Οι νεοανακαλυφθέντες κόσμοι βρίσκονται σε απόσταση πολλών ετών φωτός, έτσι που είναι αδύνατο ακόμα και για τα πιο εξελιγμένα επιστημονικά όργανα να δουν λεπτομέρειες στην επιφάνειά τους, ή ακόμα και μια θολή εικόνα τους και πιθανότατα δε θα μπορέσουν ποτέ. Αυτό που μπορούν να κάνουν τα τηλεσκόπιά μας είναι να εντοπίσουν έμμεσα σημάδια της ύπαρξης ενός πλανήτη σε τροχιά γύρω από κάποιο άστρο και να μας βοηθήσουν να υπολογίσουμε τη μάζα τους, την απόστασή τους από το άστρο του πλανητικού συστήματος και τη διάρκεια του έτους τους (χρόνος μιας περιφοράς γύρω από το άστρο). Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες και για τη διάμετρο του πλανήτη, ίσως και κάποια άλλα στοιχεία τέτοιου είδους. Στην περίπτωση των γιγαντιαίων εξωπλανητών, αυτές οι λεπτομέρειες μπορεί να περιλαμβάνουν και εκτιμήσεις για τη σύνθεση της ατμόσφαιράς τους και τη δυναμική των ανέμων.
Ολα αυτά απέχουν πολύ από το να μπορούμε να μετρήσουμε κάτι ειδικό για τη γεωλογία, τη χημεία ή άλλα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, από αυτά τα στοιχεία, οι ερευνητές μπορούν να συνάγουν εκπληκτικά σύνθετα πορτρέτα των μακρινών πλανητών, χρησιμοποιώντας θεωρητικά μοντέλα, προσομοιώσεις σε υπολογιστές, ακόμα και πειράματα στο εργαστήριο, σε συνδυασμό με τη γνώση που έχει συσσωρευτεί για τη Γη και τους άλλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Μοντέλα που αφορούν πλανήτες που μοιάζουν από πλευράς χημικής σύνθεσης με τη Γη, αλλά έχουν αρκετά μεγαλύτερη μάζα απ' αυτήν, δείχνουν ότι πρέπει και οι εξωπλανήτες του τύπου αυτού να έχουν γεωλογική δραστηριότητα, ατμόσφαιρα και κλίμα που μπορεί να είναι φιλικό προς τη ζωή. Μάλιστα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η Γη ίσως βρίσκεται στο κάτω όριο μεγέθους που πρέπει να έχει ένας πλανήτης για να είναι κατοικήσιμος. Αν η Γη ήταν λίγο μικρότερη, ίσως να εξελισσόταν σε ένα ουράνιο σώμα το ίδιο κενό από ζωή, όπως ο Αρης και η Αφροδίτη.