«Μα ο άμοιρος, ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες
για τους ανθρώπους, τίποτα για εμέ τον
ίδιο δεν έχω να σωθώ, απ' αυτές τις συμφορές
μου» (Αισχύλου: «Προμηθέας Δεσμώτης» (μετ.: Ιωάννης Γρυπάρης)
«Μην το θαρρείτε ξυπασιά μου ή περηφάνεια /
που δε μιλώ, μες στη βουβή τη συλλογή μου /
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια. /
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα /
χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές πόχουν; /
Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω /
λόγο, γιατί τα ξέρετε, τώρα τα πάθη/
των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα /
σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες, /
κι όχι παράπονο μ' αυτούς πως έχω, μόνο /
για να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου. /
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν /
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων /
μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής των όλα /
τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε /
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε /
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ' ανήλια σπήλια /
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια./
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,/
ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους/
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορεύονταν /
με δίχως κρίση, ως που τους έδειξα των άστρων /
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις./
Κ' εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, /
και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, /
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. /
Κ' έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα /
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν/
τους πιο μεγάλους πάνω των κόπους του ανθρώπου. /
Κ' έδεσα χαλινόστεργα τ' άλογα στο άρμα, /
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι, /
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος /
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια». /
«(Προμηθέας Δεσμώτης»)