Σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, σε ένα αστικό «παλάτι» που ονομάζεται Αθηνά, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η χώρα μας και η κοινωνία μας σε μικρογραφία, οι ένοικοι, ιδιοκτήτες, φιλοξενούμενοι και εργαζόμενοι, Ελληνες και αλλοδαποί συμβιώνουν «ειρηνικά» με τον έρωτα, την απιστία, την φιλοχρηματία, το φθόνο, τη ζήλια, το κουτσομπολιό, τις μικρές αλήθειες και τα μεγάλα ψέματά τους. Οι κεντρικοί ήρωες, οι ζωντανοί, οι μελλοθάνατοι αλλά και οι... πεθαμένοι περιφέρονται στις μνήμες αλλά και στα πολυτελή δωμάτια, δήθεν ανέμελοι, δήθεν λησμονημένοι, ενώ ακούν τα βήματα του θανάτου, που έρχεται από το «πουθενά», να πλησιάζουν.
Μέσα στα πολυτελή δωμάτια της Αθηνάς γράφονται ποιήματα, ζωγραφίζονται πίνακες, γίνονται ανώδυνες, αλλά και οδυνηρές συζητήσεις, γιορτάζονται αρραβώνες, αλλά και... κηδείες, ενώ συνεχώς παίζεται ένα ιλαροτραγικό θέατρο, αφού όλοι υποδύονται κάποιο ρόλο και αφού τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Μέσα στα συρτάρια από το ακριβό ξύλο αναπαύονται πολύτιμες σκακιέρες την ίδια στιγμή που η μεγάλη παρτίδα παίζεται έξω: στην παράγκα, στην πισίνα, στις ξαπλώστρες ή και στο εργοστάσιο φωτιστικών που προσφέρει την οικονομική άνεση σε τόσους χαραμοφάηδες και έναν ξερό μισθό στο προσωπικό. Ο συγγραφέας, φανατικός οπαδός της Αγκάθα Κρίστι, υφαίνει μια εκπληκτική μαεστρία, μια απλή και ταυτόχρονα περίπλοκη ιστορία, σπαρακτική αλλά και με πολύ σασπένς, με πανέξυπνους διάλογους, πλάθει ολοζώντανους χαρακτήρες και με όπλο το λεπτό, ιδιαίτερο υποδόριο, αλλά θανατηφόρο χιούμορ του δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος».