Ενα αίσθημα ντροπής διακρίνεται στη σιωπή των ανθρώπων. Πού πήγε η δυσφορία, ο θυμός; Γιατί είμαστε έτσι; ρώτησε ο γείτονάς μου.
Από μικρά παιδιά μαζί. Γονιμοποιοί της γης αυτοαποκαλούμαστε. Είμαστε μια συνέχεια, που αρχίζει από τον παππού μας, τον Ησίοδο, και πριν από αυτόν. Μέχρι πότε; Το αισθανόμαστε. Μας ξεκληρίζουν. Κι εμείς χωρίς τη γη δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Πώς γίνεται και στην ώρα της ψήφου τα κάνω θάλασσα; ρώτησε. Λογικά ενεργώ σ' όλα τ' άλλα. Πες μου, είναι απορία μου, πώς και είσαι πάντα αισιόδοξος; Ακόμα κι όταν το Κόμμα σου δεν έχει τις επιδόσεις, που, δεν στο κρύβω, κι εγώ θέλω;
Τον κοίταξα. Πάρε τσιγάρο, είπα και τ' ανάψαμε. Ο καπνός, που βγήκε από το στόμα μας, έσμιξε και χάθηκε η ταυτότητά του. Ποιος ο δικός μου; Ποιος ο δικός του; Περίεργο, όπως ο καρπός που παράγουμε. Χάνει την ταυτότητά του, μόλις τον παραδώσουμε. Από ατομικός, γίνεται κοινωνικός.
Εδειχνε πως με ακούει. Σκεφτόταν. Δίσταζε να μιλήσει. Το καταλάβαινα απ' τη σκληράδα του προσώπου του. Κάποια στιγμή, ψιθυριστά είπε: Ντρέπομαι την κόρη μου, τη φοιτήτρια. Ηρθε απ' τη Θεσσαλονίκη με καθήκον. Θα 'μαι, μου είπε, αντιπρόσωπος του Κόμματος στο εκλογικό κέντρο. Ταράχτηκα.
Κατάλαβες, μου είπε, γιατί είναι καιρός ν' αφήσουμε τον παππού εκεί που είναι και να μην τον επικαλείσαι κάθε φορά που έχουμε εκλογές; Κατάλαβες πως πρέπει να συνταιριάξεις το βήμα σου με το δικό μας; Η μάνα θα ψηφίσει το Κόμμα. Εσύ; Δεν απάντησα.
Απόγευμα ήταν, όταν πήγα να ψηφίσω. Η κόρη μου εκεί. Το αυτοκόλλητο με τα τρία κόκκινα γράμματα στη θέση της καρδιάς της. Πανέμορφη. Ετσι την είδα, στα κρυφά. Σιωπή στο εκλογικό κέντρο.
Δεν τόλμησα, φίλε. Δεν το τόλμησα. Πώς να κοιτάξω πια την κόρη μου στα μάτια;