Σάββατο 22 Απρίλη 2006 - Κυριακή 23 Απρίλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το καράβι

Παπαγεωργίου Βασίλης

Εδώ και λίγο καιρό ο κυρ-Μήτσος έγινε υπάλληλος φαρμακαποθήκης. Κουβαλάει πακέτα στο ένα και στ' άλλο φαρμακείο και είναι κι ευχαριστημένος που θα τα καταφέρει - πρώτα ο Θεός - να συμπληρώσει τα συντάξιμα χρόνια. Ολιγαρκής άνθρωπος με ήρεμο και πάντα γελαστό πρόσωπο και με μεγάλη καρδιά, που χωράει τον κόσμο όλο.

Πάνω απ' όλα, κάνει εντύπωση η αισιοδοξία του, το κέφι του που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε και όταν αναγκάστηκε σε περασμένη πια ηλικία, να κλείσει το κουρείο και να γυρέψει μεροκάματο στα ξένα χέρια.

Σε άλλον, μια τέτοια καρπαζιά θ' άφηνε σημάδι. Θα βάθαινε ίσως περισσότερο τις λεπτές χαρακιές του προσώπου και η θωριά του θα έδειχνε λιγότερο γελαστή. Ομως, εκείνος, γελαστός σα να μη συνέβη τίποτα, αφηγείται τα καθέκαστα της ζωής του, πώς έγινε κουρέας και πως δεν είχε την ικανότητα να μαντέψει πως θα ερχόταν μια εποχή, η παρούσα, που οι άνδρες θα 'μεναν ακούρευτοι σαν τις γυναίκες.

Πού να το φανταστεί τότε, λέει, πνιγμένος στα γέλια, να διάλεγε πιο στέρεο επάγγελμα, να μην τον άφηνε στη μέση...

Και να πεις ότι είναι καμωμένος από σκληρή πάστα ο Κυρ-Μήτσος; Μακριά από ηρωισμούς και κατορθώματα, όταν δεν το επιβάλλουν οι περιστάσεις! Και από το αλβανικό μέτωπο σαν γύρισε τραυματίας, ποτέ δε μίλησε για παλικαροσύνη. Τα παιδιά του δεν άκουσαν από το στόμα του ιστορίες πολέμου με αγριάδες και αίματα. Γέλια μονάχα άκουγαν και κωμικές σκηνές γαρνιρισμένες με το δικό του αλατοπίπερο.

- Καλέ αυτός είναι γεννημένος για ηθοποιός, συμφωνούσαν όσοι τον ξέρουν καλά. Με το τίποτα κι από το τίποτα βγάζει γέλιο. Το ταλέντο του, φυτό που δεν μπόρεσε να δείξει το άνθος του. Και αυτό εξαιτίας των όσων μεσολάβησαν από τη γέννησή του και δω...

Λίγο μετά τον ερχομό του στον κόσμο, έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή κι έμεινε ορφανός από μητέρα και πατέρα. Θυμάται το καράβι που τον έφερε στον Πειραιά και τα πρώτα του βήματα στην καινούργια πατρίδα.

Πρωτοδούλεψε πριν γίνει δέκα χρόνων σ' ένα ποδηλατάδικο και τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκεπαστήκανε μόνιμα από τη μουντζούρα. Μέσα στη μουντζούρα έτρωγε, μέσα στη μουντζούρα κοιμόταν, μουντζούρικα όνειρα έβλεπε! Στο πατάρι του μαγαζιού με τις γάτες και τα ποντίκια να παίζουν κρυφτό, παράδινε το ταλαιπωρημένο του κορμί στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόλις έκλεινε το μαγαζί, τον κλείδωνε μέσα τ' αφεντικό και τον απελευθέρωνε το πρωί για να πιάσει δουλιά. Πραγματικό σκλαβάκι, για ένα λερωμένο ξεροκόμματο. Πιότερο από την κακοπέραση και την ορφάνια όμως, τον βασάνιζε η έλλειψη της ελευθερίας, που για να την αποκτήσει άρχισε να σκάβει σιγά - σιγά το χώμα στο δάπεδο, ώσπου τα κατάφερε κι άνοιξε ένα λαγούμι απ' όπου έβγαινε με την κοιλιά κι απολάμβανε την ελευθερία του. Το ωραίο είναι ότι τα κατάφερε να ξαφρίζει και μερικές δεκάρες από τον μπεζαχτά κι έτσι εξασφάλισε, ζεστό φαΐ στο μαγειρείο. Μετά έκανε το βραδινό του περίπατο στα «Λεμονάδικα», συμπλήρωνε το φαγητό του με κανένα σάμαλι, χάζευε τις σιλουέτες των καραβιών - να ήταν άραγε ανάμεσά τους το καράβι που τον έφερε; - και καμιά φορά πήγαινε και στο σινεμά για να δει «κλέφτες και αστυνόμους», και ήταν με το βασιλιά γενιά!! Το μόνο του παράπονο ήταν ότι δεν μπορούσε να έχει κι ένα ποδήλατο στις βραδινές του εξόδους, να γυρίζει εδώ κι εκεί και να πηγαίνει ως το Πέραμα! Υστερ' απ' όλα αυτά, γύριζε στο μαγαζί για να μπει έρποντας στο καβούκι του κι ούτε γάτα ούτε ζημιά! Λογάριαζε μάλιστα, χωρίς ...τον ξενοδόχο, να βρει τρόπο να βγάζει και το ποδήλατο και δεν αποκλείεται να τα κατάφερνε αν δεν τον έπαιρνε μυρουδιά τ' αφεντικό και δεν του χάριζε, μια για πάντα, την ελευθερία του...

Επειτα από πολλές περιπλανήσεις έπιασε δουλιά σε κουρείο. Από τη μεγάλη βρωμιά, στη μεγάλη πάστρα, δεν είναι και τόσο εύκολο να συνηθίσει κανείς και αυτό όσο να 'ναι, δυσκόλευε το μικρό ήρωα της βιοπάλης, που εκεί που δεν ήξερε το σαπούνι, τώρα με τις σαπουνάδες περνούσε την ώρα του. Ετσι και δεν την έφτιαχνε καλή, έπεφτε σφαλιάρα... για να μάθει! Κάποτε έβγαινε έξω για διάφορα θελήματα και τότε ανακάλυπτε ότι υπήρχαν και ανέμελα παιδιά που έπαιζαν χωρίς φροντίδες και έγνοιες, πως νοιάζονταν οι γονείς τους γι' αυτά και τον έπαιρνε το παράπονο κι έκλαιγε σε κάποια γωνιά, για να γυρίσει αργοπορημένος στο κουρείο και να εισπράξει την καρπαζιά του για ...να μην είναι άταχτος και του τις βρέχει ο πρώτος «τυχόντας»!

Προσπάθησε, η αλήθεια, τ' αφεντικό του, να τον κάνει όχι μόνο καλό κουρέα, αλλά και καλό άνθρωπο (!) ξυλοφορτώνοντάς τον όλη την ώρα, μα όταν είδε ότι πηγαίνει χαμένος ο κόπος του, τον ξεφορτώθηκε για καλά, πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων για να γλιτώσει και κάποιο φιλοδώρημα!

Τώρα είχε όλο τον καιρό να πηγαινοέρχεται στην προκυμαία από το Παλατάκι ως τον Αγιο Διονύση, να χαζεύει τα καράβια και ν' ανακατεύεται στις συζητήσεις των ναυτικών, όπου δυο κι αυτός τρεις. Σε μια στιγμή του ήρθε η ιδέα να τρυπώσει σ' ένα ποστάλι και να πάει σε τόπους μαγικούς, που μόνο η φαντασία του ήξερε να φτιάχνει! Τελικά, την προσοχή του τράβηξαν τα πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια μπροστά στην Αγία Τριάδα. Τι λαχταρούσες και δεν το 'βρισκες. Παράδεισος των παιδιών εκείνοι οι πάγκοι... Κι ο κόσμος να περνάει από μπροστά τους και ν' αγοράζει ό,τι προστάζανε τα παιδιά.

- Μπαμπά θέλω αυτοκινητάκι, θέλω βαπόρι, θέλω φυσαρμόνικα, θέλω τόπι, θέλω... θέλω... θέλω... Ο Μήτσος ήθελε μια φυσαρμόνικα, τίποτ' άλλο. Μια φυσαρμόνικα που θα 'κανε τους καημούς του τραγούδι και θα γινόταν ξακουστός σε όλο τον Πειραιά. Αντάλλαξε το χαρτζιλίκι του με αυτή κι άρχισε να σφυρίζει άγρια χωρίς σταματημό, ώσπου τον κυνήγησε ο πολισμάνος! Και καλά που δεν τον έπιασε να τον κλείσει στην «ψειρού» κι άντε να βγει από κει μέσα, που δε θα μπορούσε να σκάψει όπως στο ποδηλατάδικο, επειδή το δάπεδο θα ήταν από τσιμέντο...

Τελικά, το επάγγελμα του κουρέα τον κέρδισε, κι εκείνος τα προς το ζην από αυτό, για πολλά, πολλά, χρόνια. Λίγο ακόμη να καθυστερούσε η μόδα της ακουρεψιάς και θα τον έβγαζε παλικάρι. Μα το κουρείο του, που δεν είχε ποτέ αδειανό κάθισμα και ήταν το εντευκτήριο των νέων της περιοχής, ερήμωσε, επειδή η επιχειρηματική δραστηριότητα του κυρ-Μήτσου στηριζόταν στον καθαρό σβέρκο τους! Τώρα ποιος νέος κουρεύεται; Θύμα της μόδας λοιπόν, έμεινε άνεργος για αρκετό διάστημα, ώσπου βρήκε επιτέλους δουλιά στη φαρμακαποθήκη.

Ο πρώτος του μισθός συνέπεσε με τις γιορτές και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ν' αγοράσει, παραμερίζοντας άλλα πιο βασικά είδη, ήταν μερικά παιχνιδάκια για τα φτωχόπαιδα της γειτονιάς. Ανάμεσα στα ψώνια του, μια φυσαρμόνικα κι ένα πλαστικό καραβάκι. Το καράβι που τον έφερε από την πατρίδα μικρό υπάρχει πάντα ξεθωριασμένο στο νου, και μοιάζει θαρρείς με το παιχνίδι που αγόρασε. Αυτό θα το κρατήσει για τον εαυτό του, για να βάζει πάνω του τα όνειρά του και να ταξιδεύει στο φουρτουνιασμένο πέλαγο της ζωής. Ενα από αυτά που δε θα σβήσει ποτέ και του δείχνει τη ρότα της ζωής είναι η απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη μέγκενη της φτώχειας που κρατάει σφιχτά ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού εξαιτίας της κοινωνικής αδικίας. Πού θα πάει; λέει, θα γυρίσει κάποτε, ο τροχός καθώς τοποθετεί τα φάρμακα στο ράφι και η λαχτάρα του για αλλαγή λάμπει προς στιγμή στα κουρασμένα μάτια του.


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το άρωμα και η βρώμα του... (2015-09-19 00:00:00.0)
Μια παλιά παλιά, πολύ παλιά φυσαρμόνικα (2003-02-23 00:00:00.0)
Θύμα αστυνομικής βίας σύρθηκε στα δικαστήρια (2001-11-30 00:00:00.0)
Σχολείο και απόσπασμα (2000-11-26 00:00:00.0)
Αντίθετες εκτιμήσεις ενόψει της άφιξης Ρος (1998-09-05 00:00:00.0)
"Μάστορα", όταν έλεγες εμείς, τι εννοούσες; (1995-04-30 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ