Ακούστε, μίλησε πολύ σοβαρά ο αντίκρυ τους. Κανένας δεν έχει από μένα το λεύτερο να με προσβάλλει. Ξέρω τι θα πει Πανεπιστήμιο. Δύο παιδιά μου σπουδάζουν. Ετοιμάζεται και το τρίτο, για σκασίλα τους. Ξύλα απελέκητα, τούβλα, τα παιδιά μου δε θα γίνουν. Μάθε, πατέρα, μου λένε, μάθε. Γιατί εμείς πρέπει να πάρουμε την εξουσία! Φταίω εγώ, που δε μορφώθηκα στα σχολεία; Που έπρεπε να μάθω από μικρός να οργώνω, να σπέρνω, να θερίζω;
Εκατσε στο καφενείο μια ησυχία, που μας στενοχωρούσε. Ετσι γίνεται πάντα, όταν μας αδικούν. Από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, δουλεύουμε χωρίς χαΐρι. Από το κακό στο χειρότερο. Εμείς ξέρουμε πώς τα βγάζουμε πέρα. Και στο μεροκάματο και στο χωράφι. Δουλιά, δουλιά. Αυτή είναι η ζωή μας. Και θα μας πει ότι είμαστε χαϊβάνια και καλά θα κάνουμε να τρώμε ό,τι ρίχνουν στο παχνί;
Α, εσύ το προχωράς το πράγμα. Σας το λέω. Εγώ τους πίστευα και τους ψήφιζα. Πότε τον ένα, πότε τον άλλο. Κάθε φορά που τους ψήφιζα και νικούσαν, με παίνευαν. Τα παιδιά μου, όμως, δεν τους πιστεύουν. Με καλούν να σκεφτώ. Κερδίζουν οι αγρότες; με ρωτούν. Οχι, απαντώ. Και οι επιτυχίες στις Βρυξέλλες; Με κόλλησαν στον τοίχο, τα μπαγάσικα. Ομολόγησα. Δε λένε την αλήθεια. Κι όταν το δείξω ότι το κατάλαβα, κάποιοι με βρίζουν, λέγοντας ότι δεν είναι για μένα το άρθρο 16.
Λέτε να 'ναι αυτό; Ρώτησε κάποιος. Μας περιφρονούν, όταν καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι όπως τα λένε και τα κάνουν; Αν βγαίναμε και λέγαμε μπράβο; Τι δωρεάν Παιδεία, τι δημόσιο Πανεπιστήμιο, δε βλέπετε που ο κόσμος προχωράει, όλα είναι χρήμα; Αν έτσι μιλούσαμε, θα μας παίνευαν. Ο ελληνικός λαός καταλαβαίνει, θα έλεγαν, κλείνοντάς μας το μάτι, αφού δεν μπορούν όλους να μας χαϊδέψουν, χτυπώντας μας απαλά στην πλάτη.
Εκεί σταμάτησε η κουβέντα μας. Είμαστε πολύ στενεμένοι και στενοχωρημένοι. Χάσαμε τόσα χρόνια. Ντρεπόμαστε τα παιδιά μας. Δεν είναι λίγο αυτό.