Πέμπτη 18 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Από πού;

Ολοι μας, κάθε μέρα αποκτούμε και κάποια καινούρια εμπειρία που τη θυμόμαστε συχνά ή συχνότερα, που φωλιάζει μέσα μας ή την ανασύρουμε από τα βάθη του χρόνου κατά περίπτωση.

Ταξιδεύοντας, ένα από τα πρώτα πράγματα που αντιμετωπίζουμε είναι η ταυτότητά μας. Οσο καλά και να μιλάμε τη γλώσσα της χώρας που βρισκόμαστε, πάντα υπάρχουν χαρακτηριστικά που μας κατατάσσουν ως ξένους.

Η πιο συνηθισμένη ερώτηση, από περιέργεια ή άλλα κίνητρα, είναι: Από πού είσαι;

Είναι δύσκολο να ξέρουμε πόσο η απάντησή μας ικανοποιεί την περιέργεια του ερωτώντος, αν τον καθησυχάζει, τον κάνει να νιώθει πιο οικεία ή πιθανόν από άγνοια εχθρικά.

Η απάντησή μου, όσον αφορά εμένα, ήταν πάντα: Από την Ελλάδα.

Δεν ήμουν, ωστόσο, βέβαιη ότι οι άλλοι ήξεραν πού βρίσκεται η Ελλάδα ή τι σήμαινε γι' αυτούς η πατρίδα μου.

Η αδελφή μου Ρουμπίνη τα αγγλικά που μιλάει είναι λονδρέζικα. Ετυχε αρκετές φορές να τη ρωτήσουν Αγγλοι, από πού είσαι; εννοώντας ποιο γεωγραφικό διαμέρισμα της Αγγλίας.

Κάποτε, στη Νέα Υόρκη, μιλώντας τυχαία με μια συνεπιβάτιδα σ' ένα λεωφορείο, ρωτήθηκε, από πού είσαι; Η Ρουμπίνη απάντησε, από την Ελλάδα. Η άλλη κυρία είπε, α! Η αδελφή μου μέχρι τώρα επιμένει ότι η Αμερικανίδα δεν ήξερε πού βρισκόταν η Ελλάδα, και πως εκείνη είχε υποθέσει ότι και σ' εκείνο το άγνωστό της μέρος μιλούσαν αμερικάνικα, αλλά κάπως διαφορετικά.

Εχουν και σ' εμένα συμβεί παρόμοια περιστατικά. Μια φορά, όταν κατάλαβα ότι η Ελλάδα δεν ήταν γνωστή σ' αυτόν που με είχε ρωτήσει, πρόσθεσα, από την Ευρώπη.

Αφρικα, Αφρικα, χάρηκε ο άλλος που είχε καταλάβει και με κοίταξε εξεταστικά.

Κατέβαινα από το Παμουκαλέ, στην Τουρκία, όμως ο ήλιος κατέβαινε προς τη δύση του γρηγορότερα από μένα. Βρισκόμουν μόνη ανάμεσα σε κατηφοριές και χωράφια. Αρχισα να τρέχω, μαζί μου και οι πέτρες, πριν με σκεπάσει το σκοτάδι.

Στάθηκα στο δημόσιο δρόμο και περίμενα να περάσει κάποιο λεωφορείο ή ταξί να με πάρει για την Ντενιζλέ, όπου είχα καταλύσει σ' ένα ξενοδοχείο. Μάταια.

Ολα ήταν έρημα γύρω μου.

Τελικά, είδα να έρχεται ένα μεγάλο καμιόνι απ' όπου ξεπηδούσε ένα σύννεφο και διαλυόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είχα άλλη επιλογή και άπλωσα το χέρι για να σταματήσει.

Σταμάτησε. Το σύννεφο ανέβαινε από την ανοιχτή καρότσα γεμάτη από μια ψιλή άμμο ή κίτρινο χώμα. Δίπλα στον οδηγό καθόταν ένας εργάτης. Και οι δυο είχαν δεμένα με σαρίκι το κεφάλι τους.

Τους ρώτησα αν πήγαιναν κατά εκεί που πήγαινα ή έστω πιο κοντά.

Ο συνοδηγός άνοιξε την πόρτα. Ανέβηκα το ψηλό σκαλοπάτι και κάθισα δίπλα του.

Μόλις που είχαμε ξεκινήσει και σχεδόν και οι δυο, ταυτόχρονα, με ρώτησαν, από πού είσαι;

Αναρωτήθηκα σε δέκατα του δευτερολέπτου αν έπρεπε να πω, από την Ελλάδα. Από το Βέλγιο, απάντησα. Τέτοια τούρκικα μιλάτε εκεί; με ρώτησαν.

Προφανώς, υπέθεσαν ότι το Βέλγιο ήταν κάποιο μέρος της Τουρκίας, που δεν μιλούσαν τόσο καλά τα τούρκικα, όπως αυτοί.

Βέλγιο, Ευρώπη, πρόσθεσα, υποθέτοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να ήταν εχθροί του Βελγίου που δεν ήξεραν ή της Ευρώπης που δεν τους θύμιζε την ύπαρξή της.

Φτάσαμε σ' ένα μεγάλο σταυροδρόμι και το καμιόνι σταμάτησε. Ο οδηγός μού έδειξε από πού να πάω και ο συνοδηγός μού άνοιξε την πόρτα.

Τεσεκίρ, τεσεκίρ εντερίμ, είπα και κατέβηκα το ψηλό σκαλί.

Εκείνη τη νύχτα έμεινα άγρυπνη από τύψεις ότι είχα αρνηθεί την πατρίδα μου που είχε γίνει μια υιοθετημένη χώρα που είχε χάσει το δρόμο της.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ