Την καλλιτεχνική επιμέλεια του τόμου και τη μακέτα του εξωφύλλου έκανε η εγγονή του ζωγράφου, Βαλεντίνη Σεμερτζίδου.
Στη Ρόδο έζησε ο Βάλιας από το 1963 έως το 1982 και δημιούργησε πολλές συνθέσεις του στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, σε ξενοδοχεία, ταβέρνες και τοιχογραφίες στο συνεδριακό κέντρο στο Ροδίνι. Φιλοτέχνησε ακόμα προσωπογραφίες - τους δημάρχους. Τα έργα πρόσφεραν ελληνικές πινακοθήκες, ιδιώτες, η γυναίκα του Ρούλη Σεμερτζίδου κι ο γιος του Μάριος.
Στο βασικό κείμενο του τόμου, που έγραψε ο καθηγητής Ιστορίας Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, με τίτλο «Εισαγωγή στο ζωγραφικό σύστημα του Βάλια Σεμερτζίδη», παρατηρεί: «Ο Σεμερτζίδης συγκεντρώνει τη μοναδική ποιότητα να συνιστά ένα πράγματι ειδικό γεγονός στην ιστορία της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής, κατά τούτο ότι, μολονότι, από την παρατήρηση του έργου του, γίνεται άμεσα αντιληπτή η αυστηρά λογική διάρθρωση της αναλυτικής του επεξεργασίας, αυτή συνδυάζεται, ζει ταυτόχρονα, με μια διαισθητική χρήση του χρώματος, ως κατεξοχήν "παραστατικού" στοιχείου διασύνθεσης της εικόνας με την έννοιά της. Ωστε, κατά κάποιον τρόπο, στην εργασία του καλλιτέχνη η καλλιτεχνική ιστορία λειτουργεί ζωντανά ως ένα δραστήριο όργανο χειρισμού της προσωπικής του καλλιτεχνικής διαχείρισης και της χρήσης των εκάστοτε επιλογών του. Το έργο κινείται μεταξύ της "σύνοψης" του κόσμου σε ένα "συνεκτικό", ενιαίο εικονογραφικό βλέμμα προερχόμενο από τον Σεζάν, προς την "πυκνότητα" του κόσμου από μια "παράθεση" και τη συγκέντρωση σε ένα ενιαίο, πυκνό πεδίο των πολλαπλών βλεμμάτων της περίοπτης "κυβιστικής ανάλυσης", μέχρι τέλος τη "χρωματική εξομοίωση της εικόνας του βλέμματος με το αντικείμενο" - που συναντούμε στον πρώιμο Καντίνσκι».
Ο Βαλεντίνος Σεμερτζίδης είχε γεννηθεί το 1911 στο Κρασνοντάρ Καυκάσου, από πατέρα Λαζό (Ελληνο-Πόντιο) και μητέρα Ρωσίδα - Καυκασιανή και πέθανε στην Αθήνα το 1983. Το 1923 η οικογένεια Σεμερτζίδη έρχεται στην Ελλάδα και μένει στην Κοκκινιά, έως τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το 1940, οπότε ανεβαίνει στην Αθήνα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών μπαίνει το 1928 και στο εργαστήρι Παρθένη το 1932, όπου τον βρίσκουμε και το 1935-36. Ως το 1937 ασχολείται με πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. Σαν ζωγράφος παρουσιάζεται το 1927 σε ομαδική ερασιτεχνική έκθεση στην Καλλιθέα. Επαγγελματικά πρωτοπαρουσιάζεται το 1935 στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και την άλλη χρονιά γίνεται μέλος στην ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», που μ' αυτή εκθέτει το 1937.
«Αντάρτης κλέφτης παλικάρι,
πάντα είν' ο ίδιος ο Λαός...».
Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος, με το ντουφέκι και με τις μπογιές ζωγράφιζε και σκιτσάριζε με το μολύβι τη σκληρή ζωή με τους ανθρώπους στο βουνό και τον αγώνα που έκαναν οι αντάρτες. Το πολύτιμο αυτό υλικό αξιοποιήθηκε αργότερα και συνθέσεις με μεγάλες διαστάσεις γέμισαν το εργαστήρι του. Μερικά από τα θέματά του: «Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης στ' Αγραφα»», «Λαϊκό δικαστήριο», «Αντάρτης», «Εκτέλεση 1η Μάη 1944», «Μπροστά στο θάνατο», «Θέατρο στο βουνό» (έργα 1944-46, το τελευταίο δημοσιεύτηκε σε εξώφυλλο του περιοδικού «Θέατρο»).
Ο φίλος μου Βάλιας, πριν το θάνατό του, μου είπε: «Ευχαριστώ το μεγάλο λαό μας, που στα βουνά και στους κάμπους και στα νησιά με τη ζωή και τους αγώνες του με οδήγησε στη δημιουργία του έργου μου».
Στις σημειώσεις πάνω στο έργο του, ο Βάλιας γράφει στις 24-5-1945 στην Αθήνα: «Σήμερα άρχισα χρώμα το "Λαϊκό Δικαστήριο" και συνέχεια την "Αυτοδιοίκηση". Χτες δούλεψα τον "Οργωτή από το Στένομα" και τον "Διαφωτιστή". Προχτές το "Βελούχι" χιονισμένο. Σχεδίασα μια ομάδα από αγωνιστές. Τώρα έχω σχεδιασμένα "Βίνιανη", "Ανοιξη", "Διαδήλωση", "5 του Μάρτη 1943". Το Εθνοσυμβούλιο δεν το δούλεψα, όπως και τα "παιδιά πείνας". Η δουλιά που έχω μπροστά μου είναι σε μια φάση που έχει δυσκολίες. Ο διαφωτιστής που μιλάει στους βουνίσιους είναι σε μια πολύχρωμη προετοιμασία, όπως και όλα τ' άλλα».
Το 1967 παρουσιάστηκε μια κινητή έκθεση από 70 έργα του σ' όλη τη Σοβιετική Ενωση, χωρίς να παρευρίσκεται ο καλλιτέχνης. Του απαγόρευσε η χούντα να πάει στη Ρωσία. Εργα του υπάρχουν στα μουσεία Τασκένδης, Πούσκιν στη Μόσχα και στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ. Με επίσημες προσκλήσεις παρουσίασε έργα του το 1973 στο Λιβόρνο και το 1974 στη Φεράρα. Το 1980 στη Διεθνή Εκθεση Χαρακτικής στο Βερολίνο και την ίδια χρονιά στη Μόσχα. Στις τελευταίες εκθέσεις του στο εξωτερικό όλα τα έργα του ήταν εμπνευσμένα από τη Ρόδο. Γι' αυτή τη δουλιά του, ο διάσημος τεχνοκριτικός Μοροζίνι έγραψε πως «η ζωγραφική του Σεμερτζίδη ήταν ατομική βόμβα για την Ιταλία».
Τον Απρίλη 1977, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με αναδρομική έκθεση, όπου παρουσιάστηκαν 122 μεγάλα και μικρά έργα του, από το 1935. Σαράντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας. Την ίδια χρονιά στην αίθουσα «Πανσέληνος», που είχε ο ζωγράφος Θανάσης Μπακογιώργος στη Σαλονίκη.
Από τις εκδόσεις «Γκοβόστη», στο παρελθόν, κυκλοφόρησε λεύκωμα όπου δημοσιεύονται 65 χρωματιστά και 45 μαυρόασπρα έργα και μια επιλογή από κριτικές, για τη ζωγραφική και τη χαρακτική του Βάλια, από τον Παπαντωνίου ως τους Ρώσους και Ιταλούς κριτικούς. Χαρακτηριστικό είναι πως οι κριτικές, στο περιεχόμενο και στη μορφή του έργου του, συμπίπτουν από τον Παπαντωνίου ως τους Ρώσους.
Η καλλιτεχνική προσφορά του Βάλια στη Ρόδο είναι μεγάλη, όπου ζούσε, εμπνεόταν και δημιουργούσε έως τις τελευταίες στιγμές του. Ολόκληρο το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο στο νησί είναι Μουσείο Τέχνης. Σε μια αίθουσα υπάρχουν 13 έργα του, σε μιαν υπέροχη κλίμακα κι αξιοθαύμαστη στην τεχνική και συνθετική ομορφιά, που ιστορούν τα Δωδεκάνησα. Σε άλλη αίθουσα υπάρχουν πέντε μεγάλα πορτρέτα με προέδρους του Επιμελητηρίου. Και το μεγαλούργημα που έδωσε ο Βάλιας στη Ρόδο είναι μια φρίζα στο Επιμελητήριο, με μάκρος 16 μέτρα κι ύψος ένα. Γενικό θέμα της ο άνθρωπος και η δραστηριότητά του στα Δωδεκάνησα. Είναι τεράστια σύνθεση, με 4 μεγάλα έργα, με 40 φιγούρες. Εκανε 500 προσχέδια για να καταλήξει ο καλλιτέχνης στο αποτέλεσμα.
«Ο Σεμερτζίδης είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρεαλιστές της δημοκρατικής τέχνης», έγραψε ο κορυφαίος Ρώσος ιστορικός της Τέχνης Βαντίμ Πολεβόι, για το λεβέντη ζωγράφο και χαράκτη στην Εθνική Αντίσταση, στο μνημειώδες τρίτομο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Τέχνης», που κυκλοφόρησε στη Ρωσία.
Ακριβώς, ρεαλιστής κι ασυμβίβαστος στην τέχνη του υπήρξε ο Βάλιας Σεμερτζίδης.