Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«ΤΡΕΛΕΣ ΑΓΕΛΑΔΕΣ»
Λαϊκός φραγμός στην ασυδοσία των πολυεθνικών

Είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών και τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Με δραματικό τρόπο αναδείχνονται, απ' τη μια, οι συνέπειες της ολοένα και αυξανόμενης εξάρτησης της χώρας μας σε ζωοκομικά προϊόντα, κύρια απ' τις αναπτυγμένες κτηνοτροφικά χώρες της ΕΕ, όταν με την πολιτική των Βρυξελλών και τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών κυβερνήσεων επιβάλλονται περιορισμοί στην κτηνοτροφική ανάπτυξη της χώρας και εξοντωτικά πρόστιμα συνυπευθυνότητας στους παραγωγούς βόειου κρέατος. Απ' την άλλη, έρχεται στο προσκήνιο τι είδους πολιτική εφαρμόζεται τελικά για την κάλυψη των αναγκών διατροφής του ελληνικού λαού με υψηλής βιολογικής αξίας τρόφιμα, σε στενή σύνδεση με το σύστημα ελέγχων που προβλέπεται, αλλά και το ποιοι τελικά απ' αυτούς τους ελέγχους εφαρμόζονται.

Η διαρκής επανεμφάνιση υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα της παραγωγής τροφίμων αναδεικνύει επιπλέον ορισμένες άλλες πλευρές της διατροφής του λαού, που με την ευκαιρία αξίζει τον κόπο να εξεταστούν και να βγουν κάποια συμπεράσματα. Καμιά διάθεση φυσικά για αναβάθμιση του ζητήματος εξασφάλισης επαρκών ελέγχων, που στις σημερινές συνθήκες της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και των ολοκληρώσεων ευρύτερα, οι πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων επιδιώκουν να εξαλείψουν, να τους μετατρέψουν από στοιχειώδεις έως ανύπαρκτους. Το ίδιο και για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, που ξεκινάνε απ' την απεγνωσμένη προσπάθεια συμμόρφωσης στις αποφάσεις της ΕΕ για συγκάλυψη του προβλήματος και διασκέδαση της κοινής γνώμης και φτάνουν μέχρι την πλήρη ανικανότητα συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών και ελέγχου της εφαρμογής αυτών που αποφασίζονται. Τέτοιο πράγμα δείχνουν οι επανειλημμένες διαβεβαιώσεις περί επάρκειας των ελέγχων, όταν όμως ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί το σύστημα καταγραφής και ταυτοποίησης των βοοειδών, ώστε να πιστοποιείται η προέλευσή τους. Δηλαδή αν γεννήθηκαν στην Ελλάδα αποκλειστικά από εγχώριο ζωικό κεφάλαιο, αν κατάγονται από ζώα εγχώριας προέλευσης διασταυρωμένα με ζώα άλλων χωρών ή αν γεννήθηκαν σε άλλες χώρες και στη συνέχεια κρατήθηκαν στη χώρα μας για αναπαραγωγή ή για πάχυνση και σφαγή. Τα ίδια ισχύουν και για τα διακινούμενα κρέατα, στα οποία επίσης προβλέπεται, αλλά ακόμα δεν εφαρμόζεται, σύστημα ταυτοποίησης της προέλευσής τους μέχρι το επίπεδο της εκτροφής και το ζώο απ' το οποίο παρέχονται. Η μη εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος οδηγεί στην παράλογη και γελοία εικόνα όλο το πωλούμενο στη χώρα μας κρέας βοοειδών να εμφανίζεται στα καταστήματα ως εγχώριας παραγωγής όταν η αυτάρκεια είναι μόλις 30%!!!

***

Είναι προφανές όμως ότι το πρόβλημα πλέον ξεπερνάει αυτή καθαυτή την υπόθεση των ελέγχων, αφού η όποια ύπαρξή τους δεν μπορεί να ανατρέψει το χαρακτήρα της καπιταλιστικού χαρακτήρα παραγωγής τροφίμων, που υποτάσσει τα πάντα στη λογική του κέρδους. Αυτή είναι η λογική που κυριαρχεί και όλα αυτά τα φαινόμενα που βιώνει η κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια είναι φυσικό επακόλουθό της. Το κριτήριο της καπιταλιστικής παραγωγής δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με ζητήματα όπως η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και η προστασία του καταναλωτή. Ισα ίσα, μάλιστα, που ακριβώς λόγω της αδηφαγίας του κεφαλαίου αποσκοπεί στην άντληση όσο γίνεται μεγαλύτερων κερδών. Θέματα όπως η προστασία της δημόσιας υγείας θυσιάζονται πάντα στο βωμό των κερδών. Ετσι φτάνουμε να μιλάμε όχι απλώς για ακατάλληλα ή υποβαθμισμένα τρόφιμα, αλλά για τρόφιμα ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ. Αλλά αν ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής δε διασφαλίζει τα προαπαιτούμενα στη σύγχρονη διατροφή ζητήματα της δημόσιας υγείας, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να διασφαλίζει άλλα θέματα όπως αυτά της ποιότητας των τροφίμων, των τιμών διάθεσής τους κλπ.

Γίνεται ολοκάθαρη συνεπώς η αξία των διακηρύξεων των απολογητών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της οικονομίας της αγοράς, οι νεοφιλελεύθερες απόψεις τύπου Μάνου, Ανδριανόπουλου, αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων- άξιων διαχειριστών της. Ολοι αυτοί διαβεβαίωναν τα τελευταία χρόνια ότι η κυριαρχία των νόμων της αγοράς δήθεν θα έλυνε τα προβλήματα της πείνας στον πλανήτη, της επάρκειας και των τιμών, της ποιότητας και της ασφάλειάς τους, αφού στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων επικρατεί ο ισχυρότερος και συνάμα, επειδή είναι ισχυρότερος σε μέγεθος, γίνεται και ο καλύτερος, πιο αξιόπιστος και πιο φερέγγυος για τις ανθρώπινες ανάγκες.

***

Αλλά σ' έναν πρόχειρο διαχρονικό απολογισμό θα δούμε ότι η περιβόητη οικονομία της αγοράς πρόσφερε άλλα πράγματα. Εδωσε την υπόθεση των «τρελών αγελάδων», επειδή για λόγους οικονομίας καυσίμων οι επιχειρήσεις παραγωγής κρεατάλευρων επεξεργάζονταν τις πρώτες ύλες (ζωικά υποπροϊόντα και πτώματα προβάτων!!!) σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Ετσι, ο μολυσματικός παράγοντας, που προκαλεί μια ανάλογη ασθένεια στα πρόβατα, μπόρεσε να επιβιώσει και να περάσει στα βοοειδή με τη βοήθεια των κρεατάλευρων, αποκτώντας όμως ταυτόχρονα και την ικανότητα να τα προσβάλλει και μαζί μ' αυτά και τον άνθρωπο. Με ανάλογο τρόπο η οικονομία της αγοράς οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν στο πρόβλημα των διοξινών στα πουλερικά και με το ίδιο ανάλογο τρόπο χειρίζονται οι πολυεθνικές το ζήτημα των ορμονών και των μεταλλαγμένων τροφίμων, που θα περάσουν πολλά χρόνια για να φανούν οι μη αντιστρεπτές συνέπειές τους.

Για να μην είμαστε και άδικοι, πρέπει όμως να πούμε ότι η οικονομία της αγοράς έφερε και μείωση του κόστους παραγωγής στα τρόφιμα, αφού τέτοιου είδους πρώτες ύλες πράγματι κοστίζουν φτηνότερα. Ομως, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αγοράζει τα τρόφιμα φτηνότερα τώρα; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι βαδίζουμε σε εξάλειψη της πείνας στον πλανήτη; Ολη η διαφορά μετατρέπεται σε κέρδη και παραπάνω κέρδη των πολυεθνικών, γι' αυτό άλλωστε έκαναν και κάνουν αυτά που κάνουν για τη μείωση του κόστους. Τους καταναλωτές και το λαό οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και η θεοποίηση της οικονομίας της αγοράς τούς θέλει καταναλωτές αυτών των υποπροϊόντων κι ό,τι θέλει ας γίνει από κει και πέρα με την υγεία τους. Ακριβώς όπως η οικονομία της αγοράς λογαριάζει τους ασθενείς των νοσοκομείων σαν πελάτες και τα νοσοκομεία σαν επιχειρήσεις με μάνατζερ, που θα αποφασίζουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

***

Η θεώρηση αυτού του ζητήματος δείχνει ότι στο στρατηγικού χαρακτήρα ζήτημα της διατροφής του ελληνικού λαού, υπάρχουν δυο επιλογές: Η πρώτη επιλογή είναι να διατηρηθεί η ίδια με τη σημερινή κατάσταση, σύμφωνα με την οποία η διατροφή θα βασίζεται, για τα υψηλής βιολογικής αξίας τρόφιμα, όπως τα ζωοκομικά, στα προϊόντα των χωρών της ΕΕ και στις εισαγωγές από τρίτες χώρες, που όπως σήμερα θα κατακλύζουν και στο μέλλον την ελληνική αγορά. Ενα άλλο μέρος θα βασίζεται και στην ελληνική παραγωγή - όση απομένει μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της ΕΕ - στην οποία, μοιραία, είναι αναπόφευκτη η επικράτηση των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης τροφίμων. Το τι αποτελέσματα και συνέπειες μπορεί να περιμένει κανείς απ' την επιλογή αυτή, το δείχνει η πρόσφατη, και όχι μόνο, εμπειρία. Γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες και για την εγχώρια παραγωγή, απ' τη στιγμή που στις βιομηχανικού χαρακτήρα εκμεταλλεύσεις εξακολουθούν και υπάρχουν οι ίδιοι παράγοντες που οδηγούν στην πάση θυσία μείωση του κόστους. Και δεν είναι λύση, βέβαια, για να εφησυχάζει κανείς, το να παλεύει διαρκώς για όλο και καλύτερους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα κυνηγάνε διαρκώς τις παρανομίες των πολυεθνικών αλλά και των εγχώριων μονοπωλίων και πάντα να βρίσκονται από πίσω. Οχι βέβαια ότι δε χρειάζονται αυτοί οι μηχανισμοί, οι υπηρεσίες, η επαρκής στελέχωση και ο κατάλληλος εξοπλισμός τους, που σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση αποψίλωσης και ανοργανωσιάς.

Γίνεται φανερό λοιπόν ότι αυτή η επιλογή της στήριξης στη λογική της οικονομίας της αγοράς και της κυριαρχίας της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης τροφίμων οδηγεί σε μια κατάσταση περίπου «απ' τα ίδια», σε μια επαναλαμβανόμενη εμφάνιση των ίδιων ή και καινούριων ακόμα προβλημάτων. Υπάρχει όμως και η δεύτερη επιλογή, η εναλλακτική λύση, σύμφωνα με την οποία το σημαντικό αυτό ζήτημα της διατροφής δεν μπορεί να το κρατάνε στα χέρια τους οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε της ΕΕ, είτε οι εγχώριες. Η χώρα μας, με το λαό της σε δράση, μπορεί να αξιοποιήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες αναπτύσσοντας τη λαϊκή οικονομία. Με αυτό το κριτήριο μπορεί να μειώσει την εξάρτησή της απ' τις εισαγωγές διατροφικών προϊόντων, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής, να εξασφαλιστούν πρώτες ύλες στη μεταποίηση και να μείνει ο αγροτικός πληθυσμός στην ύπαιθρο, ενισχύοντας το εισόδημά του. Να περάσει στο κέντρο του ενδιαφέροντος η αύξηση της ζωικής παραγωγής και της παραγωγής κτηνοτροφικών φυτών. Να γίνει μοχλός της ανάπτυξης ο παραγωγικός συνεταιρισμός, ενταγμένος στο γενικότερο πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας, που μπορεί να συνενώσει τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους κι άλλους αγρότες. Που, μακριά απ' τη λογική του κυνηγητού του καπιταλιστικού κέρδους, μπορεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες και την έρευνα, να μειώσει το κόστος παραγωγής και με την αναγκαία επιστημονική υποστήριξη και παρακολούθηση, να εξασφαλίσει υγιεινά, ποιοτικά και φθηνά ζωοκομικά προϊόντα.

***

Να γιατί ο λαός έχει κάθε λόγο και συμφέρον να επιδιώξει αυτή τη δεύτερη επιλογή. Σ' αυτήν πρέπει να συνενωθούν, δημιουργώντας το δικό τους μέτωπο, οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι της χώρας, που βλέπουν την παραγωγή τους να συρρικνώνεται, μαζί με την Ελληνίδα νοικοκυρά και ευρύτερα το καταναλωτικό κίνημα, που αισθάνονται την υγεία των παιδιών τους να γίνεται παιχνίδι στα χέρια των πολυεθνικών των τροφίμων.


Του Παναγιώτη ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνιάτρων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΚΔΥ)


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ