να βαράς;

Ο Πέτρος ήξερε από μικρός πως ο πατέρας του ήταν αστυνομικός, μα ποτέ δεν του πέρασε από το νου, ποια ήταν η δουλιά του. Μια δουλιά όπως και κάθε άλλη. Ετσι νόμιζε.

Πάλι ακούστηκε η φωνή του πατέρα: «Πέτρο! Σε λίγο έρχεται η μάνα! Ελα να με βοηθήσεις να στρώσω το τραπέζι!» «Φώναζε εσύ όσο θέλεις! Δεν έρχομαι», μουρμούρισε και έμεινε ατάραχος στο κρεβάτι.

Και πάλι φώναξε ο πατέρας: «Πετράκη, έλα παιδί μου, έλα παλικάρι μου!» Υστερα αστειεύτηκε: «Φτάνει το διάβασμα, αλλιώς θα βγουν τα γράμματα από τ' αυτιά σου, γιατί δε θα χωρούν στο κεφάλι σου!» έτσι ήταν ο πατέρας. Και με το καλαμπούρι του. Αλλά και με το γκλομπ. Ποιος από τους δυο ήταν; Εκείνος με τα αστεία ή εκείνος με το αγριεμένο πρόσωπο και το γκλομπ στο χέρι; Ομως ο πατέρας ήταν πολλά περισσότερα: Αυτός τον τάιζε, τον έντυνε, τον έστελνε σχολειό, πλήρωνε τα φροντιστήρια. Και με τη μαμά; Δεν ήταν καλός και τρυφερός; Ποτέ δεν τους άκουσε να καυγαδίσουν.

Ναι, ο πατέρας είναι καλός. Με μένα, με τη μαμά, τους γείτονες. Ισως... μπορεί στη φωτογραφία να μην είναι ο πατέρας. Βεβαίως. Δε θα πρόσεξε καλά. Και οι συμμαθητές μες στην ταραχή τους να μη διέκριναν σωστά. Τυχαία ομοιότητα. Αυτό συμβαίνει στη ζωή. Δυο ολωσδιόλου άγνωστοι άνθρωποι να μοιάζουν. Σίγουρα, έτσι θα είναι.

Ο Πέτρος έβγαλε το απόκομμα της εφημερίδας από την τσέπη, ξανακοίταξε προσεχτικά τη φωτογραφία. Υπάρχει ομοιότητα, αλλά δεν είναι ο πατέρας. Αυτό είναι σίγουρο. Ξελάφρωσε. Αύριο, όταν μπει στην τάξη θα φωνάξει με όλη του τη δύναμη: «Ρε, μπουνταλάδες, βρε μαλάκες! Δεν είναι ο πατέρας μου! Μια τυχαία ομοιότητα!»

Τι ικανοποίηση! Φούσκωσε το στήθος του Πέτρου από χαρά. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τα παπούτσια, παντόφλες δε δεχόταν να φορέσει, γιατί αυτές ήταν μόνο για γέρους και για φρόνιμους οικογενειάρχες και σίγουρα και για τα βουτυρόπαιδα.

Βρήκε τον πατέρα, έναν σαραντάχρονο, γεροδεμένο άντρα, με εύθυμα, γοργοκίνητα μάτια.

Ο Πέτρος έβαλε το χέρι στον ώμο του πατέρα, είχαν σχεδόν το ίδιο ανάστημα, και χαμογελώντας είπε απλώνοντας το απόκομμα στο τραπέζι: «Κοίταξε μπαμπά, τι ομοιότητα που έχεις μ' αυτόν τον μπάτσο! Ολοι πιστεύουν στην τάξη πως είσαι εσύ, εγώ όμως θα τους αποδείξω αύριο, πως δεν είσαι εσύ!»

Ο πατέρας έριξε μια ματιά, μια δεύτερη, μετά βυθίστηκε στη φωτογραφία. Την έφερε κοντά στα μάτια, την απομάκρυνε, την άφησε πάλι στο τραπέζι. Στα λίγα δευτερόλεπτα είχε χλομιάσει. Ο Πέτρος τρόμαξε.

«Τι έχεις;» ρώτησε.

Ο πατέρας δεν απάντησε. Εμεινε βουβός για λίγα λεπτά, αλλά ο Πέτρος νόμιζε πως είχαν περάσει ώρες. Σιγά, σιγά και αδύναμα κάθισε στην καρέκλα, αποφεύγοντας να αντικρίσει τα μάτια του πατέρα. Υστερα, πέρασαν ώρες; άκουσε να λέει. Με πολύ σιγανή φωνή: «Εγώ είμαι». «Εσύ; Εσύ;» Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η απογοήτευση; Μπορεί να μετρηθεί; Σε μέτρα; Σε κιλά; Σε τόνους. Μόνο σε τόνους μετριέται. Γιατί τόνους βαρύ αισθανόταν ο Πέτρος το κορμί του. Τόνους κι όμως σηκώθηκε. Κι όταν στεκόταν όρθιος, κάθισε βαριά ο πατέρας στη δικιά του καρέκλα. Κοιτούσε μπροστά του. Στο τραπέζι με τη φωτογραφία. Ανάμεσα στα λουλούδια και τα φανταστικά πουλιά της γιαγιάς.

Μείνανε σιωπηλοί. Πόσο χρόνο; Κι αυτός δε μετριέται. Τέλος, είπε ο Πέτρος αποφασιστικά, προσπαθώντας να δει κατάματα τον πατέρα: «Αύριο, μεθαύριο τελειώνω το σχολειό, ίσως σπουδάσω, κάπου θα εργάζομαι. Οπως όλοι θα έχω κι εγώ προβλήματα, μεροκάματο, μισθό, ώρες εργασίας. Ισως βγω μαζί με τους άλλους στους δρόμους...». Κοίταξε κατάματα τον πατέρα. Αυτός έμεινε σιωπηλός. Τώρα όμως δεν απόφευγε να κοιτάξει το γιο του. Εκείνος συνέχισε: «Στους δρόμους, πατέρα. Φαντάσου: Εγώ, ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Ερχόμαστε. Κι εσείς από την άλλη μεριά. Πολλές σειρές κι εσείς. Κλείνετε το δρόμο. Και μετά βρισκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο. Οπως στη φωτογραφία. Σηκώνεις το γκλομπ. Θα το κατεβάσεις; Ή θα μείνει σηκωμένο και μετά θα το βάλεις στη θήκη του;». Τραύλισε ο πατέρας: «Μα είσαι γιος μου... Πώς θα μπορούσα!...». «Μην αποφεύγεις ν' απαντήσεις. Εγώ θα μπορούσα να μην είμαι, να είναι όμως ένας συμμαθητής, μια συμμαθήτρια (σκέφτηκε την Πηνελόπη), ένας γείτονας».

Ο πατέρας έσκυψε για λίγο το κεφάλι. «Δεν είναι τόσο απλά, Πέτρο, παιδί μου. Υπηρεσία μου είναι, δουλιά μου! Παίρνω διαταγές». «Για να χτυπάς; Να βαράς;»

Βαριά κάθισε ο πατέρας, ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι, στήριξε πάνω τους το κεφάλι. Τι να σκεφτότανε: Μια αρεστή απάντηση για το γιο του; Αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική. Είναι αστυνομικός. Εχει υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία. Ορκίστηκε να την υπερασπίζεται. Είναι δουλιά του. Απ' αυτή τη δουλιά ζούμε. Απ' αυτά τα λεφτά, πληρώνω, γιε μου, τα ρούχα σου, τα φαγητά σου, τα φροντιστήριά σου. Μα αυτά δε θα μπορούσε να τα πει. Τώρα όχι. Ο μικρός θα αντιδρούσε διαφορετικά. Ισως να έλεγε: Αυτά τα λεφτά δεν τα θέλω. Και η μαμά δουλεύει. Μόνο μη φτάσουμε σ' αυτή τη διαπίστωση. Αλίμονο! Καλύτερα λιγότερες κουβέντες, για να μην έχει επιχειρήματα. Και με τον καιρό θα του περάσει. Νέος είναι, θα δει τη ζωή, θα καταλάβει, θα συμβιβαστεί. Οπως όλοι μας.

Τίποτα απ' όλ' αυτά δεν είπε. Δεν ήθελε να δώσει αφορμή για παραπέρα συζήτηση.

Ο Πέτρος όμως περίμενε. Ο πατέρας έπρεπε ν' απαντήσει. Τι θα κάνει με το γκλομπ;

«Πατέρα», είπε ο Πέτρος που έβλεπε τον πατέρα του σκεφτικό, «έτσι κι αλλιώς, μια απάντηση πρέπει να δώσεις. Σήμερα, αύριο, μεθαύριο. Το γκλομπ στη θήκη ή πάνω από το κεφάλι μου;»

Ο πατέρας δεν απάντησε. Σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, κοίταξε έξω. Είδε αυτά, που είχε παρατηρήσει το πρωί ο γιος του. Το συννεφάκι πάνω στο Ποικίλο Ορος είχε μεγαλώσει, μαυρίσει και σκεπάσει το βουνό.

Σιγά, σιγά σέρνεται προς τα προάστια της δυτικής Αττικής. Σε λίγο θα τα σκέπαζε. Και θα έβρεχε.

Πέρα από το δρόμο είχε κρυφτεί στο ξύλινο σπιτάκι ο στραβοπόδαρος σκύλος. Μόνο το κεφάλι του φαινόταν, θλιμμένα έτρεμαν τα τρυφερά φύλλα των δέντρων. Ασχημα χτυπούσαν στ' αυτιά του τα κορναρίσματα, το μούγκρισμα των φορτηγών. Μια μοτοσικλέτα στρίγκλισε στη γωνιά, άφησε πίσω της μια μαύρη ουρά καπνού.

Μελαγχόλησε. Στράφηκε προς τον Πέτρο. Στην πόρτα ακούστηκε η κλειδαριά. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Αλλά το αμήχανο χαμόγελο πάγωσε στα χείλια, όταν άκουσε τον γιο του να λέει σταθερά: «Είμαι απέναντί σου!»


Του
Χρήστου Θ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ