Κυριακή 9 Μάη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Για την προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος

Γρηγοριάδης Κώστας

Πληθαίνουν οι δηλώσεις αστών πολιτικών και η αρθρογραφία στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που ελέγχουν, για την ανάγκη να αλλάξει άμεσα το πολιτικό σκηνικό, να αναζητηθούν νέα κόμματα και νέες πολιτικές ηγεσίες, να πάρει το αστικό πολιτικό κατεστημένο γενναίες αποφάσεις για αυτοκάθαρση. Την όλη συζήτηση επέτεινε η διαγραφή της Ντ. Μπακογιάννη από τη ΝΔ την Πέμπτη και η φημολογία για επικείμενη ίδρυση νέου κόμματος.

Οψεις του ίδιου νομίσματος είναι η κατευθυνόμενη από την κυβέρνηση προπαγάνδα για την τιμωρία δήθεν των πολιτικών που έκλεψαν το λαό, η ανάδειξη και ανατροφοδότηση από τον αστικό Τύπο συνθημάτων όπως «να πληρώσουν οι κλέφτες», η υπερπροβολή κινήσεων εντυπωσιασμού από την κυβέρνηση, όπως η σύσταση αλλεπάλληλων εξεταστικών επιτροπών, με κορωνίδα αυτή για την οικονομία.

Ομοια, οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα «ζυμώνουν» την ίδρυση κομμάτων που θα απαρτίζονται από επιχειρηματίες. `Η προβάλλουν άλλες διαχειριστικές λύσεις, όπως τη συγκυβέρνηση των μεγάλων αστικών κομμάτων, τον σχηματισμό κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας».

Την όλη συζήτηση συνοψίζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το άρθρο του Α. Παπαχελά στην «Καθημερινή» της περασμένης Πέμπτης. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Αν οι σημερινοί πολιτικοί μας δεν σοβαρευτούν, πολύ γρήγορα κινδυνεύουν να καταντήσουν χλευαστικές υποσημειώσεις στα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας και να βρεθούν μια μέρα περικυκλωμένοι από χιλιάδες νοικοκύρηδες που θα τους γιουχάρουν (...) Τα πράγματα πια δεν είναι αστεία, το ύψος των περιστάσεων είναι δυσθεώρητο, το στοίχημα μεγάλο (...) Αυτή η χώρα έχει καταστραφεί τα τελευταία 30 χρόνια. Είχαμε την περιώνυμη «παρέα της Μυκόνου» η οποία λεηλάτησε τις κρατικές προμήθειες (...) Μαζί τους συνεργάστηκε ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς του Πολυτεχνείου που εξαργύρωσε τους αγώνες του με κάθε τρόπο, πουλώντας όμως παράλληλα "σοσιαλισμό" (...) Από την άλλη πλευρά της όχθης έχουμε μια κουλτούρα διαμαρτυρίας που δικαιολογεί τα πάντα, τις μολότοφ, την τρομοκρατία (...) Τώρα, λοιπόν, που την "κάτσαμε τη βάρκα", οι πολιτικοί και όποιοι άλλοι νιώθουν κάποια ευθύνη για το πού πάει ο τόπος, πρέπει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων ή να σαρωθούν από τις εξελίξεις (...) Ο μόνος τρόπος είναι να καταλάβουν οι πολιτικοί ότι είναι ώρα για επαναστατικές αλλαγές. Ας συμφωνήσουν όλοι μαζί να κάνουν άμεσα συνταγματική αναθεώρηση και να καταργήσουν τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, ας συμφωνήσουν να κάνουν 200 τους βουλευτές, ας στείλουν πράγματι στη φυλακή και στα φορολογικά δικαστήρια τους απατεώνες που τους χρηματοδοτούσαν και τους στήριζαν με μέσα ενημέρωσης έως χθες (...) Ο κ. Παπανδρέου έχει το απαιτούμενο πείσμα (...) Ο κ. Σαμαράς πάλι έχει μία ακόμη ευκαιρία να βρει μέσα του στόφα ηγέτη και να σταματήσει να υπολογίζει λαϊκοδεξιούς βουλευτές (...) Η χώρα έχει υγιείς δυνάμεις, παιδιά νέα που θέλουν να προκόψουν και δεν κουβαλάνε τα μεταπολιτευτικά καταραμένα οράματα μιας θεσούλας στο Δημόσιο και της μόνιμης άρνησης σε όλα (...) Η χώρα χρειάζεται επειγόντως, και θα το ξαναπούμε, έναν Ελευθέριο Βενιζέλο ή έναν Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ενα σενάριο είναι οι κρίσιμες αυτές ώρες να μεταλλάξουν τους σημερινούς μας ηγέτες σε Βενιζέλους. Ενα άλλο σενάριο είναι να καούν πολύ γρήγορα και η κοινωνία, αφού παλέψει με το δίλημμα της αυτοκτονίας ή του δύσκολου δρόμου, να βρει νέες ηγεσίες».

Είναι φανερό ότι ο αρθρογράφος εκφράζει την αγωνία του αστικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ο ίδιος και η εφημερίδα του υπηρετούν. Σε συνθήκες κλιμακούμενης λαϊκής αντίδρασης - απότοκο της κρίσης που βαθαίνει από τη μια και της σοβαρής πίεσης που ασκούν οι συνεπείς ταξικοί αγώνες από την άλλη - η αγανάκτηση του λαού, ανεξάρτητα από το πόσο ριζοσπαστικά εκφράζεται κάθε φορά, αμφισβητεί σημαντικά συστατικά του αστικού πολιτικού κατεστημένου, με πρώτα απ' όλα τα κόμματα εξουσίας, που είχαν και την ευθύνη της διακυβέρνησης.

Σ' αυτή την αμφισβήτηση, το σύστημα διαβλέπει τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης, η οποία, κάτω από προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή του. Από 'δω πηγάζει η ενιαία προσπάθεια των αστικών κομμάτων, της πλουτοκρατίας και των μηχανισμών της να ελέγξουν τη δίκαιη λαϊκή αγανάκτηση, να την αποπροσανατολίσουν. Να την ενσωματώσουν σε ακίνδυνες αντιδράσεις, να αποτρέψουν τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών λαϊκών αγώνων.

Η προσπάθεια αυτή είναι διαχρονική, συνεχής. Εκδηλώνεται ακόμα και σε περιόδους ύφεσης του κινήματος. Οξύνεται όμως όσο δυναμώνει η λαϊκή αντίδραση και μεγαλώνει ο κίνδυνος για τους αστούς να βρεθούν αντιμέτωποι με γενικευμένους, ταξικούς και πολιτικούς αγώνες. Αυτό είναι που τους φοβίζει. Γι' αυτό προσπαθούν με κάθε τρόπο να κατευθύνουν τη λαϊκή οργή σε κανάλια ακίνδυνα για την αστική και πολιτική εξουσία. Να κρύψουν και να συκοφαντήσουν τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, που περνάει αναπόφευκτα μέσα από την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και άρα του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος.

Στην προσπάθειά τους αυτή, και με δεδομένη σήμερα την κρισιμότητα των στιγμών, τα αστικά κόμματα δεν έχουν κανένα πρόβλημα να «θυσιάσουν» στελέχη τους, τα οποία σε προηγούμενες περιόδους υπηρέτησαν με συνέπεια την ενιαία αντιλαϊκή στρατηγική και τώρα καλούνται να παίξουν το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, με γνώμονα το μακροπρόθεσμο συμφέρον της αστικής τάξης. Μια τέτοια εξέλιξη δρα εκτονωτικά σε ανώριμες πολιτικά συνειδήσεις και στόχο έχει να βάλει αναχώματα, να καθυστερήσει τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος.

Γι' αυτό η σημερινή κυβέρνηση στήνει εξεταστικές επιτροπές και προσπαθεί να διαφημίσει το έργο της. Γι' αυτό εμφανίζονται δήθεν αυθόρμητες πρωτοβουλίες στελεχών των αστικών κομμάτων να ζητούν την αυτοκάθαρση του συστήματος. Οπως συμβαίνει με τους 48 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που ζητούν με επιστολή τους να «υπάρξει αυστηρός έλεγχος του πόθεν έσχες, όλων όσοι διαχειρίστηκαν το δημόσιο χρήμα τα τελευταία 20 χρόνια, αρχής γενομένης από τους υπουργούς και τους βουλευτές». Θέλουν να αποπροσανατολίσουν το λαό, να τον κοροϊδέψουν ότι μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες.

Παρένθεση: Το ΚΚΕ είχε πάντα και διατηρεί μέτωπο στις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που δρουν στο κίνημα και προσπαθούν να περιορίσουν τον αντίπαλο των εργαζόμενων σε μια «κακή» κυβέρνηση και έναν «κακό» υπουργό, κρύβοντας ότι τα κόμματα του κεφαλαίου, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, έχουν ενιαία στρατηγική και αυτή υπηρετούν τα στελέχη τους. Μια τέτοια αντιπαράθεση, είναι εύκολος αντίπαλος για το αστικό πολιτικό σύστημα, εύκολα ενσωματώνεται.

Σήμερα, την ώρα της μεγάλης επίθεσης, δυνάμεις όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ έχουν ευθύνη για το γεγονός ότι συνέδραμε τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν κοντόφθαλμους στόχους και αιτήματα στο κίνημα. Καθόλου τυχαία, το βολικό για το σύστημα σύνθημα «να πληρώσουν οι κλέφτες» - όσο και αν δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν και τέτοιοι - και ύστερα όλα είναι μέλι - γάλα, προβάλλεται σήμερα κατά κόρον από την κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα της πλουτοκρατίας, από τα αστικά ΜΜΕ.

Προέκταση αυτής της συζήτησης είναι και το ζήτημα της ανάδειξης νέων ηγεσιών, πολιτικών προσώπων και κομμάτων. Εδώ τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα για το αστικό πολιτικό σύστημα, με δεδομένο ότι τα λαϊκά στρώματα έχουν αποκτήσει πείρα από ανάλογες προσπάθειες στην Ελλάδα και διεθνώς. Παράδειγμα: Τα 3/5 των στελεχών της κυβέρνησης παρουσιάστηκαν σαν φερέλπιδες τεχνοκράτες, που επιλέχτηκαν από τον Γ. Παπανδρέου για να σηματοδοτήσουν προπαγανδιστικά τη διάρρηξη των δεσμών της κυβέρνησης με το παλιό πολιτικό κατεστημένο.

Αυτό που εν χορώ και έντεχνα παρουσιάστηκε σαν «ελπίδα» για το λαό, γρήγορα αποδείχτηκε φούσκα. Το ιδεολόγημα της «ανανέωσης» στα πρόσωπα, κατέρρευσε μέσα σε λιγότερους από έξι μήνες. Ο λαός βλέπει πως αυτό που του παρουσίασαν σαν καινούριο, υπηρετεί και προωθεί την ίδια παλιά πολιτική, από την οποία ο ίδιος έχανε πάντα και συνεχίζει σήμερα να χάνει ακόμα περισσότερα.

Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς ηγέτες. Προσπαθούν να αποσπάσουν τα πρόσωπα από την οικονομία και την πολιτική, από τη στρατηγική που υπηρετούν, να τους δώσουν υπερταξικά χαρακτηριστικά και να δημιουργήσουν φρούδες ελπίδες στο λαό για διέξοδο προς όφελός του. Αρκεί να δει κανείς πώς το αστικό πολιτικό σύστημα αντιμετώπισε στο παρελθόν κόμματα που ήρθαν να θωρακίσουν τη σταθερότητά του, όπως η ΠΟΛ.ΑΝ, ή το ΛΑ.Ο.Σ., μικρότερα κόμματα - δορυφόρους του δικομματισμού, και βέβαια τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθένας, βέβαια, σε άλλο πόστο και με άλλο ρόλο.

Πού κατέληξε όλη αυτή η προσπάθεια στην Ελλάδα; Πού κατέληξε η προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ιταλία; Τίποτα φιλολαϊκό δεν προέκυψε. Τίποτα δεν κέρδισε ο λαός. Στη Γερμανία, η συγκυβέρνηση παρουσιάστηκε σαν κάτι το καινούριο. Εφάρμοσε όμως και εφαρμόζει την ίδια αντιδραστική πολιτική που προώθησαν προηγούμενα οι σοσιαλδημοκράτες, με τις αντεργατικές ανατροπές στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000.

Το ασφαλέστερο κριτήριο για να προσεγγίσει ο λαός τα όσα ζυμώνονται από τις γραφίδες των αστών, για να κρίνει τις αποπροσανατολιστικές προτάσεις περί «αυτοκάθαρσης» και «ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού», είναι απέναντι σε όλα αυτά να αντιτάξει το ερώτημα: «Με τα μονοπώλια, ή με το λαό;». Γιατί κανένα «νέο» κόμμα, κανένα «νέο» πρόσωπο, κανένας «νέος» ηγέτης δεν πρόκειται να υπηρετήσει το λαϊκό συμφέρον, όταν η στρατηγική του δεν έχει αντιμονοπωλιακά - αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Κάθε στρατηγική πίσω από αυτή τη διαχωριστική γραμμή, οδηγεί και υπηρετεί την ενσωμάτωση, συμβάλλει στη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Τις πολιτικές εξελίξεις μπορούν να τις καθορίσουν μόνο η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, η λαϊκή πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής. Μέσα από εκεί θα προκύψει το πραγματικά καινούριο. Επειδή ακριβώς θα έχει ανατρέψει το πραγματικά παλιό.


Περ. Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ