Κυριακή 11 Μάρτη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο άνθρωπος με την αλογίσια κράση

Είναι βαθιά μεσάνυχτα στην Προσοτσάνη της Δράμας. Η οικογένεια Τσακμακίδη - ο πατέρας, η 28χρονη γυναίκα του, ο γιος τους Γιώργος 12 τότε χρονών και τα άλλα δυο μικραδέρφια του - κοιμούνται κατάχαμα στο μοναδικό φτωχικό τους δωμάτιο. Το ημερολόγιο δείχνει Αύγουστος 1941. Η Ελλάδα στενάζει κάτω από το βάρβαρο χιτλερικό ζυγό.

Ζέστη πνιγερή. Ούτε ένα φύσημα ανέμου. Από μακριά οι ριπές των αυτόματων και οι εκρήξεις αναταράζουν τη γαλήνη της νύχτας. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου ανοίγει με πάταγο. Μέσα ορμούν δυο άνδρες, αρματωμένοι, με ξαναμμένα πρόσωπα. Πάνε ίσα στο στρώμα όπου κοιμούνταν ο πατέρας κι ο ένας του τραντάζει το κεφάλι με θυμό.

- Ε, ξύπνα, του λέει, δεν ντρέπεσαι που αποκοιμήθηκες; Ο πατέρας τινάζεται ολόρθος ψελλίζοντας.

- Συμπαθάτε με. Μόλις είχα ξαπλώσει και...

- Εμπρός, κάνε γρήγορα, είπαν οι αρματωμένοι.

Ο πατέρας έκανε μια γρήγορη κίνηση και με μιας άστραψε στα χέρια του ένα αυτόματο που είχε κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι του. Ντυμένος καθώς ήταν και ποδεμένος είπε στους δυο.

- Είμαι έτοιμος, πάμε.

Ξεκίνησαν. Ο πατέρας κοντοστάθηκε. Δίπλα η αγουροξυπνημένη γυναίκα του έτρεμε σαν το σπουργίτι. Κι ο Γιώργος ήταν από ώρα ξυπνητός. Κοίταζε με έκπληκτα μάτια τα παράξενα που συνέβαιναν στο σπίτι τους, την αυγουστιάτικη εκείνη νύχτα του '41.

Ο πατέρας πέρασε απαλά το χέρι στο πρόσωπο της γυναίκας του, έριξε μια τρυφερή ματιά στα μικροπαίδια του και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της κατοχικής νύχτας μαζί με τους συντρόφους του.

* * *

Η μητέρα έμεινε μόνη με όλη τη φροντίδα για τα τρία ανήλικα παιδιά τους, κατάμονη στις μύριες δυσκολίες και τους κινδύνους της κατοχής. Πόσες τρομάρες δεν της έφερε ο ανυπότακτος αυτός άντρας. Ηταν κοριτσάκι 15 χρονών όταν την πρωτοείδε. Την αγάπησε. Τη ζήτησε από τους γονείς της.

Αυτοί αρνήθηκαν. Είπαν: Οχι, δε θα το παντρέψουμε το κορίτσι σ' αυτή την άγουρη ακόμα ηλικία. Υστερα, ο νέος αυτός είναι σαν τη θύελλα. Αδύνατο όμως να αποτρέψουν την απόφαση του Τσακμακίδη. Μια νύχτα πήρε μαζί του δυο πιστούς φίλους του, μπήκαν στο σπίτι και το «έκλεψαν» το κορίτσι. Εζησε κοντά του χρόνια ευτυχισμένα. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου ενάντια στους Ιταλογερμανούς εισβολείς. Και όταν η χώρα κατακτήθηκε, αυτός, όπως και χιλιάδες Ελληνες πατριώτες, δεν υποτάχτηκε. Ζήτησε τη συνέχιση του αγώνα της αντίστασης. Μπήκε σε κάποια μυστική οργάνωση. Τα μέλη της αποφάσισαν να σηκώσουν επανάσταση, να διώξουν τους κατακτητές. Ηταν μια πράξη αυθόρμητη, πατριωτική, μα άγουρη ακόμα, χωρίς γενικότερο σχέδιο.

* * *

Χαράματα ξέσπασε στην κωμόπολη μεγάλη αναταραχή. Χτυπούσαν ασταμάτητα οι καμπάνες. Από στόμα σε στόμα μεταδιδόταν η είδηση ότι πατριώτες από τη Δράμα και την Προσοτσάνη επαναστάτησαν, χτύπησαν τα φυλάκια των κατακτητών και τώρα οι μάχες διεξάγονται στα ριζά των βουνών. Τη σύντομη αυτή χαρά για την αποτίναξη του ξενικού ζυγού τη διαδέχτηκε σε λίγο ο πανικός κι ο τρόμος. Διαδόθηκε ότι πάνοπλα τμήματα των κατακτητών είχαν κινηθεί προς την Προσοτσάνη, με σκοπό να προβούν σε αντίποινα. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και πήραν το δρόμο προς τις ορεινές περιοχές για να σωθούν. Η μητέρα χάθηκε μέσα στο ανάστατο πλήθος. Εμεινε ο Γιώργος με τα δυο μικρότερα αδέρφια του. Με το ένα στον ώμο του και το άλλο πιασμένο από το χέρι έτρεχε ξυπόλυτος στα μονοπάτια, μέσα στα χωράφια, πάνω από τα αγκάθια και τα κοφτερά χαλίκια. Και πίσω τους να σκάνε οι οβίδες και να ουρλιάζουν σαν τους λύκους οι κατακτητές.

Εφτασαν νύχτα σε κάποιο χωριό. Και κει, αντί για ξεκούραση και κάποια σωτήρια διέξοδο, άκουσαν τα τραγικά νέα: Η επανάσταση χάθηκε. Πνίγηκε στο αίμα...

Αρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους οι κάτοικοι της Προσοτσάνης. Κυρίαρχοι και πάλι οι κατακτητές, τοιχοκόλλησαν μια ανακοίνωση που έλεγε ότι δινόταν αμνηστία σε όσους πήραν μέρος στην εξέγερση και τους καλούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Το πίστεψε και ο Τσακμακίδης και γύρισε. Τον πιάσανε αμέσως μαζί με 16 άλλους συντρόφους του και τους έκλεισαν σε μια εκκλησία. Εκεί μέσα τους εκτέλεσαν. Στον «οίκο του Θεού».

* * *

Ο χειμώνας του 1941 ήταν πολύ βαρύς για όλο τον ελληνικό λαό, για όλη τη χώρα. Η πείνα, που θέριζε κατά χιλιάδες τους κατοίκους των πόλεων, χτύπησε και τα χωριά. Σαν τέλειωσαν οι φτωχοί αγρότες τα μικρά αποθέματά τους σε τρόφιμα, βγάλαν τα υπάρχοντά τους στο σφυρί: Χωράφια, ζα, προίκες, κειμήλια. Επαιρνε τα σπιτικά τους είδη στον ώμο κι ο Γιώργος -σκεπάσματα, καρέκλες, τραπέζια, το γραμμόφωνό τους - και τα σεργιανούσε στους δρόμους των γύρω πόλεων και χωριών φωνάζοντας:

- Πάρτε, κύριοι. Για λίγες οκάδες αλεύρι. Για ένα κομμάτι ψωμί. Ολα στη φτήνια... Στη Δράμα, στην Καβάλα, στις Σέρρες. Χιλιόμετρα μακριά από την Προσοτσάνη. Ολα στη φτήνια... Ακόμα και τις βέρες των γονιών του...

Κάποτε τέλειωσαν τα ξεπουλήματα αυτά. Δεν έμεινε τίποτε άλλο στο σπίτι. Απογυμνώθηκε. Τότε είπαν να βγάλουν στο σφυρί το χωραφάκι και τ' αμπελάκι τους. Μα δεν πρόλαβαν. Τους τ' άρπαξαν οι Βούλγαροι φασίστες που έμπαιναν και αυτοί στη χώρα μας σαν κατακτητές. Τους υποχρέωναν τους αγρότες να δουλεύουν στα δικά τους χωράφια για ένα κομμάτι ψωμί.

Ο Γιώργος μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Η μητέρα του ήταν άρρωστη. Εφτιαξε μόνος του ένα κασελάκι και βγήκε στο δρόμο φωνάζοντας:

- Λούστρος, κύριοι. Τα βάφω ωραία. Μόνο για λίγες δραχμούλες...

Υστερα έγινε ψαράς. Ξυπνούσε χαράματα, πήγαινε στο ποτάμι και έστηνε καλαθάκια στο νερό. Επιανε συχνά ψαράκια, τα πουλούσε κι αγόραζε ψωμί για την άρρωστη μητέρα και τα ανήλικα αδερφάκια του. Μα αυτή η πηγή δεν κράτησε πολύ. Του τα 'κλεβαν τα ψαράκια και κάποτε μαζί και τα καλαθάκια που ο ίδιος έπλεκε... Εριχνε μετά πικραμένος το αγκίστρι και παρακαλούσε: Ελα τώρα που σ' έχουμε τόση ανάγκη χρυσόψαρο του παραμυθιού...

Δεν είχε πια τύχη με το ψάρεμα. Εγινε μικροπωλητής. Πουλούσε λεμονάδες, τσιγάρα, καθρεφτάκια, τσατσάρες. Μα πάλι το κέρδος δεν έφτανε για το ψωμί. Εγινε ζητιάνος. Εβαλε στον ωμό του κάποια σακουλάκια και πήρε γραμμή τους δρόμους παρακαλώντας: Βοηθείστε μας συμπατριώτες, πεινούμε, πεθαίνουμε...

* * *

...Η οικογένεια Τσακμακίδη μπήκε σε καινούριες περιπέτειες. Το πιο επείγον ήταν να μπει η μητέρα σε νοσοκομείο. Δανείστηκαν λίγα χρήματα και βρήκαν ένα κρεβάτι τρίτης θέσης στη Δράμα. Ο Γιώργος ξενοδούλευε. Μια μέρα του 'πεσε ένα πορτοκάλι στο χέρι. Το κράτησε στην τσέπη του. Σηκώθηκε κάποιο πρωί και κίνησε πεζός για τη μακρινή πολιτεία. Για να δώσει το πορτοκάλι στην άρρωστη μητέρα του...

* * *

Το πώς βρέθηκε τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία ο Γιώργος, είναι μια άλλη ιστορία. Ητανε τότε 20 χρονώ. Τι ήξερε αυτός, όταν πάτησε το πόδι του στο πρώτο στην ιστορία γερμανικό κράτος των εργατών και αγροτών; Σε σχολειό δεν είχε φοιτήσει. Ανθρωπος αγράμματος ήταν. Και τους Γερμανούς στον τόπο μας τους είχε γνωρίσει σαν κατακτητές. Εδώ τώρα αυτούς που έβλεπε, που έβαζαν τα πρώτα θεμέλια, που όρθωναν πάνω στα αμέτρητα ερείπια τη νεογέννητη ΓΛΔ, ήταν άνθρωποι που είχαν ζήσει στα τρομερά χιτλεροφασιστικά στρατόπεδα, στην παρανομία, στην πολιτική προσφυγιά. Ανθρωποι που εμπνέονταν από τα πιο υψηλά ουμανιστικά ιδανικά. Τον πήραν και τον Γιώργο, όπως και τους άλλους Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες κάτω από την πατρική προστασία τους. Του άνοιξαν καινούριους ορίζοντες. Στα 20 χρόνια του ο Γιώργος κάθισε στο θρανίο να μάθει τη μητρική και τη γερμανική γλώσσα. Σε λίγο μπήκε σε τεχνική σχολή και βγήκε τεχνίτης ναυπηγός. Δούλεψε από το 1954 ές το 1961 στο εργοστάσιο ΤΡΑΦΟ της Δρέσδης, αποσπώντας το ένα μετά το άλλο τα μετάλλια. Ετοιμαζόταν για μεσαία σχολή.

* * *

Εκεί τον βρήκε ένα βαρύτατο δυστύχημα. Τον μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο της Δρέσδης και λίγες μέρες μετά στην ειδική πανεπιστημιακή κλινική στην πόλη Χάλε. Οι πιο φημισμένοι καθηγητές, όλα τα μέσα της επιστήμης για τη σωτηρία του Γιώργου. Μα η περίπτωσή του ήταν από τις πιο βαριές.

Είχε χτυπηθεί από το βίντζι που κινούνταν στην εργοστασιακή σάλα στη σπονδυλική στήλη και είχε μείνει παράλυτος από τη μέση και κάτω. Η ίδια η ζωή του βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο.

Ο Γιώργος πάλευε μέρα και νύχτα με το θάνατο με μια ηθική δύναμη που άφηνε έκπληκτο όλο το νοσηλευτικό προσωπικό. Οι καθηγητές έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος, ο Γιώργος, είναι φαινόμενο. Και αν θα ζήσει θα το οφείλει σε μεγάλο βαθμό στο ηθικό κουράγιο του. Για τη συνέχιση της κατάστασής του ο Γιώργος αφηγείται...

«...Μια μέρα ζήτησα να δω τον αρχίατρο της κλινικής. Οταν ήρθε στο κρεβάτι μου του είπα παρακαλετά ότι θα ήθελα να δω με τα ίδια μου τα μάτια την πληγή που έχω στη σπονδυλική στήλη. Μόλις τ' άκουσε, το απέκλεισε αποφασιστικά. Αυτό, είπε, ποτέ δεν πρέπει να γίνει, είναι δυνατό να πάθεις σοκ και τότε η κατάστασή σου θα επιδεινωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες. Εγώ όμως δεν τους άφηνα σε ησυχία τους γιατρούς. Τους έλεγα ότι η πληγή τότε μόνο μπορεί να κλείσει όταν τη δω με τα μάτια μου. Κάποτε τους έπεισα. Φέρανε έναν καθρέφτη. Ξετύλιξαν τον επίδεσμο και τότε, τι να δω. Κατατρόμαξα. Φαινόταν ολότελα γυμνοί τρεις σπόνδυλοι, ως μέσα στο στομάχι. Η πληγή ήταν τόσο μεγάλη που θα χωρούσαν δυο γροθιές. Οι γιατροί με παρακολουθούσαν με ανησυχία μελετώντας τις αντιδράσεις μου. Αφού πέρασα την πρώτη τρομάρα, ξαναπόκτησα το θάρρος μου. Τη δύναμη να αντιπαλέψω το θάνατο. Χίλια νήματα με δέναν με τη ζωή. Θα δείτε, είπα στους γιατρούς χαμογελώντας, πως θα γίνω καλά και πως θα ξαναπαίξω μπάλα. Τότε γέλασαν και αυτοί και είπαν: Μπάλα δε θα μπορέσεις να παίξεις Γιώργο, όμως η πληγή σου θα κλείσει και θα μπορέσεις να γυρίσεις στην οικογένειά σου...

Οπως και έγινε. Μετά από 8 μήνες γύρισα στην οικογένειά μου. Το 1964 το λαϊκό γερμανικό κράτος με έστειλε στη σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία για ειδικά λουτρά. Εμεινα εκεί μισό χρόνο. Εκεί συνήθισα το νέο τρόπο ζωής. Γυρίζοντας μπήκα σε μια αθλητική ομάδα στη Δρέσδη μαζί με άλλους ανάπηρους. Από τότε παίρνω μέρος σε αγωνίσματα, όπως στο ακόντιο, στο δίσκο, στη σφαιροβολία, στο πιγκ-πογκ, στην άρση βαρών και στο τρέξιμο με καροτσάκι. Πήρα ως τα τώρα πάνω από 50 μετάλλια...».

Ο Γιώργος Τσακμακίδης είναι παντρεμένος και έχει μια θυγατέρα και ένα γιο που σπουδάζουν ιατρική. Μιλάει με ευγνωμοσύνη για την ανεκτίμητη συμπαράσταση που του πρόσφεραν στο δυστύχημά του το γερμανικό λαϊκό κράτος, οι γιατροί και όλο το νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου, η διεύθυνση του εργοστασίου και τα συνδικάτα. Μιλάει με θερμά λόγια για τη γυναίκα του, που του έδινε θάρρος και δύναμη τους μήνες που χαροπάλευε, που στάθηκε και στέκει πάντα ακούραστη συντρόφισσα της ζωής του.

Ο Γιώργος Τσακμακίδης συνεχίζει να παίρνει το μισθό που έπαιρνε στο εργοστάσιο όταν δούλευε. Στη γυναίκα του χορηγήθηκε άλλος μισθός για τη συντήρησή του. Τον συναντούμε συχνά, πότε στη Δρέσδη, πότε στη Λειψία, πάντα γελαστό, πάντα με ανεξάντλητη αισιοδοξία. Δε χρειάζεται να του δώσει κανείς θάρρος για την αντιμετώπιση της κατάστασής του. Εχει τόσα αποθέματα ηθικής δύναμης, πίστης και αγάπης στη ζωή, που τα σκορπάει και σε άλλους. Ενας άνθρωπος, που ποτέ δεν το 'βαλε κάτω κι όταν κονταρομαχούσε με το θάνατο. Ενας άνθρωπος με αλογίσια κράση, όπως τον ονόμασαν οι καθηγητές γιατροί που τον θεράπευαν.


Του
Δημήτρη ΚΗΠΟΥΡΟΥ
(Γράφηκε το 1970, έμεινε ανέκδοτο)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ