Η κυβερνητική εντολή, σε όσους ασχολούνται με το σκέλος μισθοδοσίας των δαπανών του προϋπολογισμού 1999, είναι σαφής: Ούτε σκέψη για χορήγηση "διορθωτικού ποσού" και οι αυξήσεις θα πρέπει να συμβάλουν στο στόχο για πληθωρισμό 2%
Στην "καρδιά" του καλοκαιριού, θα αρχίσουν οι "ασκήσεις επί χάρτου" για την εισοδηματική πολιτική που θα εφαρμοστεί στο δημόσιο το 1999. Με βάση την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, που δίνει οδηγίες για τον τρόπο κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού 1999, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να παρατείνει - για έναν τουλάχιστον ακόμη χρόνο - την εισοδηματική πολιτική λιτότητας για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και τους συνταξιούχους.
Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση έχει ήδη διαμηνύσει στις αρμόδιες υπηρεσίες - που ασχολούνται με θέματα εισοδηματικής πολιτικής - δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι όχι μόνο δεν προτίθεται να δώσει διορθωτικό ποσό - για τη διαφορά ανάμεσα στις φετινές ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων (εφάπαξ 2,5% την 1- 1-1998) και τον πληθωρισμό (που προβλεπόταν στο 2,5% αλλά λόγω υποτίμησης θα κλείσει στο τέλος του χρόνου πάνω από 4%).
Δεύτερον, ότι ο φιλόδοξος στόχος για τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε ποσοστά γύρω και κάτω από το 2% στο τέλος του 1999, προϋποθέτει τη συνέχιση της ίδιας με φέτος "αντιπληθωριστικής" εισοδηματικής πολιτικής και άρα την παραπέρα μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων.
Προκειμένου, να υποστηρίξει την "αναγκαιότητα" εφαρμογής εισοδηματικής πολιτικής, που θα διασφαλίζει και το 1999 μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, η κυβέρνηση, η κυβέρνηση των "εκσυγχρονιστών":
Η πολιτική του "γιέσμεν", που ακολουθεί η κυβέρνηση απέναντι στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών, προκύπτει και από όσα δήλωνε ανεπίσημα αρμόδιος υπηρεσιακός παράγοντας οικονομικού υπουργείου, που σημείωνε πως μεταξύ άλλων η εισοδηματική πολιτική που ακολουθούμε, μας έρχεται έτοιμη από τις Βρυξέλλες.Μας λένε "αυτό είναι το ποσό που μπορείτε να δαπανήσετε από τον προϋπολογισμό για μισθούς και συντάξεις". Με βάση, λοιπόν, το ποσό που μας καθορίζει η κοινότητα για μισθούς - συντάξεις του δημοσίου, παίρνει και η κυβέρνηση τις τελικές της αποφάσεις για την εισοδηματική πολιτική και τα ποσοστά των αυξήσεων. Εχοντας υποτάξει τα πάντα στη λογική του, υπεράνω όλων είναι η υλοποίηση των πολιτικών που χαράζουν οι Βρυξέλλες, τα στελέχη της κυβέρνησης, "φοβούμενα μην τυχόν και τους κάνουν παρατήρηση οι ελεγκτές της κοινότητας", εφαρμόζουν κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα...
Με βάση όλα τα παραπάνω, που στην ουσία αποτελούν κοινό μυστικό, προκύπτουν τα εξής δύο ερωτήματα:
Πρώτον, αφού η εισοδηματική πολιτική που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση στο δημόσιο τομέα, καθορίζεται από τις Βρυξέλλες - και άρα το ποσοστό των ονομαστικών αυξήσεων των μισθών και συντάξεων είναι γνωστό πριν την ψήφιση του προϋπολογισμού - προς τι οι διαπραγματεύσεις που κάνει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών με τους εκπροσώπους των δημοσίων υπαλλήλων(ΑΔΕΔΥ);
Δεύτερον, αφού το ποσοστό των ονομαστικών αυξήσεων στους μισθούς και συντάξεις του δημοσίου είναι δεδομένο και γνωστό από το Νοέμβρη κάθε χρόνου, που κατατίθεται για ψήφιση στη Βουλή ο προϋπολογισμός (όπου εγγράφεται το συγκεκριμένο κονδύλι για μισθούς και συντάξεις), γιατί το δημόσιο χορηγεί τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων τον Απρίλη ή το Μάη του επόμενου χρόνου(δηλαδή με καθυστέρηση 4 ή και 5 μηνών) και δε χορηγεί τις αυξήσεις από την αρχή του χρόνου (Γενάρη);
Απάντηση δεν πήραμε, αν και ο συνομιλητής μας, αναγνώρισε σαν εύλογο το ερώτημα, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτό είναι θέμα της πολιτικής ηγεσίας και όχι των αρμόδιων υπηρεσιών που ασχολούνται με τα μισθολογικά των δημοσίων υπαλλήλων.
Λ.Τ.