Κυριακή 4 Μάη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
"Πέρα βρέχει" για τις τράπεζες

Οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων με αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους

Ανώτερα τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι τα χορηγητικά επιτόκια, και ειδικότερα αυτά των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, βρίσκονται σε "φυσιολογικά" επίπεδα και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τοκογλυφικά. Για να τεκμηριώσουν τη συγκεκριμένη άποψη προβάλλουν σαν επιχειρήματα τα εξής:

  • Το επιτόκιο των δανείων επιβαρύνεται με εισφορές υπέρ του κράτους, δηλαδή τον ΕΦΤΕ, που ισούται με 4% επί των τόκων ή εναλλακτικά το ΦΠΑ επί των τόκων (18%) και την προσαύξηση του επιτοκίου κατά 1% υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος. Επιπλέον, η τράπεζα επωμίζεται τα έξοδα τήρησης των λογαριασμών των δανειοδοτούμενων (εργατοώρες, εκτυπωτικά, τηλεφωνικά κτλ). Επιβαρύνεται επίσης με το κόστος των ανείσπρακτων οφειλών, που στη χειρότερη περίπτωση δεν υπερβαίνει το 4% επί του συνόλου των χορηγήσεων. Το κόστος των παραπάνω "μεταφράζεται" σε προσαύξηση του επιτοκίου κατά 2 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (ποσοστό που, πάντως, ποικίλει από τράπεζα σε τράπεζα).
  • Πέραν των επιτοκίων χορηγήσεων, ανάλογες επιβαρύνσεις υπάρχουν και για τα επιτόκια καταθέσεων. Μια κατάθεση με επιτόκιο 9% στην τράπεζα στοιχίζει μια ή και δυο μονάδες παραπάνω. Επομένως, καταλήγουν στο ότι τα επιτόκια καταναλωτικής πίστης δεν είναι (υπερ)τριπλάσια των επιτοκίων καταθέσεων, αλλά κρατούν μια σταθερή σχέση 1 προς 2, που, όπως επισημαίνουν, παρατηρείται και στις υπόλοιπες χώρες. Ετσι, επιτόκια της τάξης του 20-22% τα κρίνουν απόλυτα λογικά...
  • Φαίνεται ίσως "τραβηγμένο", αλλά μεγάλη σημασία δίνουν οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης με τους πελάτες τους, στοιχεία που σε ορισμένες περιπτώσεις αφήνουν σε δεύτερη μοίρα αυτό καθαυτό το κόστος δανεισμού. Εμπειρος τραπεζίτης του ιδιωτικού τομέα υποστηρίζει πάνω σ' αυτό ότι "ο πελάτης ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δυνατότητα έγκαιρης αντικατάστασης της πιστωτικής του κάρτας σε περίπτωση που τη χάσει, παρά για το αν το επιτόκιο χρέωσης είναι μια ή μιάμισι μονάδα παραπάνω σε σχέση με άλλες τράπεζες". Κατά τον ίδιο, η ποιότητα των προϊόντων που προσφέρουν οι τράπεζες αποτελεί ισχυρότατο πεδίο μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Συμπέρασμα

Ασχέτως αντεγκλήσεων και εκατέρωθεν ερμηνειών, γίνεται σαφές ότι οι τράπεζες κερδίζουν σε κάθε περίπτωση που χορηγούν δάνεια και, ταυτόχρονα, από όλες τις μορφές καταθέσεων. Είτε ο πελάτης είναι "μικρός", είτε "μεγάλος", οι τράπεζες από την ιστορία "πάρε καταθέσεις - δώσε δάνεια" αποκομίζουν δισεκατομμύρια. Από τους πελάτες όμως, περισσότερο ευνοημένοι είναι οι "μεγάλοι", που μπορούν μέχρι και να... εκβιάσουν την τράπεζα άμεσα(εδώ λειτουργούν οι "ιδιαίτερες" σχέσεις) ή έμμεσα (επειδή η διπλανή τράπεζα θα τους εξυπηρετήσει με καλύτερους όρους). Οι "μικροί" είναι διπλά χαμένοι, είτε ως καταθέτες (εισπράττουν πενιχρούς τόκους) είτε ως δανειολήπτες (χρεώνονται με πολύ υψηλά επιτόκια).

Μήπως, όμως, αυτή δεν είναι και η ουσία της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος; Αυτό δεν επιδίωκαν οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές της; Την αποδέσμευση, δηλαδή, των τραπεζών από παντός είδους έλεγχο - αν είναι δυνατό - έτσι ώστε να διευκολύνεται η συσσώρευση των υπερκερδών, ασχέτως της ποσότητας και, κυρίως, της ποιότητας των πηγών άντλησής τους; Είναι όμως προφανές, ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός.

Γιατί, δεν υφίσταται ανταγωνισμός όταν, για παράδειγμα, το επιτόκιο του καταναλωτικού δανείου πέσει μισή μονάδα, τη στιγμή που ο πληθωρισμός υποχωρεί ισόποσα - φαινόμενο που παρατηρείται συχνά - πυκνά σε ορισμένες τράπεζες. Οι τεχνοκράτες γνωρίζουν ότι το πρώτο μπορεί - και πρέπει - να υποχωρεί πάντοτε περισσότερο από το δεύτερο. Αλλά και οι ίδιοι οι τραπεζίτες κατά τα φαινόμενα δεν επιδιώκουν τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού. Αντί να δανειοδοτήσουν π.χ. ένα μικρομεσαίο επιχειρηματία που έχει ανάγκη από κεφάλαια - ενέργεια που ενισχύει και την παραγωγική δραστηριότητα - αποκομίζουν περισσότερα και ευκολότερα κέρδη διοχετεύοντας τα διαθέσιμά τους σε παρασιτικές δραστηριότητες (τα γνωστά "παράγωγα" προϊόντα), δηλαδή σε "αέρα κοπανιστό"...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ