Είμαι θυμωμένος. Προπαντός μ' εκείνους που αλλάζουν κατουρημένες ποδιές και χωρίς να σιχαίνονται τις φιλούν. Ολη τους η έγνοια να βολευτούν. Να τρουπώσουν, που λέει κι ο Βουτσάς. Δε λύνει το πρόβλημα το ρουσφέτι. Καταλαβαίνεις, κουμπάρε;
Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο να ξεφτιλίζομαι; Να χαμογελάω σ' αυτούς που θέλω να φτύσω; Νομίζεις ότι δε θέλω να 'μαι περήφανος, ότι δεν ξέρω πως με κοροϊδεύουν; Οτι μου κλέβουν την ψήφο κι ότι απ' το κακό στο χειρότερο πάω; Χαϊβάνι με περνάς; Τι να σου κάνω ο δόλιος. Μπλέξαμε με τις συμβάσεις. Παγιδευτήκαμε. Μεγάλος ο καημός των παιδιών.
Σιωπήσαμε. Ομίχλη και κοσκινισμένο νερό πασπαλίζει την ψυχή μας. Πολλή πίκρα. Πολύς καημός.
Τεμπέλης δεν είμαι. Τα σπαρτά μου, τα δέντρα μου ξεχωρίζουν. Ολομερής στον κάμπο. Χαΐρι δεν έχω. Αυτό με μαραζώνει. Κάποιος με κλέβει. Το νιώθω, θαρρείς δεν καταλαβαίνω ότι με κοροϊδεύουν; Το ξέρω. Είμαι αδύναμος. Πώς να τα βάλω μαζί τους; Δε βλέπεις που δε γίνεται τίποτε; Θα πλαντάξω.
Μου 'λεγε η βαφτισιμιά σου, τις προάλλες, για τους πολιτισμούς. Ιστορικός σπούδασε, το ξέρεις. Ελεγε ότι εξεγέρσεις είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι εξεγερμένοι σαν κι εμάς. Κάθε φορά που έλεγαν ότι πέτυχαν, διαπίστωναν ότι δεν είναι λεύτεροι ότι είναι αναγκασμένοι. Ασε τα πισωγυρίσματα. Οι εξεγέρσεις, όμως, δε σταματάν.
Τι ελευθερία και τέτοια, μου λες, ο αναγκασμένος άνθρωπος είναι λεύτερος; Στην ανάγκη υποτάσσεται και η ψήφος και στομώνεται. Με κλέβουν σ' όλα. Το ξέρω και είμαι μέσα μου πολύ θυμωμένος. Να τους σκοτώσω θέλω. Καταλαβαίνεις;
Οι θυμωμένοι άνθρωποι, μου 'λεγε η βαφτισιμιά σου, εξεγείρονται. Ενώνουν το θυμό τους και ξεκινούν. Γκρεμίζουν Βαστίλλες, ανάκτορα. Στήνουν γκιλοτίνες. Παίρνουν το δίκιο τους. Τι να σου πω. Με φοβίζει ο θυμός της. Το νιώθω. Μιλάει φωναχτά για το χτες, έχοντας στο νου της την αυριανή επανάσταση. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε, μου λέει. Εξω από τις αλυσίδες μας. Τι θα κάνεις εσύ, κουμπάρε; Με ποιους θα πας; Μ' εκείνους ή με μας;