Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με ένα αισθητικό «όχι» στις αξίες της αστικής τάξης: τον εξπρεσιονισμό
Στο μέρος του πολιτισμού που αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή η αμφισβήτηση ξεκίνησε ήδη από την αυγή του αιώνα, με ένα κίνημα που έχει καταγραφεί σαν η πρώτη σοβαρή, καλλιτεχνική διαμαρτυρία ενάντια στη «θετικιστική ευτυχία» της αστικής τάξης των τελευταίων δεκαετιών του 19ού αιώνα. Δηλαδή την απόπειρας της αστικής τάξης να «ικανοποιήσει» τη συνεχώς διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια με το σύνθημα της κατάκτησης της ευημερίας μέσω της τεχνικής. Το κίνημα αυτό είναι ο εξπρεσιονισμός(1).
Το ευρύ νοηματικό περιεχόμενο του κινήματος, τα ιδεολογικά ρεύματα στο εσωτερικό του και οι πολύπλευροι τρόποι που εκφράστηκε - εικαστικά, αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, μουσική, χορός, θέατρο, κινηματογράφος - καθώς και η μεγάλη διάρκεια και η εμβέλειά του, δυσκολεύουν το σαφή ορισμό του. Κυριολεκτικά ο όρος παραπέμπει στη λέξη «έκφραση» (από το λατινικό «exressio»). Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1911 στο Βερολίνο. Σε αυτό που διαφωνούν οι πηγές είναι στο πώς εμφανίστηκε. Μερικές αναφέρουν πως χρησιμοποιήθηκε σε εικαστική έκθεση των Ματίς, Πικάσο, Βλαμένκ, Ντερέν και Μπρακ, ενώ άλλες αναφέρουν τον Τύπο και συγκεκριμένα το εξπρεσιονιστικό περιοδικό «Ντερ Στουρμ» του Χ. Βάλντεν.
Μια άλλη διάσταση του κινήματος δίνουν ιστορικοί όπως η Πάβλοβα: «Οι καλύτεροι εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες, διαμαρτυρόμενοι κατά του παγκόσμιου πολέμου και των κοινωνικών αντιθέσεων, κατά της σύνθλιψης του ανθρώπου από τον υλικό πολιτισμό και της καταπίεσης από τον κοινωνικό μηχανισμό της προσωπικότητάς του, κάποτε επιστρέφοντας και στον επαναστατικό ηρωισμό, συνδύασαν τη διαμαρτυρία με την έκφραση του μυστικιστικού τρόμου μπροστά στο υπαρξιακό χάος».
Αν και εξαπλώθηκε σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες και στις γραμμές του εντάχθηκαν καλλιτέχνες διαφορετικών εθνικοτήτων, ο εξπρεσιονισμός είναι περισσότερο γερμανική «υπόθεση». Αυτό εξηγείται, αφού η μιλιταριστική βασιλεία του Γουλιέλμου του Β', μεγέθυνε τις κοινωνικές αντιφάσεις και αντιθέσεις. Οσο για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί για την τέχνη της Γερμανίας της εποχής, συμπυκνώνεται στη φράση του Γουλιέλμου το 1901, πως «η τέχνη που ξεπερνά τους νόμους και τα όρια που της έχουν τεθεί, κατ' εμέ, παύει να είναι τέχνη». Φράση που θα «εμπνεύσει» και την πολιτιστική πολιτική των ναζί μερικές δεκαετίες αργότερα...
Ιστορικοί σταθμοί του κινήματος είναι η ίδρυση το 1905 στη Γερμανία της καλλιτεχνικής ομάδας «Γέφυρα», από φοιτητές της αρχιτεκτονικής και η ίδρυση της ομάδας του «Γαλάζιου Καβαλάρη» από τον Καντίνσκι το 1911. Ομολογημένη πρόθεση της «Γέφυρας» ήταν να προσελκύσει «όλα τα επαναστατικά και ανήσυχα στοιχεία» για να ανατρέψουν τον άψυχο ακαδημαϊσμό της γερμανικής τέχνης. Για το σκοπό αυτό επιβάλλεται η καταστροφή των παλιών κανόνων και η επίτευξη του αυθορμητισμού της έμπνευσης. Η ομάδα διαλύθηκε το 1913.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς ιδεολογικούς πόλους - με όλες τις προεκτάσεις και μετεξελίξεις τους - θα κινηθεί ουσιαστικά ο εξπρεσιονισμός στην εξέλιξή του. Τα περιοδικά του κινήματος, «Στουρμ» (περισσότερο θεωρητικό), «Ακτιόν» (που εξέφραζε και ανοιχτά επαναστατικές ιδέες) και το ανάλογό του στην Ελβετία «Βάισεν Μπλέτερ» συσπείρωναν τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα το σύνολο σχεδόν της εικαστικής και λογοτεχνικής πρωτοπορίας του εξπρεσιονισμού. Η επαναστατική καταιγίδα το '18 και το '19 στη Γερμανία επηρέασε τους εξπρεσιονιστές. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία της «Ομάδας του Νοέμβρη» που συσπείρωνε καλλιτέχνες της πρωτοπορίας με αριστερές απόψεις. Οι πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις δημιουργούν τις συνθήκες για τη δημιουργία σαφούς προοδευτικής, αντιαστικής, καταγγελτικής λογοτεχνίας. Εξπρεσιονιστές όπως η Κόλβιτζ θα θρηνήσουν τη δολοφονία των Λίμπκνεχτ - Λούξεμπουργκ. Η τάση του ρεαλιστικού εξπρεσιονισμού είναι γεγονός.
Ισχυρές εξπρεσιονιστικές βάσεις υπήρχαν και στο Βέλγιο, στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, στην Κροατία, στην Πολωνία, στη Ρωσία. Ονόματα λογοτεχνών και δραματουργών όπως Τρακλ, Κάφκα, Μπρεχτ, Βάις, Ντίρενματ δεν αποδίδουν μόνο το ιδεολογικό, αλλά και το χρονικό εύρος του εξπρεσιονισμού, παραδόσεις του οποίου συναντώνται μέχρι σήμερα στην εικαστική, λογοτεχνική και δραματουργική δημιουργία.
Ειδικά στην τελευταία, η εξπρεσιονιστική αρχή του «Στασιονεντράμα», όπου η δράση δεν αναπτύσσεται βαθμιαία αλλά με ωθήσεις από τη μια σκηνή στην άλλη, θα επηρεάσει σημαντικά το θέατρο. Ο εξπρεσιονισμός είναι υπεύθυνος και για καινοτόμες θεατρικές παραστάσεις με πειραματισμούς στον φωτισμό, στο ντεκόρ και στους συμβολισμούς του σκηνικού που οι επιδράσεις τους αποτελούν ένα οικείο εκφραστικό περιβάλλον στο σύγχρονο θέατρο.
Ανάλογη ήταν η επίδραση του κινήματος και στον κινηματογράφο. Ο εξπρεσιονιστικός κινηματογράφος κινείται θεματολογικά, τουλάχιστον στην αρχή του, ανάμεσα στον μυστικισμό και στο φανταστικό. Οπτικές ψευδαισθήσεις, παραμόρφωση αντικειμένων, έντονη χρήση της αντίθεσης του φωτός με τη σκιά, είναι μερικά από τα εκφραστικά μέσα του εξπρεσιονιστή σκηνοθέτη, για να δημιουργήσει έναν ονειρικό - κάποτε εφιαλτικό - κόσμο που παραπέμπει σε ένα βαθμό στη γοτθική, μεσαιωνική αισθητική. Αντιπροσωπευτικές και γνωστότερες ταινίες είναι «Το γραφείο του δόκτορα Καλιγκάρι» του Βίνε, «Νοσφεράτου» του Μουρνάου και η κλασική «Μητρόπολη» του Λανγκ με ευδιάκριτες κριτικές κοινωνικές αναφορές, από έναν σκηνοθέτη που, όπως και άλλοι Γερμανοί καλλιτέχνες, θα αυτοεξοριστεί σαν μια πράξη διαμαρτυρίας ενάντια στο ναζισμό.
Στη μουσική, το κίνημα είναι δεμένο κυρίως με τη «νέα σχολή» της Βιέννης που ίδρυσαν οι Σένμπεργκ, Μπεργκ και Βέμπερν. Οι ακαθόριστες μουσικές μορφές και σχήματα, οι ασαφείς τονικές βάσεις και η λακωνικότητα, είναι τα συνειδητά, εκφραστικά εργαλεία της εξπρεσιονιστικής μουσικής.
Αυτή η μικρή αναφορά στον εξπρεσιονισμό θα ήταν ακόμη πιο ελλιπής εάν δε συμπληρωνόταν με δυο λόγια για την «εκφυλισμένη τέχνη». Μια από τις πρώτες ενέργειες του Γκαίμπελς όταν ανέλαβε υπουργός Προπαγάνδας στις αρχές του '33, ήταν να κλείσει το «Μπάουχάουζ», σημαντική σχολή αρχιτεκτονικής με προοδευτικό προσανατολισμό. Ενα μήνα αργότερα, η ναζιστική νεολαία θα κάψει βιβλία των Μαν, Τσβάιχ, Ρεμάρκ και Προυστ. Το Νοέμβρη θα γίνει το ιδεολογικό «ξεσκαρτάρισμα» των καλλιτεχνών με την υποχρεωτική εγγραφή τους στην «Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών» η οποία λειτούργησε σαν ένα είδος «ιεράς εξέτασης». Τα μη μέλη της ήταν καταδικασμένα, στην καλύτερη περίπτωση, στην οικονομική εξόντωση. Το 1937 οι ναζί συγκεντρώνουν 730 έργα κυρίως εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών και τα εκθέτουν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Μονάχου κάτω από το γενικό τίτλο «εκφυλισμένη τέχνη». Ανάμεσα στους καλλιτέχνες αυτούς ήταν οι Μαξ Ερνστ, Γκέοργκ Γκρος, Βασίλι Καντίνσκι, Πάουλ Κλέε, Οσκαρ Κοκόσκα κ.ά. Ομως ο Γκαίμπελς θα αποτύχει. Ο κόσμος επισκέφθηκε μαζικά την έκθεση η οποία μάλιστα περιόδευσε. Αθελά τους, οι ναζί, είχαν προβάλει τη μοντέρνα τέχνη όσο κανείς άλλος μέχρι εκείνη τη στιγμή...
(1) Εννοείται πως και τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκαν καλλιτεχνικά κινήματα που έδωσαν με την ίδια συνέπεια και σοβαρότητα αυτή τη μάχη και που, φυσικά, επέδρασαν άμεσα ή έμμεσα, όπως συμβαίνει πάντα, σε αυτά που ακολούθησαν.