Ο πολίτης, όπως κάθε φυλακισμένος, κάνει χρήση της άδειας εξόδου από αυτό που αποκαλούν «πραγματικό», παραλαμβάνει τη γνωστή εξάρτυση που του επιβάλλουν τα ιλουστρασιόν περιοδικά - σκουπίδια και με το εισιτήριο στα δόντια ετοιμάζεται για τις διακοπές. Η εικόνα που παρουσιάζει το λιμάνι με τα καράβια δεν τον πτοεί.
Φορτώνουν ζώα με μορφές ανθρώπων, των οποίων η επιθυμία να ξεχαστούν κάνει γελοία ακόμα και την ευγένεια της λησμονιάς. Ο πολίτης - εμπόρευμα ταξιδεύει σε συνθήκες απαράδεκτες. Ομως, η πείνα και η δίψα που τον διαπερνά σαν στερητικό σύνδρομο για αυθεντική ζωή τον κάνει να αντέχει τα πάντα.
Οι διακοπές του λοιπόν παίρνουν τις διαστάσεις μιας χαζής θητείας, όπου όχι μόνο δε γεμίζει τις περίφημες μπαταρίες του, αλλά τον φέρνουν στην κατάσταση τού όλα εδώ πληρώνονται, χωρίς να του εξηγεί κανείς το γιατί! Ούτε μπορεί να συναντηθεί, λόγω χρόνου, με τις οικογένειες που υπάρχουν σε κάθε νησί και αντιστέκονται, γιατί έχουν γίνει ένα κλειστό κύκλωμα - και καλά κάνουν μπροστά σ' αυτό που παίζεται. Η ανακάλυψη ότι η ιδέα της ευτυχίας δεν είναι παρά ένα τεστ προσαρμοστικότητας και νεύρων τον φωτίζει όσον αφορά την επιστροφή του, που αρχίζει να γίνεται η μόνη απάντηση στη δυσφορία του.
Είναι αλήθεια ότι αυτό που αποκαλούν «πραγματικό» θα λάβει απάντηση μαθηματική για όσα κάνει. Ας νομίζει ότι βασιλεύει πάνω στον πολίτη, που τον κάνει εμπόρευμα και μαριονέτα. Είτε το θέλει είτε όχι, ο πολίτης κινεί τον αργοκίνητο σύρτη της Ιστορίας. Και να που τον έφτασε πάλι στην άκρη. Είμαστε μπροστά σ' ένα άνοιγμα.