Σάββατο 28 Οχτώβρη 2006 - Κυριακή 29 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
«Δρακόλιμνη»

(Παλιός ηπειρώτικος θρύλος) και «Η γυναίκα από τη Φούρκα»*

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Απάνω στο Σμόλικα, λίγο πιο κάτω απ' την ψηλότερη κορυφή του, στα 2.000 μέτρα, ανάμεσα στους θεόρατους βράχους και στα χιόνια που δεν προφταίνουν να λιώσουν, είναι η Δρακόλιμνη. Ογδόντα μέτρα είναι όλο κι όλο το πλάτος της και μπορεί να φαίνεται μικρή στον ανήξερο διαβάτη που περνάει το ψηλοκρεμαστό μονοπάτι από την Κόνιτσα για τα Ζαγόρια.

Απατο είναι ωστόσο το βάθος της λίμνης. Και κει μέσα φωλιάζει ο "δράκος", η ψυχή του μεγάλου βουνού. Γι' αυτό την είπανε και Δρακόλιμνη.

Ανθρωπο στρατοκόπο, γυναίκα διαβατική, καραβάνι νυχτωμένο στο δρόμο δεν ακούστηκε ποτές του να πειράξει ο Δράκος του Σμόλικα. Κάθεται κει, από τότες που γίνηκε ο κόσμος και φυλάει το βουνό. Τα χωριά ζούνε κάτω από τον ίσκιο του. Τα κοπάδια το καλοκαίρι σκορπούνε στα βουνίσια ποτιστικά του λειβάδια. Αυτός ποτές του δεν ξεπρόβαλε να τα λαχταρίσει. Οι τσομπαναρέοι φυσούν τις φλογέρες τους. Αυτός ακούει και χαίρεται. Με τους γνώριμους, τους δικούς του, είναι ήμερος καί αγαπημένος. Κάθεται κει και μόνο φυλάει το μεγάλο βουνό του, ξένος ποτές να μην το πατήσει.

Με τους ξένους αγριεύει. Κι είναι φοβερός όταν βγαίνει και αντιπαλεύει με τους άλλους δράκους των βουνών στο Πάπιγκο και στο Μέτσοβο. Τότε λένε ξεριζώνει τα πεύκα και κατρακυλάει τα μεγάλα κοτρώνια και βγάζει φωτιές από το στόμα του τις χειμωνιάτικες νύχτες. Κι ο μανιασμένος αγέρας σκορπίζει την τρομερή του κραυγή και γεμίζει τον τόπο. Κι είναι πάντοτε νικητής σ' αυτό το αντιπάλαιμα και κυνηγάει τους δράκους των άλλων βουνών και ξένος ποτέ ως τα τώρα δεν πάτησε το βουνό του. Κι όποιος το πάτησε, χάθηκε.

Τέτιος είναι ο παλιός ηπειρώτικος θρύλος για τη Δρακόλιμνη και το δράκο του Σμόλικα. Ενας θρύλος που δεν πρόφτασε ν' απολησμονηθεί κι η αλήθεια της απελευθερωτικής μάχης που γίνεται τώρα, τον ανάστησε. Ο δράκος που φωλιάζει στο άπατο βάθος της μυστηριώδικης λίμνης και φυλάει το μεγάλο βουνό του, ζωντάνεψε μέσα στην αντίσταση των παλικαριών του Δημοκρατικού Στρατού. Στη Σούσνιτσα και στον Κλέφτη, στην Πολιάνα, στη Γύφτισα, στο Ταμπούρι κάτω από τον ίσκιο του Σμόλικα, πενήντα μέρες ο δράκος του παραμυθιού παράστεκε τους γνώριμους, τους δικούς του που πολεμούσαν για το βουνό του. Στέριωσε τους βράχους μπροστά στα πολυβολεία τους, τους έδειξε τα μυστικά μονοπάτια του βουνού του για να περνούν τη νύχτα, τους έκρυψε τη μέρα κάτω απ' τους θάμνους των μεγάλων του δέντρων. Πενήντα μέρες στάθηκε ορθός μπροστά στα μετερίζια των γνώριμων, των δικών του και κατρακύλησε πάνω στα κεφάλια των ξένων τα πιο μεγάλα κοτρώνια. Κι η θυμωμένη φωνή του αντιλάλησε από ρεματιά σε ρεματιά στα βουνά της Πίνδου κι από βουνό σε βουνό, σ' όλη την Ελλάδα, σ' όλον τον κόσμο να την ακούσουν τα παλικάρια και να αντρειώνονται, να την ακούσουν οι σκλάβοι να αναθαρρεύουν, να τρομάζουν οι τύρανοι...

Κάποτε ο Αλή Πασάς θέλησε να βρει τι κρύβεται μέσα στη Δρακόλιμνη. Ανέβηκε μοναχός του με την πιστή του φρουρά κι έριξε βάρκες με μακριά σκοινιά που θάφταναν ως το βάθος της. Τότες, λέει η παράδοση, θύμωσε ο δράκος, η καλοκαιριάτικη μέρα σκοτείνιασε ξαφνικά, άρχισε να πέφτει χαλάζι, έτρεμε ο τόπος κι ο Αλή Πασάς τρομαγμένος λάκισε τον κατήφορο.

Πέρασαν από κει στα 1940 κι οι Αλπίνοι του Μουσολίνι. Ο δράκος αγρίεψε πάλι. Και δεν απόμειναν παρά μονάχα τ' απέραντα κοιμητήριά τους...

***

Τώρα οι δικοί μας τραβηχτήκανε παραπάνω στο Γράμμο. Οι ξένοι λένε πως πατούνε το Σμόλικα. Μα μέσα στο άπατο βάθος της μυστηριώδικης λίμνης, ο δράκος κάθεται πάντα και φυλάει το μεγάλο βουνό του. Δεν το παράδοσε ποτές σε κανέναν ξένο και δε θα το παραδόσει και τώρα. Τις νύχτες βγαίνει και τριγυρίζει τους τάφους δίπλα στα πολυβολεία του Κλέφτη και της Πολιάνας κι ακούγεται το σκούξιμό του μέσα στα δάση. Τις νύχτες βγαίνει και περπατεί στις σκοπιές, στα φυλάκια, στους καταυλισμούς των ξένων που πάτησαν το βουνό του κι εκείνοι νιώθουν το πέρασμά του και παγώνουν ολόβολοι. Ακούν τα πεύκα που τρίζουν, τρίζουν τα δόντια του, κι εκείνοι τρέμουν και αγρυπνούνε - απόψε θάναι που θα φανερωθεί, αύριο θα ξεσπάσει η οργή του;

Μέσα στη φωτιά της μεγάλης απελευθερωτικής μάχης, το σύμβολο του παλιού λησμονημένου ηπειρώτικου θρύλου γίνεται αλήθεια. Ο δράκος είναι ζωντανός. Και δεν είναι μονάχα στη Δρακόλιμνη και στο Σμόλικα, στο Πάπιγκο, στο Μέτσοβο και στο Γράμμο - στα βουνά μοναχά. Μέσα στην καρδιά της Ελλάδας και του λαού της φωλιάζει τ' αδάμαστο στοιχιό της λευτεριάς».

«Η γυναίκα από τη Φούρκα»

«Ητανε και μια γυναίκα στη Φούρκα που περίμενε τους στρατιώτες να 'ρθούνε.

Ο άντρας της κάπου θα κλείστηκε σε καμιά πολιτεία που πήγαιναν την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες. Οι άλλοι γυρίσανε το χινόπωρο, εκείνος δε φάνηκε. Κάποιος είπε κάποτε στη γυναίκα πως τον πήρανε στρατιώτη.

Αυτή δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει έτσι μονάχη που απόμεινε. Δεν είχε γελάδα, κατσίκια, τίποτα δεν είχε, αυτόν τον άντρα μονάχα και πήγαινε με τους άλλους την άνοιξη και δουλεύανε χτίστες και κονομούσανε το καλαμπόκι για το χειμώνα. Πήρε τώρα και γύριζε τα χωριά, πούλησε στην αρχή τα μπακίρια, άλλαξε κατόπι τα στρωσίδια με τίποτε καλαμπόκι, όσο που το σπίτι της απόμεινε με τέσσερις τοίχους. Κάποτε αν εύρισκε καμιά μέρα δούλευε στα ξένα χωράφια και της δίνανε λίγο ψωμάκι.

Οι άλλες γυναίκες από τη Φούρκα δουλεύανε κάτι και για τους αντάρτες. Πήγαιναν όλες μαζί και τραγουδούσανε και γελούσαν. Αυτή δεν πίστευε τίποτε που της έλεγαν για λευτεριές και τα τέτια. Καθότανε και μαράζωνε.

Η μικρή της Ελενίτσα γύριζε όλη τη μέρα ξυπόλητη. Πήγαινε στα σπίτια των συγγενήδων και γειτόνων, πήγαινε και στο λόχο των ανταρτών, κάτι της έδιναν, όλοι, όλοι την αγαπούσαν την Ελενίτσα και η Ελενίτσα τους αγαπούσε τους αντάρτες και τραγουδούσε μαζί τους. Και το βράδι καθότανε ήσυχα - ήσυχα, μισονηστική, μισοχορτασμένη, μέσα σ' ένα όνειρο από καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν, γλυκά ψωμιά και χρυσές πεταλούδες.

Τότες η γυναίκα καθότανε κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Να φύγει στην πολιτεία ποτές της δε θέλησε. Ηξερε για τα βάσανα που τραβούσαν κι εκεί. Να διώξει την Ελενίτσα και να τη στείλει με τ' άλλα τα παιδιά τον ανήφορο, να τη σώσει καθώς έκαναν οι άλλες γυναίκες, και της είπανε και της ξανάπανε κι αυτηνής, και αυτό δεν τόθελε. Είχε κι ένα χωραφάκι δικό της, τόχε σπαρμένο με τα χίλια βάσανα κι όλο περίμενε και μετρούσε τις μέρες πότε να το θερίσει.

- Σε λίγο θα το θερίσουμε έλεγε κι η Ελενίτσα και γελούσανε με χορτασμό τα ματάκια της.

Οι επιχειρήσεις αρχίσανε προτού θεριστεί το χωράφι. Και τραβούσαν οι μάχες σε μάκρος, τα κανόνια ζυγώνανε, τα αεροπλάνα γυρνούσανε πάνω στη Φούρκα. Αρχισαν τότε γειτόνοι και συγγενήδες και κινούσανε και έφευγαν όλοι, τραβούσαν στ' αντάρτικο μέρος να μην είναι μέσα στον πόλεμο. Αυτή σκεφτότανε πάντα το χωραφάκι - πότε θα μπορέσει να το θερίσει. Και σκεφτόταν και για κείνον. Μπορεί νάτανε στ' αλήθεια στρατιώτης και να φτάσουν οι στρατιώτες στη Φούρκα και νάναι και κείνος μαζί τους.

Και περνούσαν οι μέρες κι όλο κόντευαν τα κανόνια στη Φούρκα, ώσπου πέσανε και οι πρώτες οβίδες μέσα στο χωριό. Η Ελενίτσα πείναγε κι έκλαιγε. Μα η γυναίκα δεν ήθελε ακόμα να φύγει. Πήρε το παιδί, κατέβηκε στο κατώγι και περίμενε κι έκλαιγε.

Το πρωί ξανάπεσαν οι οβίδες και πέσανε πάλι το βράδι κι αρχίσανε και πέφτανε δυο και τρεις φορές κάθε μέρα μέσα στο χωριό τους, απάνω στα σπίτια. Τότες και η γυναίκα δε μπορούσε να σκέφτεται ακόμα για το χωράφι πότε θα το θερίσει, μήτε το στρατιώτη πότε θα' ρχότανε. Πήρε την Ελενίτσα στην αγκαλιά της και τράβηξε κι αυτή τον ανήφορο για τ' αντάρτικο μέρος. Το παιδί κοιμότανε πεινασμένο στην αγκαλιά της. Αυτή έκλαιγε τη μαύρη τη μοίρα της.

Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην κορυφή και πήρε το δρόμο για το Κεράσοβο. Στάθηκε λίγο να ξανασάνει κι έκανε δεξιά τον κατήφορο. Τότες άρχισαν πάλι και πέφταν οι οβίδες ολόγυρα. Το παιδί τρόμαξε, ξύπνησε και σφιγγόταν στο στήθος της.

Μια οβίδα έσκασε κοντήτερα. Η γυναίκα κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο πεύκο και περίμενε να τελειώνουν. Περίμενε ακόμα, γίνηκε πάλι ησυχία και τότε ξανασηκώθηκε.

- Ελενίτσα.

Τίποτα.

- Ελενίτσα;...

Πάλι τίποτα.

Την τίναξε να ξυπνήσει. Τα χεράκια κρεμάστηκαν κάτω, το κεφάλι γύρισε δίπλα. Η Ελενίτσα κοιμότανε με μια κόκκινη παπαρούνα μέσα στα μαλλιά της, ολόξανθα σαν τα στάχια τ' αθέριστου χωραφιού της.

Η γυναίκα δεν είχε πια μήτε δάκρια, μήτε φωνή. Απόμενε κει, ξημέρωσε και ξανανύχτωσε εκεί με το παιδί στην αγκαλιά. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν είχε να πάει πουθενά, μήτε μπροστά, μήτε πίσω, μήτε ξανά στο χωριό.

Και κει τη βρήκαν οι στρατιώτες από το τάγμα 683 που ανεβαίνανε για τη Φούρκα. Αυτή τους κοίταζε και δεν έβλεπε. Σ' όλα τα πρόσωπά τους ξεχώριζε αυτόν που περίμενε. Σηκώθηκε κι άπλωσε τα χέρια με το παιδί.

- Πάρτο ... Η Ελενίτσα είναι, η δική σου. Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν, μερικοί δεν κατάλαβαν τίποτε, είπαν πως θα τρελάθηκε, μερικοί κατάλαβαν και σκύψανε το κεφάλι...

***

Ψηλά κατά τη Γράμμουστα, βρεθήκανε μέσα στο δάσος κρυμμένα κάμποσα παιδάκια. Δεν είχαν προφτάσει να φύγουνε με τη φάλαγγα, ξεκόπηκαν και τρύπωσαν εκεί και ζάρωσαν και τρέμανε μην τα βρουν οι στρατιώτες.

Τώρα τα μαζέψανε και τα στείλανε σκλαβάκια στη Φρειδερίκη.

Μα η μικρή Ελενίτσα που τη σκότωσαν οι στρατιώτες της Φρειδερίκης απόμεινε δω. Κοιμάται κάτω από τα μεγάλα πεύκα. Τα ξανθά μαλλάκια ανεμίζουνε σα στάχια του αθέριστου χωραφιού. Σα στάχια των αθέριστων χωραφιών ανεμίζουνε στο χωριό της Φούρκας, σ' όλα τα χωριά που πατήθηκαν στην Κόνιτσα και στο Γράμμο, τα μαλλάκια της μικρής Ελενίτσας, όλων των μικρών παιδιών που σκότωσαν οι στρατιώτες.

Κι ονειρεύεται τα γλυκά ψωμιά, τις χρυσές πεταλούδες, τους καλούς αντάρτες που τραγουδούσαν...

- Ναι μικρή Ελενίτσα, θα ξανάρθουμε... Πολύ γρήγορα θα ξανάρθουμε. Και μαζί με τη δάφνη στους τάφους των μαχητών μας θα σου φέρουμε πίσω τα λουλουδάκια σου που στολίζανε το γραφείο του λόχου όταν ερχόσουν και τραγουδούσες μισονηστική, μισοχορτασμένη τα τραγούδια της λευτεριάς και του πολέμου».

*Αυτά τα δύο άγνωστα διηγήματα του συγγραφέα και δημοσιογράφου του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, Δημήτρη (Τάκη) Χατζή, που δημοσιεύουμε σήμερα, όπως και πολλά άλλα διηγήματά του γράφτηκαν στο Βουνό, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα του ΔΣΕ «Εξόρμηση». Το δεύτερο διήγημα το εντοπίσαμε στο φύλλο της 20ής Οχτώβρη 1948. Και τα δύο αυτά διηγήματα περιλήφθηκαν στη συλλογή διηγημάτων «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).


Του
Δημήτρη ΧΑΤΖΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ