Κυριακή 7 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Οι χτεσινές υπηρέτριες και οι σημερινές μετανάστριες

«Πρέπει να γίνη κοινωνικό ζήτημα. Είναι κόσμος ολόκληρος αυτός των υπηρετριών. Κόσμος ο οποίος πάσχει και όστις αναξιοπαθεί... Να ζήσωσιν... χωρίς να τυραννώνται, χωρίς να κακοπληρώνονται, χωρίς να βασανίζονται, χωρίς να δέρωνται, χωρίς να θυσιάζονται, χωρίς να ατιμάζονται, χωρίς να εκπορνεύονται».

Εχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που ο «πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας», ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ύψωνε τη φωνή του για να υπερασπιστεί τις σκλάβες της εποχής του, τις υπηρέτριες που συνέρρεαν στις πόλεις και ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα από τα χωριά και οι γονείς τους θεωρούσαν μεγάλη τύχη που βρήκαν δουλιά στην Αθήνα. Οι υπηρετριούλες, οι ψυχοκόρες, συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα αστικά σπίτια και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ερήμωσε τα χωριά... Σήμερα, η σχετική αρθρογραφία του Βλάση Γαβριηλίδη είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, εξαιτίας των οικονομικών μεταναστριών, που καλύπτουν (;) τα κενά της κρατικής κοινωνικής πολιτικής, υφιστάμενες συχνά άγρια εκμετάλλευση.

Διαβάσαμε τα άρθρα του πρωτοπόρου της δημοσιογραφίας Γαβριηλίδη στο βιβλίο του Κώστα Σαρδελή, που πρόσφατα παρουσιάστηκε στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Αγνωστος για τους πολλούς ο Βλάσης Γαβριηλίδης, που έβλεπε το επάγγελμά του σαν λειτούργημα, δε συμβιβάστηκε με την εξουσία, φυλακίστηκε και παραλίγο να δολοφονηθεί από ροπαλοφόρους για τα άρθρα του κατά του θρόνου! Το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ, θέλοντας να τον τιμήσει, ανέθεσε στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Κώστα Σαρδελή τη συγγραφή μελέτης για τη ζωή και το έργο του. Μέσα από τις σελίδες αυτής της μελέτης, βλέπουμε και τον υπέρμαχο της ισότητας των δύο φίλων, τον συμπαραστάτη των φτωχών και των εργαζομένων. Κι εδώ πρωτοπόρος! Να, λοιπόν, τι γράφει, ανάμεσα σε άλλα, στην εφημερίδα του «Ακρόπολις».

Η δουλίτσα

«Προχθές την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς, τα μπουντρούμια της αστυνομίας εδέχθησαν μέσα εις μολυσμένην ατμόσφαιραν την μικρή δουλίτσαν. Ερημον εντελώς. Πήρε τα μάτια της και έφυγε από του αφεντικού της το σπίτι. Την έδερναν αλύπητα. Την έδερνε ο αφέντης, την εξυλοκόπη η κυρία, τα παιδιά. Ολοι την έδερναν.

Και δεν εκράτη πλέον. Εύρεν ανοικτήν την πόρταν και σαν τα σκυλιά, τα οποία δεν εσυνήθισαν το σπίτι ακόμη, βγήκε έξω και έφυγε. Φεύγει ακόμη. Επλανήθη εις όλας τας οδούς των Αθηνών. Ηλθε το μεσημέρι. Επείνα. Ηρχισε να κλαίη. Ο κόσμος άπονος, αλύπητος... Κανείς δεν την ηρώτησε πού πηγαίνει. Και ήτο κρύο διαβολεμένο, μα αυτή ξυπόλυτη, μ' ένα παλιό μεσοφούστανο, με τσόκαρα στα βαθυκίονα από τη μελανάδα του ψύχους ποδάρια της. Πεινούσε και κρύωνε.

Το μικρό της μυαλό αγρίεψε. Ολο τον κόσμο τον ενόμιζε εχθρό της. Τον ενόμιζε ότι ήτο αφέντης της, ότι ήτο η κυρία της ή τα παιδιά του αφέντη της... Την είδε ο αστυνομικός κλητήρ... την εμάζευσε.

Ομοιαι σκηναί ίσης και μεγαλύτερης τραγικότητας εκτυλίσσονται καθημερινώς. Αφεντικά αμόρφωτα, κυρίαι οξύχολοι... παιδιά κακοαναστημένα, παιδιά έχοντα άγριον παράδειγμα εκ των γονέων των, γίνονται ήρωες των τραγικοτέρων, των απανθρωποτέρων σκηνών...».

Αναίσθητοι από το ξύλο...

«Εις γνωστήν αθηναϊκήν οικογένειαν, έχουσαν βαθμούχους εν τη πολιτεία καλούς πολίτας κατά τα άλλα, είχε προσληφθεί νεαρά γυνή ως υπηρέτρια. Είχε σύζυγον απουσιάζοντα. Ηλθε τέλος πάντων και μετέβη προς συνάντησίν της. Τι απλούστερον...

Ο εις των υιών της οικογενείας το γνωρίζει. Παραγγέλλει εις τον σύζυγον να την ιδή και να φύγη. Ο δυστυχής σύζυγος υπόσχεται να υπακούση, αλλά τις γνωρίζει πόσον καιρό είχε να ιδή την σύζυγόν του. Και μένει περισσότερον παρά την επιθυμίαν του αφεντικού. Ο υιός υποψιάζεται ότι δεν εισηκούσθη η διαταγή του. Και μετά τινά ώραν εξέρχεται του δωματίου του προς επιθεώρησιν. Εννοεί η πτωχή υπηρέτρια τον λόγον και αποκρύπτει τον σύζυγόν της. Αυτός όμως δεν εξαπατάται ευκόλως. Ερευνά το σπίτι και στο κελάρι τον ανακαλύπτει.

Το τι επακολούθησεν είναι απερίγραπτον. Αγριότερον ξυλοκόπημα αδύνατον να φανταστεί κανείς... Ο σύζυγος και η υπηρέτρια μένουσιν αναίσθητοι από το ξύλο. Ο άγριος υιός της κυρίας εκδιώκει τον σύζυγον, βοηθούντων και των ιδικών του ποδών διά να εξέλθη εις τον δρόμον. Εκείθεν τον στέλλουσι εις το νοσοκομείον. Εκεί συνήντησε την άτυχη υπηρέτριαν...

Τοιαύτα δράσεως αφεντικά είναι άπειρα... Είτε μικραί είναι και από της οικογενείας των μεταφέρονται εις τη δουλιάν, είτε μεγάλαι και αγοραπωλούνται, όπως αι μετοχαί της πιστωτικής ή των μεταλλουργείων Λαυρίου εις τα χρηματιστήριά των, τα οποία καλούνται υπηρετομεσιτικά γραφεία...»

...και οι σημερινές μορφωμένες σκλάβες

Τα χρόνια πέρασαν, «οι σκλάβες ή υπηρέτριες», οι δούλες, ή «ψυχοκόρες» του 19ου και του 20ού αιώνα, που ενέπνευσαν μια ταινία όπως το «Προξενειό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη, τείνουν να εκλείψουν. Ομως, την Αννα των μεταπολεμικών χρόνων υποκαθιστά επάξια η «Λιούμπη» της Λάγιας Γιούργου, η κάθε Λιούμπη, μικρή ή μεγάλη, που προέρχεται είτε από την Ασία, είτε από την Αφρική, είτε κυρίως από τις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού κόσμου: Γυναίκες που σπούδασαν μια τέχνη ή μια επιστήμη οι περισσότερες, για να κάνουν μια δραματική στροφή στη ζωή τους, φροντίζοντας ατέλειωτες ώρες ηλικιωμένους και άρρωστους, κάνοντας τις πιο δύσκολες και απωθητικές δουλιές...

Μπορεί οι σημερινές οικονομικές μετανάστριες να μην ξυλοκοπούνται από τα αφεντικά τους, όπως στο παρελθόν. Ομως, είναι το ίδιο στερημένες από τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, αφού τη ζωή τους λίγο απέχει από τη σκλαβιά. Αν οι κυρίες τους ή οι άρρωστες δεν τις κακοποιούν, όμως δεν έχουν σχεδόν καθόλου χρόνο για τον εαυτό τους παρά λίγες ώρες την Κυριακή, οπότε το μόνο που προλαβαίνουν είναι να δουν κάποια συμπατριώτισσά τους ή να κάνουν μια βόλτα στην έρημη πόλη. Ταινίες, όπως η «Ρακούσκα» της Φωτεινής Σισκοπούλου και «Ενας λαμπερός ήλιος» του Βασίλη Λουλέ, δείχνουν ορισμένες πλευρές της ζωής τους. Ομως, η πραγματικότητα μπορεί να είναι ακόμα πιο σκληρή για χιλιάδες γυναίκες. Γυναίκες που εγκατέλειψαν τη δουλιά που διάλεξαν στην πατρίδα τους, για να μπορέσουν να ζήσουν την οικογένειά τους και ιδίως τη νέα γενιά. Γυναίκες πιανίστριες, που σήμερα τα δάχτυλά τους δεν μπορούν παρά να αλλάζουν πάμπερς, νέες κοπέλες που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους και στέλνουν ό,τι βγάζουν και δε βγάζουν στη μακρινή πατρίδα. Γυναίκες που ήρθαν για λίγο και αναγκάστηκαν να μείνουν χρόνια, χωρίζοντας ουσιαστικά από τους άντρες τους, υπομένοντας ιδιοτροπίες και παράλογους περιορισμούς από τους εργοδότες τους, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς... Πώς θα ανασάνει όλος αυτός ο κόσμος, αν δεν οργανωθεί συνδικαλιστικά, αν δεν παλέψει με τα ταξικά συνδικάτα, που με επιμονή προσπαθούν να ανοίξουν το δρόμο του κοινού αγώνα για τα κοινά δικαιώματα;


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ