Κυριακή 14 Οχτώβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Μια πορτοκαλάδα

Γρηγοριάδης Κώστας

Ολη η ιστορία που έπαιρνε παραγγελία ο καφετζής δεν ήτανε ότι δεν ήξερε τι έπινες. Αυτό γινότανε χρόνια κάθε ξημέρωμα. Και οι πενήντα που ερχότανε να πιάσουνε δουλιά στο σκουπίδι, πίνανε ούζο. Μετά πηγαίνανε και ανοίγανε το μεγάλο κανάλι στην κεντρική αγορά και στο γιαχνί σοκάκι και αδειάζανε το γκερίζι με φτυάρια στα βαρέλια, λάσπη από σάπια ψάρια, σκουληκιασμένα κρέατα, κόκαλα, κεφαλάκια, ψόφιες γάτες, ποντίκια, αρουραίοι. Απ' τις αναθυμιάσεις κι απ' τη βρώμα κλείνανε τα μάτια σου. Επρεπε να 'σαι «φτιαγμένος» για ν' αντέξεις. Ητανε η πιο ζόρικια βάρδια.

Κι όμως ήταν καθιερωμένο οι φρέσκοι στην καθαριότητα ν' αρχίσουν την καριέρα τους από κει. Ισως για να σ' εκδικηθούνε που μπήκες διορισμένος απ' το παράθυρο στα χωράφια τους. Τι πά' να πει η μάνα σου παρακάλεσε και ξεσκόνισε κατουρημένες ποδιές για να μπεις στο Δημόσιο με τόση ανεργία που υπάρχει. Χαφιές της Ασφάλειας θα 'σαι ή ρουφιάνος του δημάρχου ή μάτι του προϊστάμενου για βάρδιες, εικονικές υπερωρίες, ωράρια και τέτοια. Εμάς φεύγει κάθε ξημέρωμα η μισή ζωή μας απ' τη βρώμα γιατί δεν έχουμε μέσον. Οι πιο πολλοί που είναι στα γραφεία και στα λογιστήρια γραμματικοί, είναι διορισμένοι δήθεν στο σκουπίδι. Στα χαρτιά είμαστε με τη σκούπα στο χέρι διακόσιοι και την πληρώνουμε μόνο οι πενήντα. Εμείς που δεν έχουμε μέσον να πάμε σε γραβαντωμένες υπηρεσίες.

Να δεις ρεζιλίκι που όλοι αυτοί οι ρεμπεσκέδες, κοπανατζήδες, τεμπέληδες και αργόμισθοι, πλακώνανε όλοι τη μέρα που έρχεται ο ταμίας στη Λεύκα για να πληρωθούνε όπως κι εμείς. Εκεί να δεις πλάκα.

Ρωτάνε έναν «εσύ πού δουλεύεις; σε ποιον τομέα;» «Στον 5ο λέει». Κι όλοι του 5ου τομέα ήταν εκεί και δεν τον ήξερε κανένας.

Εσύ ρωτάνε έναν άλλον με λουστρίνι παπούτσι, πού δουλεύεις;

Εγώ - λέει - είμαι στην αποθήκη.

Στην πάνω ή στην κάτω; του λένε (δεν υπήρχε πάνω και κάτω).

Στην κάτω, ξανα - απαντά.

Κοιταχτήκανε όλοι στα μάτια: Ο πιο πλακατζής δεν άντεξε. Δε βαριέσαι... Ανθρωποι είμαστε. Γιατί, τι θα κερδίζαμε να του πούμε «ψέματα λες». Κρίμα είναι. Ποιος ξέρει τι ανάγκη θα 'χει. Και αστραπιαία να προλάβει την Ιερά Εξέταση των άλλων να τον ρεζιλέψουν του λέει:

-- Α... θα δουλεύεις μέσα στις κρυψώνες που έχει η κάτω αποθήκη. Γι' αυτό δε σε ξέρει κανείς...

-- Ναι.., απαντά με ανακούφιση. Εκεί δουλεύω...

Ο καφετζής όμως ήταν υποχρεωμένος να σε ρωτήσει, γιατί καμιά φορά ανάλογα με τα κέφια ή το χθεσινοβραδινό ξεφάντωμα άλλος ήθελε και μεζέ, άλλος το 'θελε σκέτο και διπλό, άλλος που 'χε πέσει στη μεγάλη ρούκλα ήθελε κονιάκ.

Ολα εκείνο το πρωί πηγαίνανε ρολόι. Μέχρι που έπεσε πάνω στον νεοφερμένο. Απ' το Κουτσουκάρι είπε, ήτανε αλουμινάς, αλλά δεν πήγαινε καλά η δουλιά κι έβαλε μέσον ένα βουλευτή και τόνε διορίσανε στο Δημόσιο. Η μάνα του δηλαδή πήγε και παρακάλεσε.

-- Τι πιόμα θα σου φέρω; τόνε ρώτησε ο καφετζής.

-- Μια πορτοκαλάδα, φώναξε δυνατά ο καινούργιος.

Ολοι είχανε στήσει αυτί για να δούνε τι θα παραγγείλει. Με το που ακούσανε «πορτοκαλάδα» τα χάσανε. Μείνανε άφωνοι. Ο καφετζής πρώτος συνήλθε και ξαναρωτάει ειρωνικά:

-- Με ανθρακικό;

-- Πορτοκαλάδα φέρε κι ό,τι θέλει ας είναι, ξαναλέει με «θράσος» ο καινούργιος δυνατά.

Μουγκαμάρα... Δε μιλάει κανείς. Λες και φάγανε σφαλιάρα ή γιακά... Απελπισία... Ο καθένας βγάζει μόνος του τα συμπεράσματά του. Μόνο που το κεφάλι ολωνών αυτόματα έστριψε προς τα εκεί που καθότανε ο «αρχηγός». Αυτός που έπινε πιο πολλά καραφάκια απ' όλους. Σα να του λέγανε «καθάρισε εσύ απ' το μπελά που μας βρήκε πρωί πρωί».

Μέχρι να το καλοσκεφτεί, άνοιξε το στόμα του αστραπιαία.

-- Κι ένα μπιμπερό φέρε.., λέει στον καφετζή.

Δεν είχε αποτελειώσει τη φράση και μπουκάρισε ο επόπτης αγουροξυπνημένος, φουριόζος και βιαστικός.

-- Ελάτε να υπογράψετε - φώναξε - να πιάσετε δουλιά. Από σήμερα θα είναι κι ο Βαγγέλης μαζί σας. Να αναλάβει ένας από σας να του πει τι θα κάνει, να μάθει τη δουλιά. Ελα υπόγραψε πρώτος, λέει στον Βαγγέλη.

-- Αν πρέπει κάποιος να μου μάθει να μαζεύω τα σκουπίδια, θέλω να με μάθει αυτός που παράγγειλε το μπιμπερό.., κάνει επίθεση ο Βαγγέλης.

-- Εντάξει.., απαντάει ο «αρχηγός» που έπινε τα πιο πολλά καραφάκια απ' όλους.

-- Πάμε, φύγαμε, έλα μαζί μου.

Βγήκανε έξω.

-- Κάτσε στο μηχανάκι, λέει στον Βαγγέλη.

Ο Βαγγέλης υπάκουσε σα ρομπότ, σα ζαλισμένος. Σαν υπνωτισμένος λειτουργούσε, γιατί είχε ντοπαριστεί για μεγάλο καυγά. Σε δευτερόλεπτα έπαιξε τη ζωή του κορόνα - γράμματα όταν ζορίστηκε και είπε «αυτός που παράγγειλε το μπιμπερό να με μάθει». Ηταν ακόμα σφιγμένος και έτοιμος για όλα. Ανάπνεε βαριά.

-- Φοβάσαι; του λέει ο «αρχηγός».

Κι ο Βαγγέλης σα να ξύπνησε, από λήθαργο:

-- Οχι... όχι... φύγαμε... ξεκίνα...

-- Βάλε τα πόδια σου στους μασπιέδες να φύγουμε, του ξαναλέει. Δεν είναι μακριά. Σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί.

Πιο γρήγορα φθάσανε. Δεν είχε κίνηση.

- Κατέβα... λέει του Βαγγέλη. Εδώ θα κάνουμε το μάθημα.

Βλέπει ο Βαγγέλης πως έχουνε σταματήσει σ' ένα μπαράκι της Πειραϊκής. «Της Βαγγελιώς» έγραφε η ταμπέλα.

-- Καλημέρα.

-- Καλημέρα. Εφερα έναν καινούργιο σήμερα, της λέει. Φέρ' του ένα γάλα και εμένα ένα καραφάκι σκέτο.

Ο Βαγγέλης δεν είχε ακόμα ξεφουσκώσει απ' το ντοπάρισμα που είχε για καυγά. Σκέφθηκε πως εδώ θα γίνει το κονταροχτύπημα κι όχι με μαχαίρια, φωνές και σιδερικά, αλλά με πιόμα. Περίμενε, έφερε η Βαγγελιώ το καραφάκι στον «αρχηγό» και βάζει μπροστά στον Βαγγέλη ένα ποτήρι γάλα.

-- Αυτό (της λέει ο Βαγγέλης) για ποιον είναι;

-- Για σένα, του λέει.

-- Εγώ σου παράγγειλα γάλα;

-- Το παράγγειλαν για σένα, του λέει.

-- Ακου να δεις, να το πας σ' αυτόν που το παράγγειλε να το βάλει κατάπλασμα στις τζοχάδες του. Εμένα να μου φέρεις ένα καραφάκι όπως και του συναδέλφου, (και της έδειξε δίπλα του τον «αρχηγό»).

-- Αμέσως... λέει η Βαγγελιώ που ανθίστηκε κόντρα, παραγγελιές ν' ακούω.

Το ρολόι στο μπαράκι έδειχνε έξι το απόγευμα. Εχουνε πιει από οχτώ καραφάκια ο καθένας κι ο «αρχηγός» νικημένος, ρεζίλης και χάλιας τηνε ρίχνει: «Τερματίσαμε... πάμε να φύγουμε... Δεν πάει άλλο. Φέρε το λογαριασμό», φωνάζει ντροπιασμένος. «Ποιο λογαριασμό - λέει ο Βαγγέλης. Ακόμα δεν αρχίσαμε. Κυρά Βαγγελιώ... φωνάζει. Φέρε μας άλλα δυο καραφάκια».

-- Οχι... δεν πάει άλλο, λέει ο «αρχηγός».

-- Πάει... πώς δεν πάει... ξαναλέει ο Βαγγέλης. Αν δεν πιεις άλλο ούζο, για κάθε καραφάκι που θα πίνω εγώ, θα πίνεις ένα ποτήρι γάλα εσύ. Παρέα ήρθαμε, παρέα θα φύγουμε. Στο κάτω κάτω, εγώ δε σε έφερα εδώ. Εσύ μ' έφερες.

Δέκα μαχαιριές να του 'δινες του «αρχηγού», δε θα πόναγε περισσότερο. Ακούγανε κι οι θαμώνες και η ίδια η Βαγγελιώ... Πού είναι η μαγκιά του, το νταηλίκι του, η περηφάνια του... Η ζωή του ολόκληρη κρεμότανε πάνω στο ότι ήτανε ο πιο δυνατός στο πιόμα και τώρα ένας καινουργιοφερμένος «πορτοκαλάδας» να τόνε κάνει ρεζίλι.

-- Καλά, είπε αντιδρώντας. Μια κουβέντα είπα. Αφού θέλεις να πιούμε κι άλλο, εγώ δεν κωλώνω. Το 'πε με μισό αχείλι. Αν μπορούσε θα 'πεφτε στα πόδια του Βαγγέλη ικέτης και θα του 'λεγε: «Μη με ξεφτιλίσεις άλλο... σε παρακαλώ...».

-- Εντάξει.., λέει. Φέρε τα καραφάκια. Συνεχίζουμε. Αφού η παρέα έχει όρεξη, γιατί να της χαλάσω το χατίρι, φώναξε ν' ακούσουνε όλοι.

Στα δέκα καραφάκια πληρώσανε και φύγανε. Πέντε φορές πέσανε κάτω με το μηχανάκι. Την τελευταία, ο «αρχηγός» χτύπησε άσχημα. Εσπασε χέρι και πόδι. Την άλλη μέρα, μετά τη βάρδια ο Βαγγέλης πήγε στο νοσοκομείο να τόνε δει.

-- Πόσες φορές πέσαμε κάτω; του λέει ο «αρχηγός», ευτυχισμένος, γελαστός, που 'χε γλιτώσει το μεγάλο ρεζιλίκι στο μπαράκι και την είχε βγάλει φτηνά με δυο κόκαλα σπασμένα.

-- Από πού πέσαμε; του λέει ο Βαγγέλης.

-- Πάνω απ' το μηχανάκι δεν πέφταμε; του ξαναλέει ο «αρχηγός».

-- Εγώ, λέει ο Βαγγέλης, δε θυμάμαι να ήμασταν ποτέ πάνω. Ολο από κάτω από κάτι ρόδες ήμασταν. Ευτυχώς που δε χτύπησα κι εγώ και σε αντικατέστησα. Καργάρισα δώδεκα βαρέλια μόνος μου. Τόσα μου είπανε πως γέμιζες κι εσύ κάθε πρωί. Τα μάτια του «αρχηγού» αστράψανε. Μέσα απ' τις γάζες και τους γύψους που του είχανε βάλει, άπλωσε το χέρι το καλό στον Βαγγέλη.

-- Κόλλα το ρε συνάδελφε. Καλώς όρισες στη δουλιά. Ονειρο ήτανε να 'ρθει ένας άξιος εργάτης στην παρέα μας. Είχαμε απελπιστεί με τους φιόγκους που μας φέρνανε. Και δε μου λες, ρε Βαγγέλη, να σε ρωτήσω κάτι χωρίς παρεξήγηση. Τι πιόμα ήπιες το πρωί που πήγες στο μπαράκι να υπογράψεις;

-- Να σου πω την αλήθεια συνάδελφε, επειδή είχες χτυπήσει εσύ κι ήμουνα σεκλετισμένος, επειδή η πορτοκαλάδα έχει χαρούμενο χρώμα, παράγγειλα βυσσινάδα... έτσι το χρώμα να μοιάζει με την καρδιά μου...

ΥΓ: Ο μύλος του απορριμματοφόρου άρπαξε και τράβηξε μαζί με τα σκουπίδια και το σιδερένιο βαρέλι. Ο σκουπιδιάρης στην προσπάθειά του να το τραβήξει προς τα έξω να μην πάθει ζημιά ο μύλος, του πήρε όλο το χέρι. Γι' αυτόν είναι γραμμένο αυτό το γραφτό, αντί για άγαλμα.


Γιώργης ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ