Η μέρα άρχιζε να χαράζει. Το μικρό ταξίδι για τη δουλειά του ήταν όμορφο. Του άρεσε να βλέπει τον ήλιο να ξεμυτίζει δειλά - δειλά για να φωτίσει τη μέρα. Τη δικιά του μέρα. Το αστικό λεωφορείο έτρεχε στην παραλιακή δίπλα στη θάλασσα. Κοίταζε τα νερά της. Γαλάζιοι κυματισμοί. Αλλοτε ήρεμοι, άλλοτε φουρτουνιασμένοι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ακουμπούσε το κεφάλι του στο παράθυρο του λεωφορείου για να κλέψει λίγες στιγμές φευγαλέου πολύτιμου ύπνου. Τις καθημερινές δεν εύρισκε θέση να καθίσει, αλλά το Σάββατο, μπορούσε να βυθιστεί στην άβολη καρέκλα και να ξεχάσει για λίγο τις έγνοιες του.
Οι υπάλληλοι ειδοποίησαν την Πυροσβεστική και την Αστυνομία. Κάποιοι τρέξανε δίπλα του. Ηταν, ακόμη, ζωντανός. Μία υπάλληλος του κρατούσε το χέρι. Ολοι του έδιναν κουράγιο. Ο πολύτιμος χρόνος κυλούσε πια πολύ γρήγορα γι' αυτόν. Οι στιγμές γίνονταν χρόνια. Η ζωή του κινδύνευε. Η αναπνοή του βάραινε. «Κουράγιο ρε Ηρακλή! Λίγο ακόμα και θα έρθουν οι πυροσβέστες!» Στα μάτια του ο φόβος, η απελπισία. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τα πνευμόνια του ασφυκτιούσαν. Τα λεπτά τρέχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σε λίγο οι φωνές των συναδέλφων του άρχισαν να ακούγονται μακρινές. Ενα βουητό από ήχους γέμιζε τα αυτιά του. Οι ήχοι σιγά - σιγά γίνονταν όλο και πιο απόμακροι. Ξαφνικά όλα μέσα του σταμάτησαν. Το χέρι πάγωσε. Επεσε άψυχο στο πλάι. Του άρπαξαν τη ζωή. Σκοτώθηκε την ώρα του μεροκάματου. Το συνεργείο της Πυροσβεστικής που έφτασε στον τόπο τον απεγκλώβισε. Οι πυροσβέστες έδωσαν λήξη του συμβάντος στις δώδεκα παρά τέταρτο.