Παρασκευή 10 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΜΕΓΑΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ
Ανάπτυξη σημαίνει κέρδη για το κεφάλαιο

Αποκαλυπτική έκθεση του ΙΟΒΕ για την  «αναπτυξιακή πολιτική μέσα στην ΟΝΕ»

Στοιβαρή και αποφασιστική πολιτική για την εντός της ΟΝΕ πορεία της χώρας απαιτούν οι μεγαλοβιομήχανοι, οι εκπρόσωποι των οποίων με αφορμή ημερίδα του ΙΟΒΕ, δημοσιοποίησαν κείμενο με τις απαιτήσεις που σκοπεύουν να προβάλουν για το επόμενο χρονικό διάστημα. Το θέμα της ημερίδας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ήταν «η αναπτυξιακή πολιτική μέσα στην ΟΝΕ», αλλά οι μεγαλοεπιχειρηματίες κατάφεραν με τον πλέον διαυγή τρόπο να ξεκαθαρίσουν πως κάθε τους σχετική προσέγγιση ταυτίζει απόλυτα το θέμα της ανάπτυξης με την ευρωστία, τη γιγάντωση και την ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία των διάφορων επιχειρηματικών ομίλων. Στόχοι που -όπως επίσης χωρίς περιστροφές αναλύουν- δεν μπορούν παρά να επιταχυνθούν με την τυφλή στράτευση του συνόλου της κοινωνίας στα συμφέροντά τους και την απόλυτη υποταγή των εργαζομένων στις αξιώσεις τους.

Κεντρική λογική των αναλύσεων που περιέχονται στο σχετικό κείμενο αποτελεί η εκτίμηση ότι η ΟΝΕ διαμορφώνει για την Ελλάδα θετικές προοπτικές, αλλά η ορθή αξιοποίησή τους «καθιστά περισσότερο επείγουσα την ανάγκη για τις διαρθρωτικές αλλαγές». Σ' αυτό ακριβώς το μοτίβο παρουσιάζεται και το σύνολο των προτάσεων που διατυπώνονται για όλο το φάσμα της οικονομικής -και όχι μόνο- πολιτικής.

Στην έκθεση του ΙΟΒΕ ομολογείται πως «η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (...) θα περνά κατά κύριο λόγο μέσα από τις μεταβολές των πραγματικών μεγεθών, δηλαδή της ανεργίας, του ρυθμού ανόδου της οικονομίας και της διανομής του πραγματικού εισοδήματος και του πλούτου», αλλά ως... αντίδοτο προτείνουν «να αλλάξουμε συμπεριφορά τόσο με την έννοια της μεγαλύτερης ανοχής σε μεταβολές πραγματικών μεγεθών».$$$$$$$$$$$$

Προτείνουν την εξασφάλιση πληθωρισμού κάτω από τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, μέσω πρώτον της εισοδηματικής πολιτικής που «είναι ανάγκη να εξακολουθήσει να είναι αυστηρή και δεύτερον της «αυτοσυγκράτησης και ευελιξίας που είναι ανάγκη να συνεχίσουν να επιδεικνύουν τα συνδικάτα και η εργοδοσία».

Ακρως ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση που γίνεται με αφορμή το θέμα του «σχηματισμού κεφαλαίου». Τον τρόπο δηλαδή και τον μηχανισμό που εξασφαλίζει στους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης τους όρους, τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Μετρώντας τους όρους αυτούς με το δείκτη της λεγόμενης καθαρής αποταμίευσης, οι βιομήχανοι εκτιμούν πως είναι «σαφώς ανεπαρκές», αφού «κάμφθηκε την τελευταία δεκαετία στο 2-3%». Στην αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, την εφαρμογή δηλαδή των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη σημαντική, δηλαδή, αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, υποτάσσεται και το σύνολο των προτάσεων που διατυπώνονται.

Το Ιδρυμα του ΣΕΒ, που όλα αυτά τα χρόνια σιγοντάρει και υπερθεματίζει υπέρ της ασκούμενης πολιτικής, τώρα που ήρθε η ώρα να προβάλει τις νέες αξιώσεις των εκπροσώπων του κεφαλαίου, προχωρά σε μια ποιοτική ανάλυση της ανοδικής πορείας του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Ετσι, παραδέχεται ότι η σχετική αύξηση «προήλθε κατά μέγιστο μέρος από κλάδους παραγωγής μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, με προεξάρχοντες το εμπόριο, τις κατασκευές και το χρηματοπιστωτικό τομέα». Παραδέχεται δηλαδή ότι «οι κλάδοι οικονομικής βάσης», όπως είναι «η μεταποίηση, γεωργία, ναυτιλία, τουρισμός εξακολουθούν να είναι ουσιαστικά στάσιμοι». Ωστόσο, αυτή την ορθή σε γενικές γραμμές διαπίστωση -για την οποία βεβαίως κύριοι υπεύθυνοι είναι αυτοί που υπαγορεύουν τους όρους και τους προσανατολισμούς της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή οι ίδιοι οι μεγαλοεπιχειρηματίες- την αξιοποιούν όχι για να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα που θα ευνοούσε την από εδώ και πέρα αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, αλλά για να προβάλουν τις απαιτήσεις τους για νέα κίνητρα, μέτρα και πολιτικές που θα ευνοήσουν την ακόμα μεγαλύτερη ασυδοσία τους για το μέλλον.

Ετσι, με το επιχείρημα ότι «η ανάπτυξη ούτε διατάσσεται, ούτε εκβιάζεται», και με την κινδυνολογία ότι «τα επιτεύγματα είναι εύθραυστά», οι μεγαλοβιομήχανοι απαιτούν τη «δημιουργία κατάλληλων συνθηκών» για την ανάπτυξη, κάτι που όπως ισχυρίζονται «καθιστά εντονότερη την ανάγκη στιβαρής πολιτικής σχετικά με τον πληθωρισμό και τη δημοσιονομική διαχείριση, καθώς και σε σχέση με όλα τα άλλα θέματα, έτσι ώστε να πεισθούν οι αγορές».

Για τομείς, όπως η αγορά εργασίας, το κοινωνικασφαλιστικό σύστημα, η απελευθέρωση των αγορών, οι συντάκτες του κειμένου εκθειάζουν τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση της ΝΔ στις αρχές της δεκαετίας του '90, κρίνουν ότι όλες οι επόμενες κυβερνήσεις κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση και προτρέπουν για την εδώ και τώρα προώθηση των νέων μέτρων, που είναι αναγκαία για τη μελλοντική πορεία.

Η αγορά εργασίας

Ετσι σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας εκτιμούν πως «χρειάζεται ακόμα να γίνουν πολλά, για να αποκτήσει την ευελιξία που χρειάζεται για την καλύτερη αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας», κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις των οποίων κοινός παρονομαστής είναι η εξασφάλιση μεγαλύτερου πλούτου για τους «έχοντες», και ανακατανομή της φτώχειας σε ακόμα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Ανάμεσα στα άλλα ζητούν:

  • «Τα κατώτατα όρια αμοιβών να προσαρμόζονται με σχετικά χαμηλούς ρυθμούς, ώστε σταδιακά να αποκτήσουν τη φυσική τους λειτουργία». Ζητούν, δηλαδή, να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι βασικές αποδοχές, με τις οποίες, όπως είναι γνωστό αμείβεται ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων. Και ζητούν αυτό, γιατί, όπως σπεύδουν να εξηγήσουν παρακάτω, ο ρόλος που πρέπει να παίζουν οι βασικές αποδοχές, είναι να εξασφαλίζουν απλά «την προστασία των ασθενέστερων».
  • Επιδοτήσεις για τη μείωση του «έμμεσου κόστους, ιδιαίτερα των ευαίσθητων ομάδων όπως οι νέοι», δηλαδή απαιτούν γενικευμένη καθιέρωση και διατήρηση των διαφόρων κρατικών κονδυλίων που αφορούν, για παράδειγμα, την απαλλαγή τους από την πληρωμή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών.
  • «Περαιτέρω αποκέντρωση του μηχανισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων». Δηλαδή, ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών και άλλων συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι εργαζόμενοι κάθε ξεχωριστού χώρου να αποτελούν εύκολη λεία για τον συγκεκριμένο κάθε φορά εργοδότη.
  • Πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων.
  • Πλήρη απελευθέρωση των μορφών απασχόλησης των εργαζομένων, με τη γενικευμένη εισαγωγή των συστημάτων μερικής απασχόλησης.
Η κοινωνική ασφάλιση

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές είναι και οι προσεγγίσεις του ΙΟΒΕ στον τομέα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, το οποίο υποστηρίζουν πως «εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο». Εδώ αξιώνουν:

  • «Να αυξηθούν τα όρια ηλικίας», σημειώνοντας ότι «ήδη σε αρκετές χώρες γίνεται λόγος για παράταση του χρόνου υπηρεσίας και πέρα από τα 65».
  • Να πετσοκοπούν οι συντάξεις. Αυτοί το λένε «να μειωθεί το λεγόμενο ποσοστό αντικατάστασης, δηλαδή η σχέση σύνταξης προς τις εν ενεργεία αποδοχές».
  • Να ενοποιηθούν τα ασφαλιστικά ταμεία, να υπάρχει προς τα κάτω εξίσωση των όρων συνταξιοδότησης των διαφόρων ταμείων κλπ.
  • Ολα αυτά όμως για τους βιομηχάνους αποδεικνύονται λίγα και ημίμετρα. Ετσι, εκτός από την αύξηση των ορίων ηλικίας, εκτός από τη μείωση των συντάξεων και την υποβάθμιση του ρόλου των ταμείων απαιτούν την παράλληλη εφαρμογή αντικινήτρων, για να βγαίνει κανείς στη σύνταξη. Ο μηχανισμός που προτείνουν είναι απλός. «Να γίνουν -λέει- πολύ βραδύτεροι οι ρυθμοί συσσώρευσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή, πρέπει καθώς σωρεύονται τα έτη υπηρεσίας, η σύνταξη που αναλογεί, να αυξάνει με βραδύτερους ρυθμούς και να χρειάζεται έτσι κανείς περισσότερα χρόνια υπηρεσίας, για να φτάσει σε δεδομένη σύνταξη».

Σε ό,τι αφορά τις ΔΕΚΟ οι μεγαλοβιομήχανοι εκτιμούν ότι «η πρόοδος που έχει συντελεστεί έως τώρα στην ουσιαστική εξυγίανση είναι εξαιρετικά περιορισμένη» και ζητούν το άμεσο ξεπούλημα φορέων όπως η «Ολυμπιακή», τα Ελληνικά Πετρέλαια, οι βιομηχανικές μονάδες και οι τράπεζες, και την κατάργηση του μονοπωλίου για τομείς, όπως ο ηλεκτρισμός το φυσικό αέριο και οι τηλεπικοινωνίες.

Η κυβέρνηση

Στο ίδιος μήκος κύματος και άκρως καθησυχαστικός για τις «αγωνίες» των μεγαλοβιομηχάνων εμφανίστηκε ο υπουργός Ανάπτυξης Ν. Χριστοδουλάκης, ο οποίος, μιλώντας στα πλαίσια της παρουσίασης της έκθεσης του ΙΟΒΕ, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι δεν πρέπει να υπάρχει φόβος για το άνοιγμα των αγορών και κάνοντας λόγο για την άρση των εμποδίων για τις επιχειρήσεις, κατά την είσοδό τους σε νέους κλάδους της οικονομίας. Παρόμοια ήταν σε γενικές γραμμές και η τοποθέτηση του υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών Χρ. Βερελή, ο οποίος σημείωσε ότι «πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, υπάρχει ανάγκη εκσυγχρονισμού, ώστε να εξασφαλιστούν οι όροι λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ