Σάββατο 24 Ιούνη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
Στη θάλασσα του Γιάννη Ρίτσου

Η θάλασσα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου θα είναι το περιεχόμενο της εκπομπής «Ποιητική Αδεία», που επιμελείται και παρουσιάζει ο Γιώργος Μηλιώνης, αύριο Κυριακή 6 με 8 το απόγευμα, στον «902 ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΑ FM»

«Αυτή η Μονοβασιά, αυτός ο βράχος, ήταν για μένα το πέτρινο καράβι που με ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο». Από την «πλώρη» αυτού του «καραβιού», ξεκίνησε να ταξιδεύει το βλέμμα του στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Αυτός ο πέτρινος βράχος και οι ψυχές των ανθρώπων που ζούσαν πάνω του τον έκαναν να αγαπήσει την ποίηση, τον ώθησαν να γράψει το «Εμβατήριο του Ωκεανού». Ανεβασμένος στο κατάρτι της ποίησης, ο ποιητής θα φωνάξει πως «καιρός ν' ανοίξουμε πανιά».

Ανοιξε τα πανιά του, στη θάλασσα της ζωής και των αγώνων, αντιπάλεψε με τα θεόρατα κύματα της πιο σκληρής μοίρας που σημάδεψε ανεξίτηλα την παιδική και νεανική του ηλικία, έμαθε να μπαίνει άφοβα στο έρημο πατρικό σπίτι, την ώρα που το σεληνόφως τραγουδούσε τη δική του σονάτα πάνω από το Μυρτώο πέλαγος. Η ανάσα της θάλασσας τον έμαθε να μην φοβάται, ούτε να προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το θάνατο, τον έμαθε να τον νικάει. Εγραψε ποίηση χίλιους θανάτους έχοντας νικήσει.

Στη δική του γραφή, η θάλασσα είναι η υπόσχεση ενός μεγάλου ταξιδιού, είναι ένα καράβι που χάνεται στη γραμμή του ορίζοντα, καθώς βραδιάζει, αφήνοντας πίσω του τούφες λυπημένου καπνού.

Το μεγαλείο της «θαλασσινής» του γραφής, όμως, είναι οι αναφορές στην πικρή θάλασσα της εξορίας. Εδώ τα νησιά δεν είναι ονειρεμένα «τοπία», είναι σκληρή, κοφτερή πέτρα, εδώ δεν υπάρχει τίποτα το «μυστηριακό» να ανακαλύψεις, υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα κάτω από έναν ανελέητο ήλιο.

Σ' αυτήν την ποίηση δεν υπάρχουν σπασμένα αγάλματα, ούτε μαρμάρινα κεφάλια, ένα ταπεινό καπνισμένο τσουκάλι στην αυλή ενός φτωχόσπιτου μόνο, εδώ ο αέρας δεν ξεκρεμάει μύθους από τα γένια του Ποσειδώνα, δε μαγεύει, δε νανουρίζει, μόνο σφυρίζει ανελέητα ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα.

Στα βότσαλα αυτής της ποίησης, δεν κάθισε ο «χιώτης, ο τυφλός τραγουδιστής, βραχνός προφήτης, μασώντας τη μαστίχα του (να) παινεύει την Ελένη», σ' αυτές τις πέτρες ο ποιητής ζωγράφισε «εικονοστάσια ανωνύμων αγίων», ζωγράφισε τα βήματα των εξορίστων πάνω στα αναμμένα κάρβουνα της Ιστορίας, σε αυτά τα βότσαλα δεν περπάτησαν τα γυμνά πόδια των κοριτσιών, μόνο τα χοντροπάπουτσα των συντρόφων που «περπάτησαν τον θάνατο δίχως να σκοντάψουν».

Ο ασβέστης τούτης της ποίησης, δεν «άσπριζε» τις αυλές των σπιτιών μιας ευτυχισμένης εποχής, τρία μεγάλα γράμματα μόνο έγραφε - Α Β Γ - «στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος», τρία γράμματα που «η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα».

Στους τοίχους των νησιώτικων σπιτιών αυτής της ποίησης, δε σκαρφάλωσε κανένα γιασεμί, μόνο οι ώμοι των συντρόφων ακούμπησαν, καπνίζοντας ένα μοιρασμένο στη μέση τσιγάρο που ο λυπημένος του καπνός, τους θύμιζε πως «α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ