Τετάρτη 29 Απρίλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Θεματοφύλακας της λιτότητας η Τράπεζα της Ελλάδας

Επιδιώκοντας την "πάση θυσία" ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ανακοίνωσε χτες και για φέτος τη χορήγηση λίγων και ακριβών δανείων και αξίωσε συγκρατημένες αυξήσεις μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

Στον αστερισμό της αντιλαϊκής πολιτικής μααστριχτικής λιτότητας, θα κινηθεί και η νομισματοπιστωτική και πιστωτική πολιτική του 1998, που σημαίνει, από τη μια, λίγα και ακριβά δάνεια για τα πλατιά λαϊκά στρώματα και το δημόσιο και, από την άλλη, άφθονα και φτηνά δάνεια για τους μεγαλοεπιχειρηματίες και γενικά το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό προκύπτει από το πλαίσιο της νομισματοπιστωτικής πολιτικής για φέτος, που κατέθεσε χτες στη Βουλή - μαζί με τον απολογισμό για το 1997 - ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Λουκάς Παπαδήμος.Στα πλαίσια αυτά, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κάλεσε τους αρμόδιους να εφαρμόζουν σφιχτή εισοδηματική πολιτική στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και υπέδειξε στην κυβέρνηση να εφαρμόσει άμεσα τη νέα δέσμη αντιλαϊκών μέτρων που εξαγγέλθηκαν πριν ένα μήνα με την υποτίμηση της δραχμής. Δεν παρέλειψε μάλιστα να προειδοποιήσει πως αν υπάρξουν υπερβάσεις στην "εξέλιξη του κόστους εργασίας" και στα δημοσιονομικά ελλείμματα, η Τράπεζα της Ελλάδας θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων, επιχειρώντας έτσι να διασφαλίσει τα "οφέλη" από την πρόσφατη υποτίμηση της δραχμής και την ομαλή πορεία για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Αξιοποιώντας μάλιστα τις αυξημένες αρμοδιότητες που προβλέπει ο νόμος για την "ανεξαρτησία" της Τράπεζας της Ελλάδας (σ.σ. να ασκεί και να χαράζει τη νομισματική πολιτική με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες των Βρυξελλών και όχι της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης ή πολύ περισσότερο τα συμφέροντα των εργαζομένων) ο Λ. Παπαδήμος, εμφανίστηκε ως θεματοφύλακας της αντιλαϊκής πολιτικής, που επιτάσσει η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση Σημίτη. Μιας πολιτικής, που από τη μια αναπαράγει και διευρύνει τη φτώχεια για το λαό και από την άλλη εξασφαλίζει πλουσιοπάροχα κέρδη στο μεγάλο κεφάλαιο.

Οπως αναφέρεται στο κείμενο που κατατέθηκε στη Βουλή, "πρωταρχικός σκοπός της νομισματικής πολιτικής, είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου τιμών", προκειμένου να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ το 2001. Αυτό σημαίνει - με βάση τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ - ότι στο τέλος του 1999 ο πληθωρισμός δεν πρέπει να υπερβαίνει το 2%. Για την εκπλήρωση του παραπάνω στόχου, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας - που στο εξής θα εφαρμόζει την πολιτική "γραμμή" που θα παίρνει από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όχι από την ελληνική κυβέρνηση - θα εφαρμόσει και φέτος "σφιχτή" νομισματική πολιτική που θα περιλαμβάνει τις εξής "ενδεικτικές" προβλέψεις:

  • Περιορισμένη αύξηση 6 - 9% του Μ3, δηλαδή του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά με την ευρεία έννοια (κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια και κέρματα, ιδιωτικές καταθέσεις και ρέπος, τραπεζικά ομόλογα).
  • Συγκράτηση της αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα γύρω στο 4% - 6%.
  • Διατήρηση της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής. Αυτό σημαίνει ότι οι ισοτιμίες της δραχμής έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων που συμμετέχουν στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) "δε θα αποκλίνουν περισσότερο από 2,5% κατά μέσο όρο στη διάρκεια του έτους", χωρίς αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο το όριο διακύμανσης κάποια στιγμή να υπερβεί και τα όρια του 2,5%.

Για τα επιτόκια, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε πρόβλεψη για μείωσή τους μέσα στο 1998. Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας, σημειώνει πως ενδιαφέρεται "η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται και η πολιτική τιμών και αμοιβών να είναι συνεπείς με την αντιπληθωριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής" και προειδοποιεί ότι η νομισματική πολιτική θα γίνει ακόμη πιο σκληρή, σε περίπτωση που: α) Δε συγκρατηθούν στα προϋπολογισθέντα ύψη τα κρατικά ελλείμματα. β) Δε συγκρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα οι μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. γ) Δεν υπάρξει αυτοσυγκράτηση από τους επιχειρηματίες στις αυξήσεις των τιμών, και δ) Αν δεν υλοποιηθούν άμεσα τα συμπληρωματικά μέτρα (εργασιακά, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό κλπ.) που εξάγγειλε πρόσφατα η κυβέρνηση με την υποτίμηση της δραχμής.Και σκληρότερη νομισματοπιστωτική πολιτική, σημαίνει ότι θα γίνουν πιο δυσβάσταχτοι οι όροι με τους οποίους θα χορηγούν οι τράπεζες στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (αυξήσεις επιτοκίων, κλπ.) με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ