«Στο "ταξίδι" αυτό στην Ηλεία που ένα μεγάλο κομμάτι της, χέρια εγκληματικά, από παράδεισος που ήταν, το μετέτρεψαν σε κόλαση, δε θα χρησιμοποιήσουμε άλλο μεταφορικό μέσον παρά μόνο τη μνήμη που συχνά πυκνά σε αυτήν περιστρέφεται.
Η γνωριμία μου μ' αυτό το υπέροχο κομμάτι του "κατακαημένου" Μοριά έγινε τη σημαδιακή χρονολογία 1941, που ο τόπος βυθίστηκε στην πιο βαθιά δυστυχία, όπου οι συμπολίτες σωριάζονταν νεκροί από πείνα στους δρόμους και τους μάζευαν με το κάρο της Δημαρχίας. Τυχεροί όσοι είχαν ένα αποκούμπι να τους δεχτεί στο χωριό, όπου κάτι θα βρίσκανε να φάνε.
Οι φοβεροί κατακτητές, αφαιρώντας από το λαό όλα τα τρόφιμα, θα έλεγε κανείς ότι το έκαναν για να εξαφανίσουν τους Ελληνες και να γίνει η Ελλάδα ιδιοκτησία τους! Σημασιολογικά, αναφέρουμε ότι αυτή την τραγική περίοδο γεννήθηκε το θρυλικό ΕΑΜ, που με τον εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα συντόμεψε στο να ξεκουμπιστούν γρηγορότερα από τη χώρα οι βάρβαροι κατακτητές.
Το ταξίδι μας με προορισμό το νεότευκτο συνοικισμό της Κυλλήνης με το όνομα Κάτω Παναγιά, που λεγόταν το χωριό των κατοίκων του στην περιοχή της Σμύρνης, ήταν μακρινό. Μία μέρα δεν ήταν αρκετή, μεσολαβούσε και διανυκτέρευση στην Πάτρα! Πράγματι, την άλλη μέρα ένα τρένο που ξερνούσε καρβουνόσκονη, διασχίζοντας την πλούσια πεδιάδα μ' όλη την πολυμορφία της, μας άδειασε στα Καβάσιλα απ' όπου με κάρο φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας. Τα σπίτια της "αποκατάστασης", στοιχισμένα και ομοιόμορφα, καθώς και φρεσκοασπρισμένα, ήταν η πρώτη καλή μας εντύπωση, λες και ...περίμεναν υψηλές προσωπικότητες. Οσοι γλίτωσαν από το μακελειό της Σμύρνης και βρέθηκαν εδώ για να συνεχίσουν τη ζωή τους, εκτός από τη στέγη πήραν και σαράντα στρέμματα γης, κατά το πλείστον λόγκους και βαλτότοπους, που με την εργατικότητα και τη μεθοδικότητά τους μετέτρεψαν σε εύφορα κτήματα, που τους εξασφάλιζαν τα πάντα, εκτός από τα βιομηχανικά προϊόντα.
Στις περιοδείες μας αυτές από χωριό σε χωριό αποκτήσαμε πολλές φιλίες, όχι μόνο με τους απλούς Μοραΐτες, αλλά και με τα γατιά τους, που μας υποδέχονταν θερμά στην είσοδο του χωριού, γιατί κάτι θα περίσσευε και γι' αυτά από την πραμάτεια μας!
Με τα τσομπανόσκυλα όμως κάποιων ξεμοναχιασμένων αγροικιών δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Δίναμε σωστή μάχη, κάποτε με χοντρά καλάμια εμείς, με τις δοντάρες τους εκείνα, ώσπου να προσέλθει το αφεντικό τους να μας χωρίσει, ώσπου να πιάσουμε φιλίες μαζί τους, αφού πρώτα έμαθαν να τρώνε τα γατόψαρα που τους πετούσαμε για να γαληνέψουν!
Το "κολέγας" που τον αποκαλούσαν, στην αρχή νόμιζα πως ήταν βρισιά, αλλά εκείνος μου εξήγησε ότι έτσι αποκαλούν το φίλο και ...έτσι απεφεύχθη κάθε παρεξήγηση!
Αυτά συνέβαιναν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, ώσπου μετά από διαδοχικές πτήσεις ένα αγγλικό αεροπλάνο έβαλε στόχο το ήσυχο λιμανάκι της Κυλλήνης και βάλθηκε να μην αφήσει σκάφος που να μην το σημαδέψει με τις βόμβες του, σε σημείο ολόκληρος ο ψαροδίαιτος πληθυσμός να μείνει άνεργος, τη στιγμή που όλα τα πλεούμενα ψαροκάικα και ψαρόβαρκες έγειραν στη μια πάντα, λαβωμένα κι ανήμπορα να ορθώσουν το κατάρτι τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και η ψαροφαγία και το ψαρεμπόριο να σταματήσουν. Κι εμείς σταματάμε εδώ».