Το μήνυμα, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που με χαροποίησε ήταν από τον Ανδρόνικο.
Το όνομά του με έβαζε σε σκέψεις.
Δηλαδή, αυτός ήταν ένας άνδρας που νικούσε, αλλά ποιους;
Τους άλλους άνδρες στον πόλεμο ή τις γυναίκες;
Αντίθετα από την Ανδρομάχη που μαχόταν τους άνδρες;
Ανοιγα την εγκυκλοπαίδεια και διάλεγα ένα όνομα, κατά τη διάθεσή μου.
Η αλήθεια είναι πως δε ρώτησα ποτέ τον κάτοχο του ονόματος αν ταυτιζόταν μαζί του και πώς.
Αναρωτιόμουν αν του το είχε δώσει ο νονός του, ή αν το είχαν επιλέξει οι γονείς του.
Ο καιρός ήταν ήπιος και θα ερχόταν από μια ζεστή χώρα της Βόρειας Αφρικής, τη Λιβύη, όπου διέμενε για επαγγελματικούς λόγους.
Θα προτιμούσα όταν ερχόταν να έκανε λίγο κρύο, αλλά πιο πολύ να ήταν ο καιρός βροχερός.
Μακάρι να βρεχόταν, να πλατσούριζαν τα παπούτσια του στα βρεγμένα πεζοδρόμια, και ακόμα περισσότερο στις λακκούβες στα καταστρώματα των δρόμων, που με την πρώτη βροχή μετατρέπονταν σε κολυμπήθρες.
Να βρεχόταν το κεφάλι του, να έτρεχαν τα νερά από τα μαλλιά του στο σβέρκο του, να κατρακυλούσαν από τη μύτη του, να παρέκαμπταν τα αυτιά του. Να ήταν τα χέρια του βρεγμένα όταν μου τα άπλωνε για να με χαιρετήσει στην είσοδο του σπιτιού μου.
Δεν τον ρωτάω ποτέ για τον καιρό, την άμμο, τους αέρηδες, τη σκόνη, που μπαίνει στο στόμα, ακόμα και όταν τα χείλη είναι ερμητικά κλειστά, και τρίζει στα δόντια.
Ο Ανδρόνικος δεν ήρθε με τη βροχή. Ομως ήρθε.
Αν δε μάθω από τους ανθρώπους από ποιους θα μάθω;
Καθίσαμε αντικριστά και αρχίσαμε την κουβέντα γύρω από τα σύμφωνα σταθερότητας, τις διάφορες ηλικίες σε σχέση με την ανεργία, τους μισθούς και την Κοινωνική Ασφάλιση, τα χρόνια υπηρεσίας για συνταξιοδότηση και τέτοια που κάποια στιγμή σταματάς, λες και βρίσκεσαι σε αδιέξοδο.
Ο Ανδρόνικος, με τον οποίο μοιραζόμαστε την ίδια ιδεολογία, είδε τον ενθουσιασμό μου, αλλά η ευγένειά του τον συγκράτησε, δεν ήθελε να με απογοητεύσει.
Ναι, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Τον κοίταξα ερωτηματικά. Μάλλον θρησκευτική, είπε. Με δυο λέξεις τα είχε ανατρέψει όλα.