Διατηρούνται τα υψηλότατα επίπεδα τιμολόγησης υπέρ των ιδιωτών παραγωγών
Νέες τιμές για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά προτείνει η κυβέρνηση, ορίζοντας δημόσια διαβούλευση για το θέμα μέχρι τις 19 του Φλεβάρη, δηλώνοντας ότι αποτελεί το τελευταίο στάδιο της γενικότερης διαβούλευσης για το νέο νόμο σχετικά με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Η πρότασή της κινείται στο πλαίσιο της υπέρμετρης πριμοδότησης των ιδιωτών για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ, η οποία διογκώνει διαρκώς τις οικονομικές υποχρεώσεις του ΔΕΣΜΗΕ (διαχειριστής συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας) που αγοράζει υποχρεωτικά την παραγόμενη ενέργεια με δεσμευτικά συμβόλαια απορρόφησης και εγγυημένης τιμής που φτάνουν και τα 20 χρόνια για τους μεγάλους παραγωγούς.
Η πρόταση της κυβέρνησης για την τιμολόγηση είναι:
Οι τιμές για τους παραγωγούς είναι μεγαλύτερες από αυτές που ορίζει ο τελευταίος σχετικός νόμος 3734/2009 για την περίοδο από το 2012 και μετά, αλλά μικρότερες από αυτές που ισχύουν μέχρι τότε. Ενδεικτικά, τον Αύγουστο του 2014, η τιμή θα ήταν από 260,97 ευρώ ανά MWh για τα άνω των 100 kWhpeak και 293,59 ευρώ για τα κάτω από 100 kWhpeak, στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Αυτή τη στιγμή, κινούνται από 400 έως περίπου 507 ευρώ ανά MWh, ανάλογα τού πότε έγινε η σύμβαση και αν οι μονάδες βρίσκονται στο διασυνδεδεμένο ή μη σύστημα (νησιά). Με την πρότασή της, η κυβέρνηση καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στις διασυνδεδεμένες ή μη μονάδες. Παραθέτει ακόμη τρεις «βασικές αρχές» για την προσέγγιση του θέματος.
Με την πρώτη, διατηρεί τα υψηλότερα τιμολόγια που ισχύουν σήμερα για τις υφιστάμενες συμβάσεις, καθώς και την αποκλιμάκωση που προβλέπεται μέχρι το 2015. Από εκείνο το έτος και ύστερα, οι τιμές θα διαμορφώνονται σε συνάρτηση με την Οριακή Τιμή Συστήματος (χοντρική).
Με τη δεύτερη, δηλώνει ότι «η τιμολόγηση πρέπει να αντανακλά το κόστος παραγωγής και να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των επενδύσεων». Πρόκειται για διατύπωση που δηλώνει ότι τα υπερκέρδη των ιδιωτών είναι αδιαπραγμάτευτα. Τέλος, δηλώνει ότι «η αναθεώρηση της τιμολόγησης στο μέλλον πρέπει να στηρίζεται στις πραγματικές εξελίξεις της αγοράς και την εξέλιξη του κόστους παραγωγής».