Από τα μέσα Οκτώβρη προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «X-men», περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, παραγωγής 2000 και σε σκηνοθεσία του Μπράιαν Σίνγκερ.
Η ταινία φέρνει στη μεγάλη οθόνη τους ήρωες της ομώνυμης σειράς κόμικς, σε μια προσπάθεια να τους «ζωντανέψει» στο σελιλόιντ και να κερδίσει θεατές όπως οι χάρτινες αυτές φιγούρες κέρδισαν αναγνώστες. Η προσπάθεια ίσως να είναι και φιλότιμη, όμως δεν αρκεί αυτό για να είναι επιτυχημένη. Οπως δεν αρκούν τα εφέ - θα μπορούσαν να είναι καλύτερα - για να γίνει μια ταινία ευχάριστη, έστω και μέσα στη γνωστή ελαφρότητα του αμερικανικού κινηματογράφου.
Αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη ταινία - ή καλύτερα στο συγκεκριμένο είδος - γιατί βασίστηκε σε ένα συγκεκριμένο τομέα αμερικανικών κόμικς. Αυτό των «υπερ-ηρώων». Εκείνων των μορφών, που παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες ως χαρακτήρες, δεν αποτελούν το πρότυπο του καθωσπρεπισμού και γι' αυτό ακριβώς καταφέρνουν να κερδίσουν μεγάλη μερίδα της προεφηβικής και εφηβικής νεολαίας. Δηλαδή, εκείνων των ηλικιών που συνήθως γοητεύονται από τους «αντιδραστικούς».
Παρ' όλα αυτά, οι συγκεκριμένοι «αντιδραστικοί» λειτουργούν στα όρια του συστήματος. Μπορεί να βρίζουν, να γκρινιάζουν, να φωνάζουν, να κάνουν μορφασμούς. Αλλά μάχονται ένα αόριστο «κακό» και υπερασπίζονται γενικώς τη δομή της αμερικανικής κοινωνίας, όπου όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν χάρη στις ικανότητες και τις καλές προθέσεις ενός γενετικά μεταλλαγμένου ή σκληροτράχηλου, ή και τα δύο, ήρωα.
O Κόρτο Μαλτέζε |
Και η ταινία «X-men» απογοήτευσε. Και ήταν λογικό. Η θέα κάποιων ζωγραφισμένων φιγούρων προδιαθέτει για πλοκή και σενάριο αδύναμο. Το μυαλό επαναπαύεται ψάχνοντας λέξεις και εικαστικές λεπτομέρειες μέσα σε στενάχωρα καρέ. Ψάχνοντας τη λογική ακολουθία των καρέ. Οι απαιτήσεις μειώνονται, καθώς το κόμικ από τη φύση του δίνει λίγα, ή τουλάχιστον δίνει άλλα από αυτά που αναμένεται να δώσει μια ταινία. Ακόμα και ένα τέτοιο αμερικανόπνευστο κόμικ μπορεί να είναι ανεκτό - αν δε γίνεται και περίπου αναγκαίο για την πλάκα, για τη διακωμώδηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και σκέψης σε εισαγωγικά - μέσα στην επιτηδευμένη χαζομάρα του.
Μια ταινία είναι διαφορετική υπόθεση. Ο θεατής και ειδικά ο λάτρης των κόμικς έχει κάποιες απαιτήσεις. Και αυτές δεν περιορίζονται σε εξελιγμένα εφέ. Χρειάζεται υπόθεση, ταλαντούχοι ηθοποιοί. Οχι, απλά, αλλεπάλληλες σκηνές βίας που διακόπτονται από στιχομυθίες γεμάτες σεξουαλικά υπονοούμενα, ανάμεσα στον υπερ-ήρωα και το υπερ-νυμφίδιο της ταινίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η καλή κατάληξη είναι ο θεατής να αυτοσαρκάζεται με το λάθος του να πληρώσει εισιτήριο. Στην κακή σιχτιρίζει για τα χαμένα λεφτά του. Οποιος παραγωγός, σκηνοθέτης, ηθοποιός ή διανομέας δεν ενοχλείται από αυτό, χάρισμά του. Αρκεί όμως η διαφήμιση της ταινίας να διευκρινίζει ότι πρόκειται για μια «b movie» - για να χρησιμοποιήσουμε τον αμερικανικό όρο «της πλάκας».
Αυτά, ενόψει της αναμενόμενης νέας συνέχειας του Batman («Batman Beyond») και της φημολογούμενης «ταινιοποίησης» του Κόρτο Μαλτέζε.