Πέμπτη 4 Γενάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ
ΣΤΙΒΕΝ ΣΑΪΝΜΠΕΡΓΚ
Το πορτρέτο - η αλλόκοτη ματιά της Ντιάν Αρμπους

Η αξία της ταινίας δε βρίσκεται στις βιογραφικές πληροφορίες που μεταφέρει, οι οποίες είναι ισχνές άλλωστε, αλλά στη γραφή της. Μια γραφή ανήσυχη και ως ένα σημείο πρωτότυπη! Αφού δημιουργεί στο θεατή την αίσθηση πως ο σκηνοθέτης «εικονογράφησε» τη ζωή και το έργο της μοντέρνας Αμερικανίδας φωτογράφου, Ντιάν Αρμπους (1923 - 1971), χρησιμοποιώντας δικά της υλικά, δικές της γωνίες λήψης, δικές της τεχνοτροπίες. Ομως, και αυτό είναι προς τιμή της ταινίας, δεν κόλλησε στη μίμηση. Αντίθετα, έφτιαξε έναν δικό της μοντέρνο και αυτόνομο κινηματογραφικό λόγο.

«Το πορτρέτο» είναι μια προσωπική, μια γοητευτική ταινία, που μιλάει για μια γυναίκα, για την οποία όλα γύρω της έδειχναν ότι θα βούλιαζε μέσα στην άθλια αμερικάνικη οικογενειακή καθημερινότητα. Κάποια στιγμή, όμως, στο εσωτερικό αυτής της γυναίκας, έγινε ένα «κλικ» και όλα άλλαξαν. Το παθητικό αυτό ανθρώπινο πλάσμα μεταμορφώθηκε σε μια δυναμική και ανήσυχη προσωπικότητα, η οποία άρπαξε το φωτογραφικό φακό και με αυτόν - και μέσα απ' αυτόν - άρχισε να ερευνά τις «ψυχές» των ανθρώπων, τις «ψυχές» των συναισθημάτων, τις «ψυχές» των πραγμάτων. Οι φωτογραφίες της, τελικά, αποτύπωσαν και πολέμησαν κάθε κατεστημένη ιδέα και αντίληψη, για το όμορφο και το άσχημο, για το καλαίσθητο και το ακαλαίσθητο.

Η προσφορά της Αρμπους στην ανατροπή παγιωμένων συντηρητικών αισθητικών αντιλήψεων στο χώρο της φωτογραφίας ήταν καθοριστική. Μετά από αυτήν, μετά και από τη δική της συνεισφορά, η φωτογραφία της Αμερικής άλλαξε! Οι τεχνοτροπίες (τεχνικές) και η θεματολογία της Αρμπους διεύρυναν τους ορίζοντες των μεταγενέστερων Αμερικανών φωτογράφων. Δεν είναι τυχαίο το ότι η δουλιά της βρίσκεται σε πολλά μουσεία μοντέρνας τέχνης και πολλές σχετικές γκαλερί!

Η ταινία το ξεκαθαρίζει από την αρχή και το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς. Το εσωτερικό «κλικ», που μεταμόρφωσε την Ντιάν Αρμπους από μια παθητική νοικοκυρά σε μια δυναμική καλλιτέχνιδα, δεν ήταν ούτε ξαφνικό, ούτε μεταφυσικό. Ηταν αποτέλεσμα μακρόχρονης διαδικασίας. Τα μάτια της φωτογράφου ήταν πάντα ανοιχτά σε κάθε τι που παρουσίαζε «εσωτερικό» ενδιαφέρον. Η «περιέργειά» της, η παρατηρητικότητά της, κατέγραφε κάθε τι που «ξεχώριζε». Ηταν επόμενο, λοιπόν, όλες αυτές οι «καταγραφές», όλες αυτές οι «επιλογές», να ζητήσουν διέξοδο. Αν βρισκόταν κοντά στο μολύβι, θα γινόταν, ίσως, συγγραφέας. Βρέθηκε κοντά στο φακό (ο άντρας της ήταν φωτογράφος διαφήμισης και αυτή τον βοηθούσε) και έγινε φωτογράφος.

Βέβαια, δε συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους και πάντα, το εσωτερικό τους «κλικ» να μετουσιώνεται σε υψηλή τέχνη. Μπορεί, βέβαια, αυτό να συμβεί στο μέλλον, αλλά τότε θα υπάρχουν άλλων ειδών κοινωνίες. Στην περίπτωση της Ντιάν Αρμπους, όμως, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, στο σημερινό ταξικό δικό μας κόσμο, «μέτρησε», οπωσδήποτε, η προσωπικότητα, η θέληση, η αποφασιστικότητα, αλλά και το «φιλικό» περιβάλλον. (Οι γονείς της ήταν πλούσιοι γουναράδες και ο «μέτριος» φωτογράφος άντρας της, διέθετε δικό του studio). Και αυτό πρέπει να το σημειώσουμε, γιατί είναι σίγουρο, πως «χιλιάδες» άλλες Αρμπους, επειδή συνάντησαν εχθρικότερο περιβάλλον, δε βγήκαν ποτέ στην επιφάνεια. Εμειναν απλώς στην παρατήρηση του κόσμου και στον μεγάλο καημό του ανεκπλήρωτου...

Η ταινία υποστηρίζεται από θαυμάσιους ηθοποιούς, με πρώτη, βέβαια, την Νικόλ Κίντμαν, που παίζει τον κεντρικό ρόλο. Υποστηρίζεται ακόμα από την πολύ καλή φωτογραφία, κυρίως για τις γωνίες λήψης και τα χρώματά της, του Μπιλ Πόουπ. Πάνω απ' όλα, όμως, μνεία πρέπει να γίνει στη «σύλληψη», στην «ιδέα» της κινηματογραφικής μεταφοράς, στο σενάριο, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο της Πατρίτσια Μπόσγουρθ, «Ντιάν Αρμπους: Μια βιογραφία». Το σενάριο, λοιπόν, επέλεξε να μιλήσει αλληγορικά, αλλά με σαφήνεια: Κάποια μέρα φτάνει στην πολυκατοικία, στην οποία μένει η μελλοντική φωτογράφος, ένας νέος γείτονας. Ενα «πανάσχημο» πλάσμα. Η περιέργεια της Αρμπους να εξερευνήσει αυτό το φαινομενικά πανάσχημο πλάσμα, να δει τι ακριβώς υπάρχει κάτω από τη μάσκα με την οποία κρύβει το πρόσωπό του, την μετατρέπουν από απλή νοικοκυρά σε καλλιτέχνιδα! (Μεταφορά του παραμυθιού η «Ωραία και το Τέρας»).

Αυτό το «παραμύθι» φαίνεται να οικοδομείται από δεκάδες κάδρα - πόζες, που τράβηξε η ίδια η φωτογράφος. Η ταινία ακολουθεί τη δική της γραφή. Η μοντέρνα, ας την πούμε έτσι, εικονογράφησή της, ενώ στην αρχή φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση, σιγά - σιγά καθαρίζει και γίνεται άκρως γοητευτική. Τόσο που αξίζει κανείς να δει την ταινία και μόνον για τη φόρμα της.

Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Ρόμπερτ Ντάοουνι Τζούνιορ, Τάι Μπάρελ κ.ά.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ