Πέμπτη 4 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Το ψυγείο

Το δυαράκι μας, όπως λέει η μαμά μου το σπίτι μας, είχε γεμίσει κόσμο. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου, ο θείος μου και η θεία μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου, η γειτόνισσά μας (δεν έχει άντρα), με την κόρη της, με μακριά μαλλιά, που δεν περίσσευε καρέκλα να καθίσει και καθόταν στο πάτωμα. Μιλούσαν όλοι μαζί και δε με άκουγαν που τους ρωτούσα αν ήταν Κυριακή. Κάποτε, με άκουσε η γιαγιά μου και μου είπε, όχι, σώπα εσύ. Μου άρεσε που δε μιλούσα και μόνο άκουγα για λεφτά, για υπουργεία, για την τηλεόραση - ο μπαμπάς μου όλο φώναζε να την κλείνουμε, αλλά δεν - για ταξίδια στο εξωτερικό και προγράμματα. Μόνο αυτό το τελευταίο δεν μου άρεσε, επειδή η μαμά μου όλο έλεγε, πρέπει να έχεις πρόγραμμα.

Μετά ήρθαν και κάποιοι άλλοι από τη δουλειά της μαμάς μου ή του μπαμπά μου ή το καφενείο της γειτονιάς, που πήγαινε ο παππούς μου επειδή ο καφές έκανε ένα ευρώ. Τα ευρώ μου άρεσαν, γιατί είχαν διάφορα σχέδια και ήταν χρυσαφιά. Οσο περνούσε η ώρα, άλλοι έμπαιναν και άλλοι έβγαιναν και η μαμά μου είπε ν' αφήσουμε την πόρτα ανοιχτή γιατί όσοι έρχονταν ήταν σαν κι εμάς. Και σαν κι εμένα; ήθελα να ρωτήσω, αλλά δε ρώτησα.

Κάποια στιγμή, ο μπαμπάς μου είπε στη μαμά μου, άντε φέρε κάτι να φάνε ή να πιούνε οι άνθρωποι. Τόση ώρα μιλάνε. Η μαμά μου του έριξε ένα βλέμμα, από αυτά που λένε ότι είναι άγρια και του είπε, πήγαινε εσύ.Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε με νεύρα, κοίταξε και αυτός πιο άγρια τη μαμά μου και φώναξε από την κουζίνα, το ψυγείο είναι άδειο. Και πώς ήθελες να ήταν; Γεμάτο; Τόσες βδομάδες δεν έφερες ένα ευρώ στο σπίτι.

Αυτή τη φορά δεν είπε δυάρι. Μα, κανένας δε δουλεύει εδώ μέσα, είπε κάποιος που δεν τον ήξερα. Γιατί, εσύ δουλεύεις; ρώτησε κάποιος άλλος.

Στην ίδια δουλειά δεν είμαστε; Ναι, αλλά τώρα δε δουλεύουμε. Οπως δεν δουλεύεις κι εσύ; είπε στο κορίτσι η μαμά της κι εκείνο έβαλε τα κλάματα.Τι φταίω εγώ; είπε το κορίτσι, δεν ξέρω σε ποιον, αλλά κανένας δεν απάντησε. Ο μπαμπάς μου γύρισε από την κουζίνα μ' ένα μπουκάλι νερό της βρύσης και μερικά ποτήρια, και είπε, το μαγαζί προσφέρει αυτό που έχει. Πήγα κοντά στη γιαγιά μου, έβαλα το στόμα μου στο αφτί της, τα έκρυψα και τα δυο με το χέρι μου και τη ρώτησα, γιατί δε δουλεύουν.

Δεν έχουν δουλειά, είπε. Τι έχουν; Απεργία, είπε σοβαρά η γιαγιά μου.

Εγώ έκανα μια φορά απεργία. Με είχε μαλώσει η μαμά μου, κι εγώ δεν έτρωγα το φαγητό μου. Τι, θα μας κάνεις τώρα και απεργία πείνας; Εγώ πεινούσα, αλλά την απεργία θα την έκανα. Τους κοίταξα όλους γύρω μου. Κανένας δε δούλευε. Μόνο εγώ που πήρα ένα χαρτί και τα κραγιόνια και άρχισα να τους ζωγραφίζω. Μετά θα έγραφα ένα παραμύθι.


Ιωάννα ΚAΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ