Κυριακή 22 Μάη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Μανιφέστο εκμετάλλευσης και αντιλαϊκών ανατροπών

Το κείμενο που παρουσίασε ο υπουργός Ανάπτυξης, Δ. Σιούφας, αποτελεί μια αρκετά κατατοπιστική σύνοψη των αντιλαϊκών σχεδιασμών κυβέρνησης και ΕΕ

Αδιαμφισβήτητη ομολογία για τα νέα δεινά που επιφυλάσσει η κυβέρνηση στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα συνολικά συνιστά η Εκθεση για την Ανταγωνιστικότητα του 2004, που φέρει τη «σφραγίδα» του «Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης» (ΕΣΑΑ). Μια «δημιουργική» συμπύκνωση κειμένων, αποφάσεων, εισηγήσεων και εκθέσεων της Κομισιόν και της «Στρατηγικής της Λισαβόνας». Η κυβέρνηση επιχείρησε έναν αδέξιο αποπροσανατολισμό, μιλώντας για «επιστημονικό» κείμενο και «προτάσεις» που θα... εξετάσει. Την περασμένη Πέμπτη, μάλιστα, ο υπουργός Ανάπτυξης, Δ. Σιούφας, ζήτησε να μη ρίχνονται στην «πυρά» οι επιστημονικές απόψεις! Σε κάθε περίπτωση, αν η κυβέρνηση θέλει να «εξετάσει» όσα προηγουμένως υπερψήφισε στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αυτό δε σημαίνει ότι και οι εργαζόμενοι οφείλουν να τη συντρέξουν στην πολιτική κοροϊδία της.

Τα ντοκουμέντα της ΕΕ είναι σαφή, όπως και η έκθεση, η οποία τυπικά αποτελείται από το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του ΕΣΑΑ και τη μελέτη του ΚΕΠΕ για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Τα δύο κείμενα έχουν σημαντικές ομοιότητες στο επίπεδο των προτάσεων, συμφωνούν με τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι τώρα η κυβέρνηση και επιχαίρουν γι' αυτά που έχει ανακοινώσει. Συνοπτικά, η ...«αντικειμενική» αυτή προσέγγιση αναλύει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και αποκαλύπτει ότι θα γίνει ακόμη χειρότερη η κατάσταση των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των μικρών ΕΒΕ και αγροτών. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση, η κυβέρνηση δεν υπήρχε περίπτωση να ...τυπώσει την έκθεση με δημόσια δαπάνη.

Μερικά αποσπάσματα της έκθεσης, τα οποία πραγματεύτηκε, είναι ενδεικτικά για το τι οφείλει να κάνει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της πολιτικής που ασκεί:

  • «Αποδυνάμωση των ανταγωνιστικών συνθηκών υπάρχει, επίσης, στην Ελλάδα κυρίως στους κλάδους ή στις περιπτώσεις όπου ισχύουν ακόμα και κρατικές ρυθμίσεις που έχουν ως στόχο τον περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του προσδιορισμού ενιαίου ποσοστού κέρδους και ενιαίου ωραρίου στα φαρμακεία, η θέσπιση ενιαίων υποχρεωτικών αμοιβών για τους συμβολαιογράφους, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, δικηγόρους κ.ά., ο προσδιορισμός ενιαίων υποχρεωτικών εκπτώσεων, η πολιτική επιδοτήσεων στον αγροτικό τομέα για την εξασφάλιση του εισοδήματος των αγροτών αλλά ανεξάρτητα από την ανταγωνιστικότητα της παραγωγικής τους λειτουργίας, η απαγόρευση της ίδρυσης ιδιωτικών ή/και ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, τα εμπόδια εισόδου που υπάρχουν στον κλάδο της Υγείας, κ.ά. Πολλά από τα ανωτέρω αποτελούν μηχανισμούς άσκησης κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής ανακατανομής του εισοδήματος στην Ελλάδα, η οποία όμως ασκείται με τρόπο που αυξάνει το κόστος και υποβαθμίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών».

Σε μια άλλη περίπτωση η διατύπωση είναι πιο «τεχνοκρατική». Διαπιστώνεται ότι σε ορισμένους κλάδους υπάρχει νόθευση του ανταγωνισμού λόγω της δεσπόζουσας θέσης κυρίαρχων επιχειρήσεων. Και συνεχίζουν οι συντάκτες της έκθεσης: «Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο τομέας της ενέργειας όπου κυριαρχούν η ΔΕΗ και τα ΕΛΠΕ, εταιρίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα κατά 49% και άνω του 60% αντίστοιχα. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τα εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά πετρελαίου είναι ακόμα σημαντικά, με στόχο κυρίως την προστασία των εγχώριων επιχειρήσεων διύλισης πετρελαίου». Η ...«ανησυχία» για την έκβαση του ανταγωνισμού θυμίζει την υπόθεση του ΟΤΕ, ο οποίος, προς χάριν των κερδών του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου, εξαναγκάστηκε αρχικά σε αποχή από τη νέα αγορά της κινητής τηλεφωνίας για να επιτρέψει στους ιδιώτες να εγκατασταθούν με κέρδη και αξιώσεις. Οταν αργότερα μπήκε στην αγορά, του επιτράπηκε να έχει τιμές ...«ανταγωνιστικές» μόνο στο βαθμό που δεν απειλούσε τις υπόλοιπες εταιρίες. Είναι προφανές ότι μια μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου στα πετρελαιοειδή και στην ενέργεια - κλάδοι όπου δραστηριοποιούνται ΕΛΠΕ και ΔΕΗ - θα αλλάξει τις απόψεις περί «νόθευσης του ανταγωνισμού», όμως σε κάθε περίπτωση θα πρόκειται για έναν κλάδο εξίσου μονοπωλημένο, όπου τα του ανταγωνισμού θα είναι για τα μάτια του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο εργαζόμενος και η οικογένειά του δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από έναν περισσότερο ή λιγότερο «υγιή» ανταγωνισμό, αντίθετα πάντα χάνουν από την πολιτική που, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, αυξάνει τα τιμολόγια για να έχει ευχαριστημένους τους επιχειρηματίες.

Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι θα προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις με μεγαλύτερη ένταση και εύρος. Η έκθεση υπενθυμίζει τους στόχους: «Οπως προαναφέρθηκε, εταιρίες με κυρίαρχη θέση στην αγορά υπάρχουν στην Ελλάδα τόσο υπό τον έλεγχο του δημοσίου, το οποίο δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην ολοκλήρωση των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης (ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομεία, ύδρευση), όσο και στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός το οποίο επιδιώκει να αντιμετωπίσει το υπουργείο Ανάπτυξης με το προσφάτως κατατεθέν νομοσχέδιο». Στις συμπερασματικές παρατηρήσεις αγγίζεται και το ζήτημα των μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων: «Ειδικότερα δεν θα πρέπει να υποβαθμίζονται τα εξίσου σημαντικά προβλήματα της μικρής εγχώριας αγοράς (που δεν επιτρέπει την αποδοτική λειτουργία πολλών επιχειρήσεων σε κάθε κλάδο) και του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων στο εμπόριο, τον τουρισμό, τη γεωργία και τη βιομηχανία που αποτελεί πηγή σημαντικού κόστους για την οικονομία και για τους καταναλωτές».

Ο «προβληματικός» δημόσιος τομέας

Εκτενής είναι η αναφορά της έκθεσης στο δημόσιο, εντοπίζοντας δυστοκίες, προβλήματα στη λειτουργία του και απαραίτητες αναδιαρθρώσεις. Πρόκειται, βεβαίως, για μια κατεύθυνση που έχει ξεκινήσει από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχει «εκσυγχρονιστικές» βάσεις, βρίσκεται σε εξέλιξη και τελικά αποβλέπει στην παραπέρα υπονόμευση του έτσι κι αλλιώς απαράδεκτου και υποβαθμισμένου δημόσιου τομέα, προκειμένου να διευκολυνθεί η εισβολή του μεγάλου κεφαλαίου σε τομείς δράσης που μέχρι τώρα ανήκαν αποκλειστικά στο δημόσιο. Επισημαίνεται στην έκθεση: «Γενικά, η έλλειψη ανταγωνισμού τόσο στην αγορά των υπηρεσιών, όσο και στην εσωτερική λειτουργία των δημόσιων οργανισμών (πόροι εξασφαλισμένοι από τον προϋπολογισμό, συνθήκες μονιμότητας στην εργασία, αδυναμία εφαρμογής αξιοκρατικών συστημάτων εξέλιξης στην ιεραρχία και αμοιβών που διεκδικούνται και αποσπώνται μέσω κινητοποιήσεων και όχι μέσω της απόδοσης στην αγορά), έχει συντελέσει ώστε πολλές δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμοί να λειτουργούν συχνά ως ομάδες πίεσης για διεκδίκηση αυξημένων απολαβών ή κονδυλίων, ή ως κέντρα απασχόλησης υπεράριθμων υπαλλήλων σε θέσεις που δεν είναι πια αναγκαίες, ενώ υστερούν σοβαρά από την άποψη προσφοράς υπηρεσιών και διευκόλυνσης της λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας».

Η μετατροπή του δημόσιου τομέα σε έναν αποτελεσματικότερο μηχανισμό εξυπηρέτησης του μεγάλου κεφαλαίου, που θα λειτουργεί ώστε να διεκπεραιώνει γρήγορα τις υποθέσεις του, θα ανοίγει δρόμους για την προώθηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, θα είναι οικονομικό ώστε να εξασφαλιστούν περισσότεροι πόροι για τη χρηματοδότηση του κεφαλαίου και θα παραχωρήσει τις πλέον κερδοφόρες υπηρεσίες του σε ιδιώτες, είναι το ζητούμενο της ΕΕ και των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων. Κι αυτή η επιδίωξη βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην τεχνητή αντιπαλότητα ανάμεσα στους εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και σε δυσλειτουργίες που ταλαιπωρούν μερίδα του κόσμου που συναλλάσσεται με αυτό, αλλά οφείλονται πρωτίστως στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία εδώ και δεκαετίες. «Γενικότερα - προσθέτει η έκθεση - η οργανωτική δομή και η λειτουργία του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα και σπατάλη πόρων».

Είναι πάντως ενδεικτικό των αντιλήψεων των συντακτών της έκθεσης και των κατευθύνσεων της ΕΕ, ότι ακόμη και στο τμήμα που ασχολείται με τη γραφειοκρατία στο δημόσιο γίνεται αναφορά στις μικρομεσαίες και στις ...πολύ μικρές επιχειρήσεις: «Ο κατακερματισμός της παραγωγής σε ΜΜΕ και ΠΜΕ συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε γραφειοκρατία. Επίσης, η σοβαρή έκταση της ατιμωρησίας από τη μη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών έχει οδηγήσει στη συσσώρευση άνω των 800.000 υποθέσεων επιχειρήσεων και επαγγελματιών, που έχουν εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις με το δημόσιο, πράγμα που αυξάνει τις απαιτήσεις σε γραφειοκρατία για τον χειρισμό αυτών των υποθέσεων και τη φορολογική επιβάρυνση για τους συνεπείς φορολογούμενους». Κι αυτά λέγονται όταν η φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων μειώνεται διαρκώς!!!

Στις προτάσεις της έκθεσης ο «μη ανταγωνιστικός» (!) δημόσιος τομέας και τα όρια των κρατικών παρεμβάσεων μπαίνουν στο στόχαστρο: «Βεβαίως θα πρέπει να εντείνονται συνεχώς οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών της κακοδαιμονίας της δημόσιας διοίκησης, με μέτρα πολιτικής όπως: (α) Σταθερή πορεία μείωσης του μεγέθους του μη ανταγωνιστικού δημόσιου τομέα και άνοιγμα των αγορών, ώστε με την είσοδο του ιδιωτικού τομέα να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός ακόμη και στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και να αυξηθεί το γενικό επίπεδο παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας της οικονομίας, με περιορισμό της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. (β) Προσανατολισμός του δημόσιου τομέα προς την πραγματική εξυπηρέτηση του πολίτη, στους τομείς που έχει πράγματι αρμοδιότητα και δυνατότητες αποτελεσματικής παρέμβασης. (γ) Απλοποίηση των διοικητικών ρυθμίσεων που επιβάλλονται από το κράτος σε συνδυασμό με τον σταδιακό περιορισμό των παρεμβάσεών του, έτσι ώστε να μειώνεται σταδιακά και η αναγκαία γραφειοκρατία για την παρακολούθησή τους».


Κείμενα:
Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ