Eurokinissi |
Δεν πρόκειται για νέο «φαινόμενο» ούτε αφορά μόνο στον εκδοτικό χώρο. Ωστόσο, στις παρούσες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, με το κεφάλαιο να αναπτύσσει εφ' όλης της ύλης επίθεση στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οι αντιθέσεις στους εκδότες περιλαμβάνουν και άλλα στοιχεία εκτός από τον αντικειμενικό στόχο του μικρομεσαίου... να «μεγαλώσει». Διότι αυτή η επίθεση βρίσκει τον εκδοτικό κλάδο σε μια περίοδο που η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησής του, και σε διεθνές επίπεδο, κλιμακώνεται. Ετσι, το ζήτημα ακόμη και ύπαρξης των μικρών και μεσαίων εκδοτικών που ανέκυψε την τελευταία κυρίως 20ετία ακριβώς λόγω αυτής της αντικειμενικής τάσης του κεφαλαίου, σήμερα και με αφορμή την οικονομική κρίση, γιγαντώνεται.
Ετσι, αυτή τη στιγμή, η «εικόνα» που προκύπτει για τον εκδοτικό χώρο σε συλλογικό επίπεδο είναι «όλοι εναντίον όλων»: Οι μεγαλοεκδότες εναντίον των μικρομεσαίων και οι τελευταίοι μεταξύ τους. Δίχως όμως και αυτοί να προσανατολίζουν το μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων εκδοτών σε ένα ουσιαστικό διεκδικητικό πλαίσιο. Η «εικόνα» αυτή εκφράστηκε ανάγλυφα στη συνέντευξη του ΣΕΒΑ, η οποία κατέληξε σε οξείες, πλην όμως ανούσιες, αντιπαραθέσεις, μεταξύ των παριστάμενων εκπροσώπων άλλων συλλόγων και της λεγόμενης «ομάδας» των εκδοτών που απέχουν.
Οι μόνοι από τους οποίους μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τις οικονομικές και «συνδικαλιστικές» τάσεις του εκδοτικού τομέα ήταν οι «εκπρόσωποι» των τελευταίων. Και αυτό είναι αντικειμενικό, αφού πρόκειται για τους «μεγάλους», όπως άλλωστε χαρακτηρίστηκαν από τον ΣΕΒΑ. Ετσι, απαντώντας στην κριτική του ΣΕΒΑ για την αποχώρηση από την έκθεση, ο Θ. Ψυχογιός, σημείωσε, ότι αν ο κλάδος ήταν «ενωμένος» θα υπήρχαν και συγκροτημένα στοιχεία για την εγχώρια βιβλιαγορά και ότι η «διάσπαση» είναι το «μεγάλο πρόβλημα». Είπε επίσης ότι η «ομάδα» δεν είναι σε αντιπαράθεση με τα σωματεία, αλλά με τον τρόπο εκπροσώπησης. Ποιος πρέπει να είναι ο σωστός τρόπος συνδικαλιστικής εκπροσώπησης κατά τους «μεγάλους»; Το οικονομικό και συνδικαλιστικό «μάνατζμεντ»! Ουσιαστικά δηλαδή, η μετατροπή των συλλόγων σε διεκπεραιωτές «τεχνικών» ζητημάτων. Είπε ότι οι εκθέσεις πρέπει να γίνονται σε κλειστό χώρο, να είναι «πολυφωνικές» και να μην γίνεται «εκποίηση των προϊόντων μας». Οτι η Διεθνής Εκθεση πρέπει να γίνεται στην Αθήνα και όχι στη Θεσσαλονίκη, επειδή είναι ακριβή η συμμετοχή των εκδοτών και επειδή το 95% της βιβλιοπαραγωγής γίνεται στην Αθήνα. Σημείωσε, μάλιστα, ότι στην πραγματικότητα «δεν υπάρχει "διεθνής" έκθεση», αφού, αν το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δεν επιδοτούσε τους ξένους συμμετέχοντες δεν θα πατούσε κανείς τους, ενώ οι τελευταίοι ενδιαφέρονται μόνο να πουλήσουν και όχι να αγοράσουν.
Eurokinissi |
Αξίζει, λοιπόν, σε αυτό το σημείο να δούμε και με αριθμούς τις τάσεις του εκδοτικού τομέα και τα μεγέθη του στην Ελλάδα για να γίνουν πιο ξεκάθαρες οι αιτίες αυτών των αντιθέσεων. Να επαναλάβουμε, ότι τα στοιχεία ναι μεν αμφισβητούνται εδώ και χρόνια από τους εκδότες, ωστόσο η τάση, πέρα από τις αυξομειώσεις των ποσοστών, είναι συγκεκριμένη και σαφής.
Το τελευταίο σχετικό «δείγμα» ανακοινώθηκε τον Δεκέμβρη του 2009 από το ΕΚΕΒΙ και αφορά στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή του 2008. Οπου η ολιγοπωλιακή εικόνα δεν έχει αλλάξει, ανεξάρτητα αν ορισμένοι από τους «παίκτες» της σχετικής αγοράς αλλάζουν θέσεις στον αριθμό τίτλων ή στις πωλήσεις. Παρεμπιπτόντως, το ΕΚΕΒΙ εξακολουθεί να εκλαμβάνει ως «ενεργούς» εκδοτικούς οίκους ακόμη και όσους εξέδωσαν έστω και ένα βιβλίο κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Μεταξύ αυτών και εκπαιδευτικοί φορείς ή νομικά πρόσωπα του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα. Γι' αυτό και το 2008 ο κλάδος εμφανίζει αύξηση 902 «εκδοτικών» (732 εταιρείες και 170 δημόσιους/κοινωφελείς οργανισμούς), έναντι 871 το 2007 (709 και 162, αντίστοιχα). Γι' αυτό και το ΕΚΕΒΙ προσπαθεί να «διασκεδάσει» τη σκληρή πραγματικότητα, διαπιστώνοντας ότι ...«ο εκδοτικός κλάδος είναι πολύ πιο πλουραλιστικός σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ο αριθμός των "ενεργών" εκδοτικών οίκων ήταν μόνον 374».
Το 2006, το 30% (σε περίπου 500 εκδότες) εξέδιδε το 84% της παραγωγής, με το 2% να εκδίδει το 29%! Την ίδια περίοδο, από τα 2.000 βιβλιοπωλεία της χώρας μόνο τα 100 πωλούσαν αμιγώς βιβλία. Επίσης, το 2001, μόλις 10 εκδότες εξέδωσαν το 31,2% των τίτλων, με τους πέντε ισχυρότερους από αυτούς, να καλύπτουν το 22%! Τα αντίστοιχα νούμερα για το 2000 ήταν 35,1% και 25,6%.
Η τάση μονοπωλιοποίησης της εκδοτικής αγοράς μπορεί να παρουσιάζει αυξομειώσεις αλλά δεν απειλείται. Τα μεγάλα εκδοτικά αύξησαν το μερίδιό τους στη βιβλιοπαραγωγή κατά 2,3% το 2004 σε σχέση με το 2002 και τα μικρά κατά μόλις 0,5%. Την ίδια περίοδο, τα «μεσαία» εκδοτικά μειώθηκαν κατά 5, ενώ μειώθηκε και το ποσοστό τους στη βιβλιοπαραγωγή, κατά 2,8%. Γενικά, μεταξύ 1999 - 2004 παρατηρείται αύξηση του μεριδίου των μεγάλων εκδοτών.
Eurokinissi |
Το 2000, η ΠΟΕΒ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοπωλών) εκτιμούσε, ότι η «εξίσωση» του βιβλίου «με τον μπακαλιάρο» συμφέρει τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα που έχουν τεράστιους μηχανισμούς έκδοσης, διακίνησης και διαφήμισης, σε αντίθεση με τα μικρότερα. Το πραγματικό πρόβλημα της ΕΕ και για τον εκδοτικό κλάδο είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του εκδοτικού κεφαλαίου της. Και οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, των κρατών - μελών της έχουν κατανοήσει πολύ καλά αυτή την ανάγκη.
Απηχώντας αυτές τις απαιτήσεις του «πολιτιστικού» κεφαλαίου, ο Ε. Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού το 2003 σημείωνε, ότι «πριν ανακόψουμε την εισδοχή των αμερικανικών πολιτιστικών προϊόντων ή πριν κατακτήσουμε αγορές τρίτων χωρών όπως η Κίνα, οφείλουμε ως ΕΕ (...) να κατακτήσουμε την ευρωπαϊκή αγορά, η οποία λειτουργεί ως ενιαία χάριν των αμερικανικών κυρίως πολιτιστικών και οπτικοακουστικών προϊόντων και δε λειτουργεί ως ενιαία για τα ευρωπαϊκά πολιτιστικά προϊόντα και αγαθά». Η ΝΔ το έθετε από την πλευρά... των «εξαγωγών»: Το 2005, ο υφυπουργός Πολιτισμού, Π. Τατούλης, έλεγε ότι «θα πρέπει να υπάρξει έντονη κινητικότητα των μεταφράσεων, ώστε να προσεγγιστούν οι αγορές της Μεσογείου αρχικά, και εν συνεχεία της Μ. Ανατολής, του αραβικού κόσμου και της ΝΑ Ασίας. Η επιτυχία του στόχου μας αυτού θα εξασφαλιστεί μόνον αν ξεπεράσουμε τα τετριμμένα στάδια μιας κρατικοδίαιτης συμπεριφοράς. Η συμβολή των χορηγών και των ιδρυμάτων της χώρας στην αναβάθμιση του ρόλου του βιβλίου, κρίνεται πλέον αναγκαία». Ο νυν υπουργός Πολιτισμού, Π. Γερουλάνος, θέτει πιο «κομψά» το κρατικό «στρίβειν διά του αρραβώνος» και στην υπόθεση στήριξης της αναγνωσιμότητας: «Δεν είναι τα χρήματα αλλά οι άνθρωποι που παράγουν πολιτισμό». Η δε Λούκα Κατσέλη, υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, σε δήλωσή της από την Σαγκάη, είπε ότι «οι πολιτιστικές εξαγωγές αποτελούν τομέα προτεραιότητας για τη χώρα μας εφάμιλλο των οικονομικών επιδιώξεών της». Και ο γνωστός ΣΕΒ συνοψίζει: «Η βιομηχανία και ο πολιτισμός έχουν κοινά σημεία (...) Οπως η βιομηχανική έτσι και η πολιτιστική παραγωγή χρειάζεται να καταναλωθεί για να υπάρξει (...)»...