Κυριακή 16 Μάη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 1
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΡΙΦΤΑΡΗ
Ρήξη και σύγκρουση με την ΕΕ

Δεκαοχτώ χρόνια εφαρμογής της ΚΑΠ στη χώρα μας τα αδιέξοδα της γεωργίας, αλλά και των μικρομεσαίων αγροτών είναι αδιαμφισβήτητα.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής είναι μόλις 0,4% και επιβεβαιώνει μια παρατεταμένη στασιμότητα. Η στασιμότητα αυτή σε σχέση με τις αυξανόμενες ανάγκες, αύξησε την εξάρτηση της χώρας μας σε διατροφικά προϊόντα κύρια από τις χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα το συνολικό έλλειμμα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου το 1997 να φτάσει στα 280,8 δισ. δραχμές, ενώ πριν την ένταξη ήταν πλεονασματικό. Το έλλειμμα αυτό με τις χώρες της ΕΕ είναι πολύ μεγαλύτερο (γιατί είναι θετικό με τις τρίτες χώρες), φτάνει στα 370,2 δισ. και καταρρίπτει το επιχείρημα των υποστηρικτών της ένταξης και παραμονής της χώρας μας στην ΕΕ ότι η ΕΕ θα εξασφάλιζε μια μεγάλη και δυναμική αγορά 300 εκατομμυρίων πλούσιων Ευρωπαίων καταναλωτών στα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας. Αντίθετα αποδείχνει ότι η χώρα μας λειτούργησε σαν μια καλή αγορά για τα αγροτικά προϊόντα των χωρών της ΕΕ κύρια ζωοκομικά και στα δικά μας εξασφαλίστηκε η αγορά των χωματερών που συγκαλύφτηκε με τα "αργύρια" των επιδοτήσεων.

Η εξέλιξη του ελλείμματος του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας με τις χώρες της ΕΕ, δείχνει και την αλλαγή του εμπορικού προσανατολισμού που προκάλεσε η ένταξη και παραμονή της χώρας μας στην ΕΕ. Γιατί η χώρα μας στα πλαίσια της κοινοτικής προτίμησης υποχρεώθηκε να αγοράζει για παράδειγμα τα ζωοκομικά προϊόντα (κρέατα, γάλατα κ.ά.) από τις χώρες της ΕΕ σε τιμές πολύ μεγαλύτερες από αυτές που μπορούσε να τα αγοράσει από τρίτες χώρες.

Ετσι, ενώ στην πενταετία 1976 - 1981 οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τις χώρες της ΕΕ αποτελούσαν μόνο το 26% των αντίστοιχων συνολικών εισαγωγών, το ποσοστό αυτό στην πενταετία 1993-'97 έφτασε στο 77%. Αντίθετα, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της χώρας μας προς τις χώρες της ΕΕ από 42,5% στην πενταετία 1976-'80 έφτασαν στο 60% στην πενταετία 1993-'97. Αλλά το 60% έχει μικρή σημασία, επειδή ο όγκος των εξαγωγών είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον όγκο των εισαγωγών. Ετσι το 1980 οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στις χώρες της ΕΕ ήταν 23,9 δισ. δρχ. και οι εισαγωγές 17,2 δισ. δρχ. ενώ το 1997 οι εξαγωγές 501,5 δισ. δρχ., αλλά οι εισαγωγές 802,3 δισ. δραχμές. Δηλαδή η σχέση των εξαγωγών προς τις εισαγωγές από 1,39 το 1980 έγινε 0,63 το 1997. Βέβαια, στα 18 χρόνια άλλαξε ο αριθμός των χωρών της ΕΕ, γιατί εντάχθηκαν και άλλες χώρες, η αξία όμως των στοιχείων δε μειώνεται, γιατί δείχνουν τις δυσαναλογίες και τις τάσεις και επιβεβαιώνουν ποιος ωφελήθηκε και ποιος ζημιώθηκε από την ένταξη και τον εμπορικό αναπροσανατολισμό.

"Ελλειμμα" και στο εισόδημα

Η εξέλιξη του καθαρού αγροτικού εισοδήματος είναι χειρότερη από την εξέλιξη της αγροτικής παραγωγής, γιατί το κόστος παραγωγής, δηλαδή ο όγκος και οι τιμές των αγροτικών εφοδίων μηχανημάτων κλπ. αυξήθηκαν με γρηγορότερους ρυθμούς σε σχέση με τον όγκο, τις τιμές και τις επιδοτήσεις της αγροτικής παραγωγής.

Ετσι, ενώ το 1980 η συνολική αξία των αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων ήταν ίση με το 20% της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής, το 1995 έφτασε στο 25,9%.

Στην περίοδο 1990-'97 ο γενικός δείκτης του κόστους παραγωγής αυξήθηκε κατά 102,3%, ενώ ο γενικός δείκτης τιμών και επιδοτήσεων της αγροτικής παραγωγής, κατά 86,2%. Το καθαρό αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 2,5% το 1996, 4,4% το 1997 και 3,9% το 1998.

Η πραγματική όμως μείωση του καθαρού αγροτικού εισοδήματος είναι πολύ μεγαλύτερη, γιατί τα παραπάνω στοιχεία αφορούν το καθαρό αγροτικό εισόδημα ανά απασχολούμενο και όχι το συνολικό καθαρό αγροτικό εισόδημα. Και επειδή οι απασχολούμενοι στη γεωργία μειώνονται χρόνο με το χρόνο, η μείωση του καθαρού αγροτικού εισοδήματος ανά απασχολούμενο εμφανίζεται μικρότερη από τη μείωση του συνολικού καθαρού αγροτικού εισοδήματος, επειδή διαιρείται με μικρότερο αριθμό απασχολούμενων.

Μαζικό ξεκλήρισμα

Η αρνητική πορεία του καθαρού αγροτικού εισοδήματος είχε σαν αποτέλεσμα να ξεκληριστούν 193.000 μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά, δηλαδή το 19,3% των νοικοκυριών στην περίοδο 1981-1997, να μειωθεί η απασχόληση στη γεωργία κατά 317 χιλιάδες άτομα ή κατά 29,3% και τα τελευταία χρόνια να εμφανιστούν φαινόμενα μαζικής χρεοκοπίας των αγροτών.

Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των αγροτών και οι οφειλές χρεών που έχουν ρυθμιστεί ξεπερνούν το 1 τρισ. δραχμές, ενώ το 30% των αγροτών μόνιμα ή προσωρινά αδυνατεί να πληρώσει εμπρόθεσμα τις οφειλές του, με αποτέλεσμα τα χρέη των αγροτών να έχουν αναδειχτεί σ' ένα από τα κυρίαρχα αγροτικά προβλήματα.

Η πρόσφατη "ρύθμιση" που αναγκάστηκε να κάνει η κυβέρνηση κάτω από την πίεση των αγροτικών κινητοποιήσεων, ούτε καν θα ανακουφίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των χρεωμένων αγροτών. Κι αυτό γιατί στη ρύθμιση δεν εντάσσονται τα δάνεια που είχαν ρυθμιστεί και οι αγρότες δεν μπόρεσαν, για διάφορους λόγους, να τα αποπληρώσουν. Ο απαραίτητος όρος ένταξης στη ρύθμιση για μελέτη βιωσιμότητας, για συνολικά χρέη άνω των 15 εκατ., αποκλείει πολλούς αγρότες από τη ρύθμιση, όπως και οι απαιτούμενες διασφαλίσεις, για όλα τα δάνεια. Οι όροι αποπληρωμής είναι δυσβάσταχτοι, γιατί το επιτόκιο αποπληρωμής είναι τοκογλυφικό 12%, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός είναι μόνο 3%, με αποτέλεσμα το καθαρό επιτόκιο αποπληρωμής να είναι περίπου 9%, δηλαδή από τα καλύτερα μεταπολεμικά επιτόκια.

"Λεμονόκουπες" οι συνεταιρισμοί

Οι περισσότερες και μεγαλύτερες συνεταιριστικές οργανώσεις, με ευθύνη των διοικήσεών τους, χρησιμοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για να συγκαλύψουν την αντιαγροτική πολιτική των κυβερνήσεων και της ΕΕ, να αποπροσανατολίσουν και να εκτονώσουν την αγανάκτηση των αγροτών, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στη χρεοκοπία, στο περιθώριο και πολλές απ' αυτές στο κλείσιμο. ΚΥΔΕΠ, ΣΠΕ, ΣΠΕΚΑ, ΣΕΡΓΑΛ, ΘΕΣΣΑΛΙΚΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ, ΣΥΝΕΛ, ΑΣΤΥ, ΑΣΠΡΟ κ.ά. έκλεισαν. ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ, ΕΑΣ Λιβαδειάς, Καρδίτσας, Σερρών, Θεσσαλονίκης κλπ. έκλεισαν. Περιθωριοποιήθηκαν ΑΓΝΟ, ΣΥΝΚΟ κ.ά. εκκαθαρίζονται με στόχο να πουληθούν σε ιδιώτες, ενώ οι περισσότερες συνεταιριστικές οργανώσεις, για να επιζήσουν, έχουν επιβάλλει μεγάλες παρακρατήσεις σε βάρος των αγροτών, που σε ορισμένες φτάνουν στο 5% του συνόλου των κοινοτικών επιδοτήσεων που δικαιούνται οι αγρότες.

Η χρεοκοπία, η περιθωριοποίηση και το κλείσιμο πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων ενίσχυσε την ασυδοσία των εμποροβιομηχάνων, που μόνοι τους στην ουσία καθορίζουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε εξευτελιστικά επίπεδα, αλλά και τις τιμές των αγροτικών εφοδίων σε πολύ υψηλά επίπεδα.

"Αστρονομικά" κέρδη για τους βιομηχάνους

Σε αντίθεση με τα χρέη των αγροτών και των συνεταιρισμών, τα κέρδη των εμποροβιομηχάνων που μεταποιούν και εμπορεύονται αγροτικά προϊόντα, έφτασαν σε αστρονομικά ύψη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των ισολογισμών τους, του 1997, τα κέρδη των 15 μεγαλύτερων ιδιωτικών εταιριών που μεταποιούν και εμπορεύονται φρουτολαχανικά, ξεπέρασαν τα 4 δισ. δραχμές. Τα κέρδη των τριών μεγαλύτερων ιδιωτικών γαλακτοβιομηχανιών έφτασαν τα 6 δισ. δραχμές. Των δύο μεγαλύτερων βιομηχανιών ελαιολάδου ξεπέρασαν τα 7 δισ. δραχμές κ.ο.κ.

Στην περίοδο 1981 - 1997 μειώθηκαν δραστικά οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στη γεωργία, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητάς της, να υπονομευτεί συνολικά το μέλλον της και να ανέβει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, που εκτοπίστηκαν από τις διεθνείς αγορές.

Από 8 δισ. δραχμές που ήταν σε σταθερές τιμές το 1970, οι μέσες ετήσιες ακαθάριστες γεωργικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, μειώθηκαν στα 5,5 δισ. τη δεκαετία του 1980 και στα 5 δισ. στα πρώτα έξι χρόνια της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα το ποσοστό των γεωργικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, στο σύνολο των αντίστοιχων επενδύσεων της χώρας, να μειωθεί στο 5,4% παρά το γεγονός ότι η γεωργία συμμετέχει με 12,8% στο ΑΕΠ και με 18% στην απασχόληση.

Την καταστροφική αυτή πορεία όχι μόνο δεν ανέτρεψε ο περιβόητος "πακτωλός" των κοινοτικών κονδυλίων, όπως ισχυρίζονται οι πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την ΕΕ, αλλά την επιταχύνει, επειδή ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός τους. Αυτό αποδείχνεται από τη σύνθεση και τον προσανατολισμό των κοινοτικών κονδυλίων που απορρόφησε η γεωργία μας όλα αυτά τα χρόνια.

Από τα 7,5 τρισ. δρχ., τα 6,5 τρισ., δηλαδή το 87%, αφορούσαν στις επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων, για να τα αγοράζουν σε φθηνές τιμές οι εμποροβιομήχανοι, και στην καταστροφή των αγροτικών προϊόντων στις χωματερές. Το 1 τρισ., δηλαδή το 13%, αφορούσε κονδύλια που υποτίθεται ότι είχαν στόχο τη βελτίωση των υποδομών της γεωργίας. Αλλά πάνω από το 50% αυτών των κονδυλίων αφορούσαν στις εξισωτικές αποζημιώσεις που δεν έχουν διαρθρωτικό, αλλά εισοδηματικό χαρακτήρα. Ενα σημαντικό ποσοστό αφορούσε στις πρόωρες συντάξεις που έχουν ψηφοθηρικό και κανένα διαρθρωτικό χαρακτήρα. Ενα άλλο αφορούσε στην καταστροφή παραγωγικού πάγιου κεφαλαίου με τις εκριζώσεις αμπελώνων και οπωρώνων, με αποτέλεσμα λιγότερα από 300 δισ. δρχ. στα δεκαεφτά χρόνια, δηλαδή ποσοστό μικρότερο του 4% των συνολικών κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, πήγε για σχηματισμό παγίου κεφαλαίου στη γεωργία, αμφίβολης προτεραιότητας ορισμένες φορές.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ