Σάββατο 10 Μάρτη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μια μετάφραση

«Μα ο άμοιρος, ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες

για τους ανθρώπους, τίποτα για εμέ τον

ίδιο δεν έχω να σωθώ, απ' αυτές τις συμφορές

μου» (Αισχύλου: «Προμηθέας Δεσμώτης» (μετ.: Ιωάννης Γρυπάρης)

Το Μάρτη του 1942 έφευγε από τη ζωή ένας σημαντικός ποιητής, κυρίως όμως μεταφραστής, ο Ιωάννης Γρυπάρης (1871 - 1942). Από την πρώτη του ποιητική συλλογή «Σκαραβαίοι και Τερακότες» που την έγραψε σε ηλικία 24 χρόνων «τάραξε» τα λογοτεχνικά νερά. Ο Παλαμάς έλεγε ότι η ποιητική φόρμα του Γρυπάρη ότι «από του τίτλου του μέχρι του τελευταίου θα ξενίσωσι μεν πιθανώς τους μη εννοούντας την ποίησίν του αλλά θα καταθέλξουν τους αισθανόμενους το αληθώς ωραίον εν τη ποιήσει...». Εμεινε όμως στην ελληνική γραμματεία κυρίως για τις φοβερές μεταφράσεις: «Ευθύδημος», «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Ο Αισχύλος βρήκε στο μεταφραστή Γρυπάρη το «μάστορά του»: Η «Ορέστεια», «Οι επτά επί Θήβας», «Ο Προμηθέας Δεσμώτης». Ανάστησε το δραματικό λόγο. Ο Κοσμάς Πολίτης (1893 - 1974), συγγραφέας, έγραφε για τις μεταφράσεις του Γρυπάρη: «Βγαίνουν από στοχασμό - μουσική διάθεση - μελέτη. Μάχεται με τις αδυναμίες της γλώσσας. Με τέτοιες μεταφράσεις η Ελλάδα ζυγώνει τους ανθρώπους και παίρνει συνείδηση της δυνάμεώς τους...».

Ο Αισχύλος, τραγικός ποιητής (523 - 456 π.Χ.) μέσω του Γιάννη Γρυπάρη - από τα βάθη των αιώνων μάς στέλνει το μήνυμά του. Ο Προμηθέας - το μυαλό του Ανθρώπου, δημιουργεί ιστορία «φωτιά» διαλεκτική - εξέλιξη:

«Μην το θαρρείτε ξυπασιά μου ή περηφάνεια /

που δε μιλώ, μες στη βουβή τη συλλογή μου /

σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια. /

Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα /

χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές πόχουν; /

Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω /

λόγο, γιατί τα ξέρετε, τώρα τα πάθη/

των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα /

σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες, /

κι όχι παράπονο μ' αυτούς πως έχω, μόνο /

για να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου. /

Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν /

άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων /

μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής των όλα /

τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε /

πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε /

τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ' ανήλια σπήλια /

χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια./

Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,/

ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους/

του καρπερού κανένα, μα έτσι επορεύονταν /

με δίχως κρίση, ως που τους έδειξα των άστρων /

τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις./

Κ' εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, /

και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, /

της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. /

Κ' έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα /

κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν/

τους πιο μεγάλους πάνω των κόπους του ανθρώπου. /

Κ' έδεσα χαλινόστεργα τ' άλογα στο άρμα, /

της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι, /

και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος /

πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια». /

«(Προμηθέας Δεσμώτης»)


Παναγιώτης ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ