Επιστρέφοντας στην Ελλάδα κερδίζει το Α΄ Βραβείο γλυπτικής στη Β΄ Πανελλαδική Εκθεση των Νέων. Ακολουθούν έργα σε σίδηρο και μπετόν (Μονομορφικά - Παλμοί), για τα οποία απέσπασε το Α΄ Βραβείο γλυπτικής (1970). Παράλληλα συνεργάζεται με αρχιτέκτονες και φτιάχνει μια σειρά από έργα, κατ' εξοχήν ανάγλυφα που κοσμούν κτίρια, εντάσσοντας τη γλυπτική στην αρχιτεκτονική.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70, δουλεύει με ορείχαλκο και μάρμαρο, δημιουργώντας μεγάλη σειρά έργων με χαρακτηριστικό τη σύνθεση των αντιθέσεων, που σιγά - σιγά καταλήγει σε έναν ποιητικό ρεαλισμό. Ο καλλιτέχνης ανήκει στους μεταπολεμικούς «σουρεαλιστικούς συμβολιστές», με κύριο άξονα της γλυπτικής του την ανθρώπινη μορφή. Οπως αναφέρει και ο ίδιος «πρόθεσή μου ήταν τα έργα μου να οδηγήσουν τη φαντασία σε ποιητικές εξάρσεις, για αυτό έπλασα τους ανθρώπινους κορμούς με παραστατική ακρίβεια και σαφήνεια, αλλά παράλληλα τους πλαισίωσα ή τους κάλυψα με το μυστήριο: σχήματα ελεύθερα, αδιευκρίνιστα, με κύβους, βράχους, πανιά και ποιητικά οράματα».