Ενας μήνας συμπληρώνεται σήμερα από το θάνατο του σκηνοθέτη και αγωνιστή Στέλιου Τατασόπουλου
Ο Στέλιος Τατασόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με δυο ακόμη αγόρια και δυο κορίτσια. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ήταν σοσιαλιστής και σε αυτόν όφειλε ο νεαρός Στέλιος και τ' αδέλφια του τον ανθρωπισμό που ανέπτυξαν από νωρίς και τη διαμόρφωση ενός ηθικού χαρακτήρα, με αρχές και υψηλά ιδεώδη, με πίστη στις μεγάλες αξίες του ανθρώπου. Ο πατέρας τους ήταν αυτός που τους εμφύσησε τη βαθιά ανάγκη να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και να θέτουν το κοινό συμφέρον υπεράνω του προσωπικού και τους καθοδήγησε στους ανηφορικούς δρόμους των σοσιαλιστικών ιδεών, ιδέες που υπηρέτησε η οικογένεια με συνέπεια και θάρρος σε όλη της τη ζωή. Ο Στ. Τατασόπουλος, παράλληλα με τις σπουδές του και τις αθλητικές του επιδόσεις, είχε κλίση στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Εκείνο όμως που κυριολεκτικά τον αιχμαλώτισε ήταν η δραματική τέχνη και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος.
Σπούδασε θέατρο κοντά στον Δημήτρη Ροντήρη, στον Αιμίλιο Βεάκη και τον Δημήτρη Γιαννίδη και κινηματογράφο στη σχολή «DAG FILM» των αδελφών Γιαζιάδη. Το 1929 έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε κινηματογράφο. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και γύρισε την κοινωνικοπολιτική ταινία «Κοινωνική σαπίλα». Η ιστορικός του ελληνικού κινηματογράφου Αγλαΐα Μητροπούλου θεώρησε την ταινία αυτή ως το πρώτο δείγμα κοινωνικής κριτικής στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρεμιέρα της ταινίας ήταν επεισοδιακή. Ο αιθουσάρχης του κεντρικού κινηματογράφου «Σπλέντιτ», όπου γινόταν η προβολή, φοβήθηκε το ιδιώνυμο του Βενιζέλου και τη ματαίωσε. Οι πομπίνες μεταφέρθηκαν σε άλλη αίθουσα της Κοκκινιάς, ενώ οι χωροφύλακες έκαναν σωματική έρευνα στους θεατές για να είναι σίγουροι πως δε θα υπάρξουν ταραχές και ένοπλες συμπλοκές. Μετά την επιτυχία της πρώτης προβολής ο σκηνοθέτης άρχισε να την προβάλλει σε πολλές πόλεις. Το πρωτότυπο της ταινίας, πολύ αργότερα, το έκαψαν οι Χίτες. «Τότε», θυμόταν χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη» ο Στ. Τατασόπουλος, «δεν είχαμε την ευκολία των τεχνικών μέσων. Είχαμε όμως τον ενθουσιασμό. Η ταινία κατήγγειλε την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση των εργαζομένων, τη βία, τα σάπια ήθη. Δεν υπολόγισα ότι ο περίφημος νόμος του "ιδιώνυμου" περί "προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος" θα μ' έπιανε. Ετσι ήταν. Οι προοδευτικοί άνθρωποι και οι κομμουνιστές υπερασπίστηκαν τα ιδανικά τους με αίμα». «Εζησε την ηρωική εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», έχει αναφέρει ο Νέστορας Μάτσας για τον Στ. Τατασόπουλο. «Τότε, που οι ταινίες γυρίζονταν με κέφι, τεχνικούς αυτοσχεδιασμούς και αγώνα... Χρειάζονταν φαντασία, αγωνιστική δύναμη και τόλμη, προπάντων τόλμη για να πολλαπλασιαστούν σαν το βιβλικό "θαύμα" οι πέντε άρτοι και τα πέντε ψάρια...».
Το 1933 ξαναγύρισε στο Παρίσι για σπουδές κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, πήρε το δίπλωμά του το 1937 και συνέχισε να εργάζεται ως τεχνικός και βοηθός σκηνοθέτη. Στο Παρίσι έμεινε ως το 1939. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να γυρίσει στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, το 1943, κι ενώ ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση, ιδρύει το Σωματείο Καλλιτεχνών Κινηματογράφου μαζί με τους Δ. Χριστοδούλου, Γ. Φούντα, Μ. Νικολινάκο. Το 1951 ιδρύει το Συνεταιρισμό Παραγωγής Ταινιών και ένα χρόνο μετά σκηνοθετεί την ταινία «Μαύρη γη», που πήρε το πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας εκείνης της χρονιάς. Η ταινία αυτή χαρακτηρίστηκε ως η δεύτερη νεορεαλιστική στον ελληνικό κινηματογράφο. Γυρίστηκε, όπως είχε πει ο σκηνοθέτης σε τιμητική εκδήλωση της Ενωσης Κινηματογραφιστών ΕΣΣΔ (1983), «μετά τον Εμφύλιο, σε μια εποχή που τη χώρα μας διοικούσε εκτός από τη Δεξιά και το ακροδεξιό φασιστικό κράτος. Δημιουργήθηκε από μια ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών και τεχνικών κινηματογράφου-μέλη του Σωματείου Καλλιτεχνών Ελληνικού Κινηματογράφου, που συγκροτήσαμε μέσα στη χιτλερική κατοχή».
Οι ανάγκες της ζωής αργότερα οδήγησαν το σκηνοθέτη στη δημιουργία «εμπορικών» ταινιών. Ομως και μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Στ. Τατασόπουλος αντιστάθηκε, απαθανατίζοντας το πηγαίο, αβίαστο, ακόμα και πικρό γέλιο του λαού. Το Δεκέμβρη του 1973 μέσα σε ατμόσφαιρα φόβου και τρομοκρατίας καμιά εικοσαριά σκηνοθέτες είχαν ραντεβού σε ένα γραφείο στην Παναγή Κυριακού. Εκεί παρά το στρατιωτικό νόμο μαζεύτηκαν και υπέγραψαν το καταστατικό της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, της οποίας πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Ορέστης Λάσκος. Κρατώντας ζωντανή την ανάμνησή του παραθέτουμε κάποια από τα λόγια αποχαιρετισμού, που του απηύθυνε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών: «Είναι τόσα πολλά που αφήνει πίσω της η διαδρομή του Στέλιου Τατασόπουλου, που οι άνθρωποι του κινηματογράφου θα πρέπει να κοπιάσουν πολύ για να αποτιμήσουν το έργο του».