Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Στην Πόρτα Ρεάλε

Ενα εντελώς διαφορετικό ταξίδι θα κάνουμε σήμερα. Ενα ευχάριστο ταξίδι, που θα μας επιτρέψει να δούμε να ζωντανεύει ένας θρύλος. Θα πάμε στην Κέρκυρα για να δούμε μια ...πόρτα. Την πόρτα ρεάλε των θρύλων, την πόρτα ρεάλε των Βενετών και την πορταριάλα των Κερκυραίων. Τη μυθική, σχεδόν, πόρτα, που ανέστησε - με την επιμονή και θαύματα γίνονται - ο σχεδιαστής και επιπλοποιός Γιάννης Σιμωνέτης, στο εξαιρετικό ανάτυπό του. Πάμε;

Παμπάλαιοι θρύλοι

«Εχουν ήδη περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που μικρό παιδάκι ο γράφων, ρωτούσα, γεμάτος απορίες, για όλα όσα περιέκλειε ο μικρός ορίζοντας της Κέρκυρας, δηλαδή της πόλης μέσα στην οποία είχα την πολύ μεγάλη τιμή, αλλά και την τύχη να πρωτοαντικρίσω το φως της ζωής. Στον τόπο αυτό, που η κάθε γωνιά του είναι μνήμη και ομορφιά, αλλά είναι συνάμα και ζώσα ιστορία. Για το λόγο αυτό, οι ονοματοθεσίες των χώρων της πόλεως μιλούν από μόνες τους για ιστορίες και θρύλους παμπάλαιους, που, όμως, έχουν το χάρισμα να περνούν ακατάπαυστα από γενιά σε γενιά Κερκυραίων, μεταφέροντας έτσι, μέσα από το DΝΑ, τα φυλετικά στοιχεία που καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο την ιδιομορφία του κάθε λαού. Είτε περιπλανώμενος στα καντούνια και στις μικρές πλατειούλες της πόλεως, είτε κατά τις μικρές οικογενειακές αποδράσεις που πραγματοποιούσαμε τα κυριακάτικα απογεύματα με κάποιο μόνιππο αμάξι, από αυτά που στάθμευαν τότε κοντά στο Παλιό Φρούριο, ήταν σαν ένα αναβάπτισμα στην κολυμβήθρα της κερκυραϊκής ιδέας. Κοντινότερη, αλλά και προσφιλέστερη, διαδρομή ήταν αυτή που οδηγούσε στα νότια προάστια. Δραπετεύαμε έτσι από το παρόν για να βρεθούμε με μια δρασκελιά μέσα στη μυρωμένη αγκαλιά του παραμυθένιου περιβάλλοντος της κερκυραϊκής υπαίθρου. Ακολουθώντας τώρα τη διαδρομή των οδών Ευγενίου Βουλγάρεως και στη συνέχεια τη Γεωργίου Θεοτόκη, περνούσαμε από ένα τρίστρατο που σχημάτιζε κάτι σαν πλατειούλα για να βγούμε αμέσως μετά στο δρόμο που οδηγούσε προς τις νότιες περιοχές. Αυτόν τον κόμβο τον ονομάζαμε «Πορταριάλα». Ομως, αυτή η ονομασία, δεν ξέρω γιατί, δημιουργούσε στην παιδική μου φαντασία την εικόνα μιας πολύ μεγάλης πόρτας ...ανοιγμένης διάπλατα!!! Αλλά αυτός ο χώρος, έτσι που ήταν τότε διαμορφωμένος, δε δικαιολογούσε με κανένα τρόπο την παρουσία μιας τόσο μεγάλης πόρτας, όπως τουλάχιστον την οριοθετούσαν οι προδιαγραφές της παιδικής φαντασίας».

Μια φορά κι έναν καιρό...


«Ετσι είχαν τα πράγματα, ώσπου κάποιο πρωινό, καθώς με έβγαλε περίπατο η νόνα μου η Γκρατσιάνα στο Μποσκέτο, θεώρησα κατάλληλη την ευκαιρία να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για γνώση και έρευνα.

Μπροστά μας ορθωνόταν ο τεράστιος γκρίζος όγκος του Παλαιού Φρουρίου με τον προμαχώνα του Σαβορνιάνο στα αριστερά, ο οποίος φάνταζε μεγαλοπρεπής, ενώ από το δίαυλο της Κοντραφόσα ανέβαινε εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά του στάσιμου θαλασσινού νερού, που αναμειγνυόταν με τα αρώματα των λουλουδιών του Μποσκέτου.

"Για πες μου νόνα", της είπα: "γιατί λέμε "Πορταριάλα" εκείνη την περιοχή που οδηγεί έξω από την πόλη, αφού δεν υπάρχει καμιά πόρτα εκεί πέρα;".

Το συνήθως απόμακρο ύφος της νόνας μου φάνηκε να φωτίστηκε από μια παράξενη λάμψη. Ισως αυτή η ερώτησή μου να έφερε στη μνήμη της κάποιες παλιές ξεχασμένες εικόνες και γεγονότα από την περασμένη της ζωή.

Φαίνεται όμως πως αυτή τη φορά διαπίστωσε ότι όντως οι απορίες μου ήταν ειλικρινείς. Με ήξερε άλλωστε πολύ καλά! Εφτιαξε λίγο το καπελίνο της και άρχισε να διηγείται κάτι παλιές ιστορίες για τα τείχη και τα κάστρα της Κέρκυρας, από όσα είχε ακούσει, αλλά και από όσα είχε και η ίδια ζήσει από τότε που ήταν νέα. Και ήταν τούτη η διήγηση σαν ένα μαγευτικό παραμύθι που το άρχισε με την κλασική εισαγωγή: "Μια φορά και έναν καιρό...". Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, παρενέβαλε η νόνα μου λέξεις ιταλικές, κατά τη συνήθειά της. Είπε για "φορτέτσες" και για θεόρατα "μουράγια", για τις μεγάλες καστρόπορτες με "μαρμαρένια" αγάλματα και μεγάλα ξύλινα σιδεροδεμένα "πορτόνια", που τα φύλαγαν σολντάτοι με φανταχτερές στολές. Και όλα αυτά, είπε, τα έφτιαξαν οι Βενετσιάνοι μέσα στους αιώνες που έμειναν στο νησί μας για να το ...προστατέψουν από τους εχθρούς!


Ας μου επιτραπεί εδώ να παρεμβάλω μία διευκρίνιση: "Δυο γάιδαροι μάλωναν σε ξένον αχερώνα", δηλαδή οι Τούρκοι με τους Βενετσιάνους!

Στα μουράγια λοιπόν της Πορταριάλας, έφτιαξαν την πιο σπουδαία και πιο μεγάλη πόρτα, που ήταν τόσο, μα τόσο όμορφη, ώστε την ονόμασαν «Πόρτα Ρεάλε», δηλαδή Πόρτα Βασιλική και είχε στην κορφή της το λιοντάρι του Αϊ - Μάρκου της Βενετίας. Κάποτε όμως, καθώς άλλαξαν οι καιροί, ήρθαν άλλοι ξένοι σολντάτοι (δηλαδή στρατιώτες). Οι Γάλλοι στην αρχή, που έδιωξαν τους Βενετσιάνους. Υστερα ήρθαν οι Αγγλοι, που ανάγκασαν τους Γάλλους να φύγουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους τη Γαλλία. Τελικά, έμειναν οι Αγγλοι κάποια χρόνια, ώσπου έφυγαν και αυτοί για να μείνουν μόνοι, στην Κέρκυρα και στα άλλα νησιά, οι Ελληνες, για να κουμαντάρουνε τον τόπο τους. Αλλά πριν φύγουν οι Αγγλοι για την πατρίδα τους, την Αγγλετέρα, γκρέμισαν πολλά μουράγια και φορτέτσες που ήσαν γύρω από την πόλη. Μα, όταν έφτασαν στην πανέμορφη Πόρτα Ρεάλε, εκεί σταμάτησαν την καταστροφή. Δε βάσταξε η ψυχή τους να χαλάσουν τούτη την ομορφιά και δεν την πείραξαν για να τη χαίρονται και να την καμαρώνουν οι Κερκυραίοι στους αιώνες που θα 'ρθουν.

Πέρασαν πάλι ήσυχα κάποια χρόνια, ώσπου ένας πολύ κακός δήμαρχος, μαζί με κάποιους κακούς κονσιλιέρους (συμβούλους), οι οποίοι αποφάσισαν να κάνουν τη μεγάλη "κατάστροφα" γκρέμισαν αυτή την πολύ όμορφη "Πόρτα Ρεάλε", η οποία από εκείνη την εποχή έπαψε πια να υπάρχει...".

Αυτές ήταν, μέσες - άκρες, οι εξιστορήσεις της νόνας Γκρατσιάνας για την "Πορταριάλα των θρύλων", πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια, ένα καλοκαιριάτικο πρωινό στο Μποσκέτο της Κέρκυρας. Και με αυτή την υπεραπλουστευμένη σύνοψη ιστορικών γεγονότων, που κάλυψαν ακριβώς τρεις αιώνες από τη μακραίωνη Κερκυραϊκή Ιστορία, έκαμα την πρώτη γνωριμία με τη θρυλική "Πορταριάλα"».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ